Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα

Πρέπει να ληφθεί υπόψη κι ένας άλλος παράγοντας, η κοινωνική οικονομία λειτουργεί όπως τα βιολογικά προϊόντα και η βιολογική διατροφή. Από ένα σεβαστό ποσοστό και πάνω, διασφαλίζει την υγεία του οικονομικού συστήματος, όπως η βιολογική διατροφή την υγεία των ανθρώπων και το κατορθώνει αυτό, γιατί με τη συνεταιριστική-συμμετοχική οργάνωση της παραγωγής συμμετέχει όλη η κοινωνία στο παραγόμενο προϊόν και απολαμβάνει τα οφέλη. Δεν υπάρχει βέβαια κερδοφορία με πλασματικό τρόπο, όπως οι χρηματαγορές, αλλά δεν εκθέτει και την οικονομία σε τοξικά προϊόντα.

Είναι πλέον διαπιστωμένο το γεγονός ότι η Ευρώπη βρίσκεται στα όρια της κοινωνικής διάλυσης και η Ελλάδα στα πρόθυρα ανθρωπιστικής κρίσης. Περίπου το ένα τρίτο των Ελλήνων ζουν σε συνθήκες φτώχειας και σύμφωνα με σχετική μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στους νομούς της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας (Ηλεία, Αχαΐα, Αιτωλοακαρνανία), ένας στους τέσσερις κατοίκους ζει στα όρια της φτώχειας ή κάτω από αυτά.

Έτσι καθίσταται αναγκαίο να υπάρξει η ανάγκη κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα του κοινωνικού αποκλεισμού και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων.         Ως εκ τούτου προκύπτει αναπόφευκτα η καταφυγή στους θεσμούς αλληλέγγυας και κοινωνικής οικονομίας.

Προκύπτει και η ανάγκη αντικατάστασης του καταναλωτικού μοντέλου με βιώσιμες μορφές παραγωγής, με την καθιέρωση νέων τρόπων παραγωγής, κατανάλωσης και ζωής που βασίζονται στην αλληλεγγύη.

Οι εφαρμογές της Κοινωνικής Οικονομίας στην πράξη προϋποθέτουν και τους κατάλληλους θεσμούς για τη διαμόρφωση ενός εξωτερικού και εσωτερικού περιβάλλοντος που θα διευκολύνει την ανάπτυξη των κοινωνικών επιχειρήσεων. Συνεπώς, προκύπτουν ορισμένα βασικά ερωτήματα:

Η προώθηση της ανοικτής δια βίου μάθησης και διάδοσης χρηστικής γνώσης και ενημέρωσης δωρεάν ή με πολύ χαμηλό κόστος, είναι το άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα της κοινωνικής οικονομίας. Κι αυτή η διαδικασία γίνεται εφικτή μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και τους «θεσμούς αλληλεγγύης» που αξιοποιεί το σύστημα της κοινωνικής οικονομίας.

Προϋπόθεση για τη συγκρότηση δομών κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας σε τοπικό επίπεδο παράλληλα με την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και του συνεργατισμού είτε με τη μορφή συνεταιρισμών, είτε μη κερδοσκοπικών συμπράξεων για την αξιοποίηση της φυσικής, αγροτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Ιδιαίτερα όταν αυτή η διαδικασία συνδυάζεται με την πολυποικιλότητα της τοπικής κοινωνικής γεωργίας ώστε να προσφέρεται στον επισκέπτη το βίωμα και η εμπειρία της αυθεντικότητας της αγροτικής κοινωνίας.

Το κοινωνικό κεφάλαιο της περιοχής που συνίσταται στη συνεργασία και την υποστήριξη κάθε κοινωνικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, πέραν από τα στενά όρια της αγοράς, από την τοπική κοινωνία συνολικά, εξετάζεται εδώ ως ο παράγοντας που συντελεί στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στην περιοχή υλοποίησης του έργου και η συμμετοχή ανενεργού ανθρώπινου δυναμικού που υποαπασχολείται στη διαμόρφωση συνθηκών βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης.

Το κεφάλαιο της περιοχής, το οποίο αποτελούν η ιστορία, ο πολιτισμός, η αγροτική και κοινωνική κληρονομιά και η ποικιλότητα των δραστηριοτήτων, για να επιτευχθεί πρέπει να υποστηρίζεται ως κοινή και μοναδική αξία και να εκτιμάται ως η ισχυρότερη οικονομική κατευθυντήρια γραμμή, αναδεικνύοντας την αξία του ολιστικού βίου.

Οι θεσμοί της κοινωνικής οικονομίας, είναι μια αυθόρμητη κοινωνική διαδικασία που αναπτύσσεται οριζόντια και λιγότερο μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας, και η συνείδηση στην ολότητα ενός προγράμματος κοινωνικής οικονομίας έρχεται εκ των υστέρων εμπειρικά, από τη συμμετοχή ακτιβιστών σε πλήθος από καλές πρακτικές απ’ όλο τον κόσμο. Εδώ πρέπει να επισημανθεί η βιωματική εμπειρία που δημιουργεί προϋποθέσεις εφαρμογών βιωσιμότητας στην κοινωνική οικονομία.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κοινωνικός ακτιβισμός των κοινωνικών κινημάτων, που κινεί σε μεγάλο βαθμό και τους ιμάντες της Κ.Ο., δεν συνιστά ενιαίο πολιτικό πρόγραμμα ούτε ένα ενιαίο πολιτικό θεσμό, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προπομπός των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στην οικονομία.

Οι περισσότεροι άνθρωποι δε γνωρίζουν πέρα από τους επιφανειακούς θεσμούς εξουσίας άλλους δρόμους και για να γίνει όλη αυτή η διαδικασία στην πράξη απαιτείται η συνειδητοποίηση των βαθύτερων θεσμών της κοινωνίας, που δεν αποτυπώνονται κατ’ ανάγκη σε νόμους, αλλά λειτουργούν όπως οι όροι κοινωνικό κεφάλαιο, εθελοντισμός, κοινωνικά δίκτυα, οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, κοινωνικός ακτιβισμός, δια βίου μάθηση, Συμμετοχική Δημοκρατία. Ακριβώς αυτές οι έννοιες είναι τελικά που συντελούν στη θέσμιση της Κοινωνικής Οικονομίας.

Πρέπει να γίνει κατανοητό πως η κοινωνική οικονομία είναι η αλληλέγγυα οικονομία που αφορά σε μη χρηματικές ανταλλαγές, ή σε επιχειρήσεις κοινωφελούς σκοπού σε όλους τους τομείς, όπως: ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία, οικοτεχνία και βιοτεχνία στη μεταποίηση, συνεταιριστικές υπηρεσίες υγείας και υπηρεσίες εκπαίδευσης μέσω μη κερδοσκοπικών φορέων. Η ειδοποιός διαφορά από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν έχουν αποκλειστικό σκοπό το κέρδος αλλά την κοινωνική ωφέλεια και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Δηλαδή, μπορούν να περιορίζονται στο κοινωνικό κέρδος της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

Είναι γνωστό ότι οι ιδιώτες που λειτουργούν στο πλαίσιο της αγοράς ως επαγγελματίες ή επιχειρηματίες συστήνουν οι ίδιοι παράλληλα, κοινωνικούς, προμηθευτικούς, καταναλωτικούς και οικιστικούς συνεταιρισμούς, για να διασφαλίσουν καλύτερα εισοδήματα, αγαθά και υπηρεσίες έχοντας διπλή οικονομική ιδιότητα, που κάνει ολοένα και πιο αποδεκτή την ιδέα της κοινωνικής οικονομίας σε ευρύτερα στρώματα πληθυσμού.

Το βασικό εργαλείο πραγμάτωσης των σκοπών της κοινωνικής οικονομίας είναι οι κοινωνικές επιχειρήσεις και-δευτερευόντως-οι πράξεις της φιλανθρωπίας.

Καταρχήν, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιος είναι ο σκοπός, ποιοι οι συντελεστές, ποιες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων εξυπηρετούν αυτό το σκοπό και ποιοι μπορεί να είναι οι συμπράττοντες, για να προσδιορίσουμε έτσι το χώρο δράσης που εξελίσσεται η κοινωνική οικονομία, το αντικείμενο και το υποκείμενο δραστηριότητας και τελικά τι είναι και τι δεν είναι κοινωνική οικονομία.

Συμπράττοντες εταίροι μπορεί να είναι όλοι. Το κράτος, οι δήμοι, οι επιχειρήσεις, τα επιμελητήρια και οι συνδικαλιστές, Κι ακόμη, ξεκάθαροι φορείς κοινωνικής επιχειρηματικότητας όπως είναι οι συνεταιρισμοί και ιδρύματα που παράγουν έργο κοινωνικών υπηρεσιών όπως π.χ. νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, πολιτιστικές υπηρεσίες κ.λπ.

Η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί ένα βασικό παράγοντα στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, κι επειδή οι δήμοι δεν μπορούν να είναι από μόνοι τους επιχειρηματίες, μπορούν να συνεργάζονται με τους συνεταιρισμούς και να συμπράττουν. Αυτό είναι μια συνήθης πρακτική σε όλο τον κόσμο, όπου αναπτύσσονται δράσεις κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικών επιχειρήσεων, προσφέροντας ουσιαστικές λύσεις στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας, καθιστώντας τους πιο αποτελεσματικούς συγκριτικά με άλλους δήμους που δε συμπράττουν στις κοινωνικές επιχειρήσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση βασικό ρόλο έχουν οι «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις» με εταίρους τις οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, επιμελητήρια, συνεταιρισμοί, τοπικές επαγγελματικές ενώσεις και σωματεία.

Οι συντελεστές ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας είναι ενδεικτικά οι εξής:

Αυτό δηλοί ότι η πρακτική της κοινωνικής οικονομίας βασίζεται στη συμμετοχικότητα της κοινότητας, στην ελεύθερη βούλησή της, στην ανοιχτή διαβούλευση στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης για τη μείωση του κόστους των συναλλαγών, την αλληλέγγυα φροντίδα για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών προς όφελος των πολλών και όχι των κερδοσκόπων.

Έχοντας υπόψη τις συλλογικότητες που εκφράζουν οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, θα διαπιστώσουμε ότι μπορούν να ληφθούν σημαντικές πρωτοβουλίες για ανθρωπιστική βοήθεια, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, τοπικού αλλά και εθνικού χαρακτήρα και με αυτό τον τρόπο να ενεργοποιηθεί το τοπικό κοινωνικό κεφάλαιο, το οποίο τελικά συντελεί καταλυτικά στην ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και αυτό είναι κάτι μετρήσιμο σήμερα ως πραγματιστικό φαινόμενο.

Το κοινωνικό κεφάλαιο, που συγκροτείται στην αλληλέγγυα συνεργασία, είναι η βάση όπου γίνονται εφικτές οι επενδύσεις σε τοπικό επίπεδο και σε περιφερειακό επίπεδο, μεταφέροντας πόρους από τα θεσμικά δίκτυα αλληλεγγύης προς τομείς της πραγματικής οικονομίας που είναι μεν αναγκαίοι τομείς, αλλά στους οποίους δεν επενδύουν οι αγορές λόγω χαμηλής κερδοφορίας. Το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να ορισθεί ως συσσώρευση συλλογικής γνώσης, οργανωτικής κουλτούρας, αλληλεγγύης, κοινής εμπιστοσύνης και δημιουργικής θεσμικής λειτουργίας και αναπτύσσει κοινωνικές δεξιότητες. Τα κοινωνικά δίκτυα και ο εθελοντισμός είναι οι βασικοί συντελεστές για τη συγκρότησή του. Το κοινωνικό κεφάλαιο συμπυκνώνει το συνεργατισμό και το αλληλέγγυο πνεύμα. Ακόμα, συμπληρώνει και υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό, το οικονομικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για τις επενδύσεις δημιουργώντας εμπιστοσύνη στις συναλλαγές και μείωση του κόστους, καθώς ενισχύει και πιστοληπτική ικανότητα.

Το κοινωνικό κεφάλαιο είναι έννοια σύμφυτη με την κοινωνική δομή, διευκολύνει την ατομική δράση και νοηματοδοτεί τις συνεργασίες και τις Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις. Το γεγονός ότι είναι στο προσκήνιο η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, που γεφυρώνει τη δημόσια με την ιδιωτική σφαίρα, τούτο οφείλεται στο ότι γίνεται σαφές πλέον ότι ούτε το κράτος ούτε η αγορά μπορούν να λύσουν, κατ' αποκλειστικότητα, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.

Άλλωστε, ο όρος «κοινωνικό κεφάλαιο» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο ως έννοια αλληλένδετη με την κοινωνία πολιτών, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν, εφόσον περιλαμβάνει τόσο τα τυπικά, όσο και τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα και τις κοινές αξίες. Ο ορισμός του Woolcock (1998) ότι το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει όλες τις αξίες και τα δίκτυα που διευκολύνουν την ομαδική δράση βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την αλληλεπίδραση με την κοινωνία των πολιτών.

Στη διεθνή συζήτηση η σύνδεση των μη κυβερνητικών οργανώσεων με την έννοια της «κοινωνίας των πολιτών» γίνεται με αναφορά κυρίως στο παράδειγμα του Τοκβίλ, σύμφωνα με το οποίο η «κοινωνία των πολιτών» είναι ένας χώρος όπου οι οργανωμένοι πολίτες αξιοποιούν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ως θεσμικό αντίβαρο στον κρατικό αυταρχισμό, ως δύναμη εκδημοκρατισμού «από τα κάτω», ως «σχολείο δημοκρατίας», ως μέθοδο παραγωγής «κοινωνικού κεφαλαίου» και ακόμη ως όχημα για κοινωνικές δράσεις που συμβάλλουν στο «κοινό καλό».

Οι θεσμοί αλληλεγγύης

Θεμελιώδη αξία αποτελεί το κοινωνικό κεφάλαιο που διαμορφώνεται συνεργατικά από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τα κοινωνικά δίκτυα και τους θεσμούς αλληλεγγύης. Είναι αποφασιστική η συμβολή του στην κοινωνική, πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα, και αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας ενώ διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μορφές κεφαλαίου, γιατί κάποιος μπορεί να επενδύσει σε αυτό προκειμένου να αποκομίσει οφέλη αργότερα στον τομέα της απασχόλησης.

Το χαρακτηριστικό πλεονέκτημα του κοινωνικού κεφαλαίου έχει σχέση με το ότι ανήκει σε πολλούς, δεν είναι περιουσία μιας οργάνωσης, μιας επιχείρησης, της αγοράς ή του κράτους, παρόλο που όλοι μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία του. Είναι μια διαδικασία «εκ των κάτω» και αφορά πολίτες, ίδιας ή διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας, που συνδέονται κοινωνικά και δημιουργούν δίκτυα και ενώσεις.

Το κοινωνικό κεφάλαιο, σύμφωνα με τον ορισμό της «Παγκόσμιας Τράπεζας», είναι η συνεκτική «κόλλα» που κρατά δεμένες τις κοινωνίες. Είναι ζήτημα κοινωνικοποίησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο, αλλά και ικανότητα για καινοτόμες πολιτικές επενδύσεων που πηγαίνουν την κοινωνία μπροστά, περιλαμβάνοντας όλο το πλέγμα σχέσεων, θεσμών και κανόνων που διαμορφώνουν την ποιότητα των κοινωνικών αλληλοσυσχετίσεων και ωφελειών και έχει την ίδια βαρύτητα με το οικονομικό, το φυσικό ή το ανθρώπινο κεφάλαιο, σε ένα κόσμο με ορθολογική οικονομική θεώρηση.

Εδώ πρέπει να εξαρθεί  το εγχείρημα της «Αναπτυξιακής Κοινωνικής Σύμπραξης Δυτικής Ελλάδας – Α.ΚΟΙ.Σ.Δ.Α.», η οποία είναι συνδεδεμένη με το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών και ιδιαίτερα με το Παρατηρητήριο Δυτικής Ελλάδας, που έχει αναπτύξει ένα συγκεκριμένο μοντέλο social media και το οποίο εξυπηρετεί την επικοινωνιακή προβολή και του συγκεκριμένου έργου.

Έτσι δημιουργείται μια δεξαμενή σκέψης και δράσης στη βάση της οριζόντιας συλλογικής δημιουργίας και ανταλλαγής ύλης που εξασφαλίζει το πρόγραμμα. Αυτό το συγκεκριμένο μοντέλο μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως μια καλή πρακτική για τη βελτίωση της πρόσβασης των πολιτών στην κοινωνία της γνώσης και την ενίσχυση των Κοινωνικών Αναπτυξιακών Συμπράξεων για τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας σε σχέση με τη φυσική, αγροτική και πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής παρέμβασης.

Ένα άλλο αποκεντρωμένο και συνεργατικό μοντέλο, ένα βιώσιμο μοντέλο σε αντίθεση με τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ που εμμένουν στις παραδοσιακές αντιλήψεις της οικονομικής μεγέθυνσης, λόγω εξάρτησης από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες, έχουν να υποδείξουν και να εφαρμόσουν οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών ως ενότητα και  φορείς  συνεργασίας με την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Ένα απλό παράδειγμα στους τομείς εφαρμογής είναι η σημασία της Κοινωνικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας, όπως αναγνωρίζεται από την ΕΕ. Τονίζεται η σημασία πρωτοβουλιών στον τομέα μεταποίησης - τυποποίησης τοπικών προϊόντων, αγροτουρισμού – οικοτουρισμού, κοινωνικής μέριμνας - υγείας, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πράσινης ανάπτυξης και χειροτεχνίας για την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

Είναι φανερό ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να καλύψει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις λειτουργικές ανάγκες της με κοινωνικούς συνεταιρισμούς, αλλά και να συμβάλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας με την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

Έτσι, προτείνεται ο σχεδιασμός ενός πανελλήνιου και ενός περιφερειακού μηχανισμού υποστήριξης της επιχειρηματικότητας των Κοινωνικών Συνεταιρισμών στη Δυτική Ελλάδα και τι μπορεί να γίνει, ώστε ο σχεδιασμός αυτός να κινητοποιήσει τους φορείς και συντελεστές της κοινωνικής οικονομίας. Η προσέγγιση αυτή λαμβάνει υπόψη το σχεδιασμό και τον προσανατολισμό του επιχειρησιακού προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού» του Υπουργείου Εργασίας, που χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο   (ΕΚT).

Στη χώρα μας, όπου ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι φιλικός στις συμμετοχικές διαδικασίες, ο σχεδιασμός αυτός μπορεί να προχωρήσει ανεξάρτητα από τις προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης, εάν η Τοπική Αυτοδιοίκηση σε όλη τη χώρα τον θέσει σε προτεραιότητα μέσα από τα προτεινόμενα Σύμφωνα Συνεργασίας και την Πανελλήνια Ένωση των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών για την κοινωνική οικονομία.

Ο στόχος προς αυτή τη κατεύθυνση είναι η συγκρότηση περιφερειακών και τοπικών «Κοινωνικών Αναπτυξιακών Συμπράξεων».

Τα οφέλη που θα προκύψουν από την υλοποίηση και λειτουργία αυτού του σχεδιασμού, είναι πολυδιάστατα. Συνοπτικά:

Δημιουργούνται νέες κοινωνικές επιχειρήσεις στον τομέα του βιοτουρισμού, αξιοποιώντας ανενεργούς υλικούς πόρους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κρατικών οργανισμών και ιδρυμάτων.

Υπάρχουν οφέλη από την κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων, μέσα από τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς, για την αντιμετώπιση της ανεργίας, όπως επίσης, από τη συμμετοχή και αξιοποίηση των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών στην ανάπτυξη της παραγωγικής διαδικασίας της πραγματικής οικονομίας.

Επιπλέον γίνεται αποτελεσματική σύνθεση των διαθέσιμων πόρων για τη συγκρότηση πρόσθετου κοινωνικού κεφαλαίου και προστιθέμενης αξίας για να διευκολυνθεί τελικά και η άντληση επενδυτικού κεφαλαίου στην ανάπτυξη των κοινωνικών επιχειρήσεων.

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση από αυτή τη διαδικασία επωφελείται σε πολλαπλά επίπεδα.

  1. Μπορεί να συνεχίσει να προσφέρει επαρκείς κοινωνικές υπηρεσίες στους δημότες με λιγότερο οικονομικό κόστος κι αυτό εξαιτίας του ότι μπορεί να μειώσει το διαχειριστικό κόστος. Γιατί, αυτό που συμβαίνει στην Τ.Α. και το ‘χουμε δει πολλές φορές, είναι σε μια παραγωγική εργασία που απασχολούνται 10 άτομα, 3 να δουλεύουν και 7 να διαχειρίζονται αυτή την υπόθεση ως επιβλέποντες, προϊστάμενοι, συμβουλευτική ή επιστημονική υποστήριξη, γραμματεία κ.ο.κ. Αντιθέτως, σε μια ΚοινΣΕπ 5-7 ατόμων, το πολύ 1 ασχολείται με τη διαχείριση και οι υπόλοιποι δουλεύουν παραγωγικά και δε θα πληρωθούν εάν δεν τελειώσουν τη δουλειά σε συγκεκριμένο χρόνο κι αυτό τελικά αποβαίνει προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας.
  2. Μπορεί ν’ αξιοποιήσει μ’ αυτό τον τρόπο ανενεργούς πόρους, δημόσια αγροκτήματα, κτίρια, εγκαταστάσεις, δημοτικές εκτάσεις, π.χ. με ήπιες μορφές ενέργειας, αντλιοστάσια, διαχείριση πρασίνου, διαχείριση αποβλήτων κλπ.
  3. Μπορεί ν’ αντιμετωπίσει την ανεργίας σε τοπικό επίπεδο πρσφέροντας τη δυνατότητα περισσότεροι άνθρωποι και κυρίως νέοι που είναι άνεργοι να μετέχουν στη διαμόρφωση του κοινού προϊόντος της κοινωνίας και ως εκ τούτου να αποκτούν αγοραστική δύναμη και να συμβάλλουν στην ενίσχυση της τοπικής αγοράς. Αυτό το κοινωνικό όφελος σε τελική ανάλυση είναι που μπορεί να ελαφρύνει το βάρος του Δήμου απ’ τις κοινωνικές πιέσεις και την οιωνεί ανεπάρκεια των ανταποδοτικών τελών.

Επίσης, ο δήμος αποκτά μεγαλύτερη διαχειριστική ικανότητα και συγκεκριμένα στη διαχείριση γνώσης και τη διαχείριση πόρων και αυτό συνολικά μπορεί να ανεβάσει την ποιότητα της συλλογικής ευφυΐας και της τοπικής διακυβέρνησης.

Οργανώσεις Κοινωνίας Πολιτών και ΟΤΑ

Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, μαζί με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, θεωρούνται σημαντικοί φορείς και παράγοντες της αναπτυξιακής πολιτικής των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα το οποίο εξειδικεύεται και σε ανάλογα Ευρωπαϊκά Χρηματοδοτικά προγράμματα. Κάτι ανάλογο ισχύει και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τον Καναδά, την Αυστραλία κ.α. Ενώ όμως στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι συνέργειες μεταξύ ΟΤΑ και οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών προωθώντας κατάλληλες πολιτικές συνεργασίας, όπως στην αναπτυξιακή πολιτική, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ένας ενιαίος πολιτικός σχεδιασμός για τον τομέα αυτό, με αποτέλεσμα να υπάρχει ακόμα θεσμικό έλλειμμα. Απόρροια της κατάστασης είναι ότι ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Ταμείο (ΕΚΤ) προβλέπει την χρηματοδότηση προγραμμάτων του μη κερδοσκοπικού τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας, στην χώρα μας είναι άγνωστο εν πολλοίς που καταλήγουν τελικώς τα προβλεπόμενα κονδύλια.

Εκεί όπου οι συνέργειες και οι συνεργασίες μεταξύ των ΟΤΑ και των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών στηρίζονται και λειτουργούν, αποδίδουν και καρπούς. Το άνοιγμα σε τέτοιες συνεργασίες αποτελεί μια νέα καλή πρακτική και μία άλλη για την χώρα αντίληψη του τρόπου υλοποίησης κοινωνικών προγραμμάτων, που αναλαμβάνει να υλοποιήσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Έχουμε πολλά παραδείγματα όπου οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, που συνάπτουν, συμφωνίες με κοινότητες, δήμους και νομαρχίες, ως εταίροι και κυρίως ως φορείς υλοποίησης τοπικών κοινωνικών προγραμμάτων. Ακριβώς επειδή το παρεχόμενο έργο από τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, κατά κανόνα βασίζεται στην ανταπόκριση της ζήτησης πραγματικών κοινωνικών υπηρεσιών, παρεμβάσεων και επίλυσης προβλημάτων κυρίως τοπικού ή περιφερειακού χαρακτήρα, οι Ο.Τ.Α., αρχίζουν σταδιακά να αντιλαμβάνονται τα οφέλη που τους προσφέρει η συνεργασία με τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών.

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, εξάλλου, αποτελεί προνομιακό χώρο εργασίας για τις οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, καθώς έχει χαμηλότερο βαθμό γραφειοκρατίας από ότι η κεντρική εξουσία, καθώς και τη γνώση από πρώτο χέρι των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και προβλημάτων. Διαχειρίζεται την τοπική και  οργανωμένη κοινωνία και παρέχει δυνατότητα άμεσου ελέγχου της αξιοπιστίας των τοπικών οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών.

Οι ΟΤΑ, όσο και οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών έχουν ως καταστατικό τους στόχο το γενικότερο συμφέρον της τοπικής και όχι μόνο κοινωνίας, κι έτσι διασφαλίζεται η ηθική και η νομιμότητα των συνεργασιών. Η συνεργασία τους παράγει προστιθέμενη αξία σε πολλούς τομείς της ανάπτυξης, με κινητήριο δύναμη την εθελοντική προσφορά και τη γενικότερη συμμετοχή των πολιτών στα τοπικά δρώμενα με πολλαπλασιαστικά οφέλη.

Πρόκειται για μια συνεργασία αναγκαία, προκειμένου να δημιουργηθούν και να διατηρηθούν σε μόνιμη βάση πρακτικές σύμπραξης και συμμετοχής της κοινωνίας πολιτών και του εθελοντικού κινήματος στις πολιτικές των ΟΤΑ.

Μέσα από την κινητικότητα, την ενότητα και την οριζόντια οργάνωση με την Τοπική Αυτοδιοίκηση  δημιουργούνται προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της τοπικής οικονομίας, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα η κρίση.

Η  ενίσχυση του τρίτου τομέα της οικονομίας μπορεί να συγκροτήσει ένα νέο κοινωνικό κεφάλαιο με ανθρώπινες οικουμενικές αξίες, δίνοντας λύση μέσα από την κοινωνική οικονομία στην αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Κρίνεται αναγκαίο να συμμετάσχουν όσον το δυνατόν περισσότερες ενεργές οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών στα δίκτυα και τη δημόσια διαβούλευση καθώς οι ενεργοί πολίτες που τις εκπροσωπούν αποτελούν το κοινωνικό κεφάλαιο που μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην ανόρθωση της χώρας.

Είναι ανάγκη να ενισχυθεί η επιχειρησιακή λειτουργία των γραφείων των δήμων για την κοινωνική αλληλεγγύη, το περιβάλλον, τον εθελοντισμό κ.λπ., ώστε να συμβάλουν στην αποτελεσματική τοπική διακυβέρνηση και την ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας και της τοπικής απασχόλησης. Ο συνεργατισμός άλλωστε είναι το κλειδί για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στη νέα εποχή.

Η συγκρότηση κοινωνικού κεφαλαίου – θεσμοί αλληλεγγύης - δίκτυα

Οι θεσμοί της κοινωνικής οικονομίας γεννήθηκαν υπό την πίεση της ανάγκης για συνεργατισμό στην οικονομία από τα κάτω και από τη συνεταιριστική πρακτική, καθώς δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική επιλογή, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Έτσι, έχουμε μια διαρκή εξέλιξη οδηγούμενη από τις ανάγκες της κοινωνίας, οι οποίες εν μέρει ενσωματώνονται στο σύστημα μέσα από μια πραγματιστική διαδικασία, που προσφέρει λύσεις στην ανεργία, καλύπτοντας παράλληλα τα κενά που αφήνει το κράτος πρόνοιας. Εκ των πραγμάτων κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πολιτική εξουσία αναφορικά με την κοινωνική οικονομία δεν προπορεύεται αλλά ακολουθεί τις πρωτοβουλίες της κοινωνίας και τις θεσμοθετεί.

Ουσιαστικά πρόκειται για μια αυθόρμητη κοινωνική διαδικασία που αναπτύσσεται οριζόντια και λιγότερο μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας. Έτσι, εδώ, δεν εξετάζουμε την πολιτική βούληση μόνο των κυβερνήσεων, αλλά τη συνειδητοποίηση που αναπτύσσεται από τα κάτω στην κοινωνία και αναδεικνύει τάσεις και θεσμούς.

Η συνείδηση στην ολότητα ενός προγράμματος κοινωνικής οικονομίας έρχεται εκ των υστέρων εμπειρικά, από τη συμμετοχή ακτιβιστών σε πλήθος από καλές πρακτικές απ’ όλο τον κόσμο. Οργανωτικά, αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί μόνο η βιωματική εμπειρία δημιουργεί προϋποθέσεις εφαρμογών βιωσιμότητας στην κοινωνική οικονομία.

Ο κοινωνικός ακτιβισμός των κοινωνικών κινημάτων, που κινεί σε μεγάλο βαθμό και τους ιμάντες της κοινωνικής οικονομίας, δεν συνιστά ενιαίο πολιτικό πρόγραμμα, ούτε ένα ενιαίο πολιτικό θεσμό, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προπομπός των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στην οικονομία.

Αποσπασματικές είναι οι όποιες κυβερνητικές πρωτοβουλίες που λαμβάνονται μέχρι σήμερα, ακόμη και εκείνες από τις διακρατικές οντότητες, όπως η ΕΕ, που αναγνωρίζουν μεν την υψηλή σημασία της κοινωνικής οικονομίας, διστάζουν όμως να περιορίσουν την οικονομική εξουσία των κρατών, που δυσφορούν όταν πρόκειται να αυτοπεριοριστούν υπέρ των αξιώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.

Τούτο έγκειται στο γεγονός ότι οι θεσμοί της κοινωνικής οικονομίας αμφισβητούν με την πρακτική τους εφαρμογή την έλλειψη ορθολογισμού στη διαχείριση υλικών και ανθρώπινων πόρων από τα κράτη και τις χρηματαγορές. Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι θεσμοί της κοινωνικής οικονομίας δεν βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την πολιτική εξουσία, προβάλλοντας μια άλλη εξουσία όπως κάνουν τα κόμματα. Ωστόσο, παρατηρείται ότι φοβίζουν τον ανορθολογισμό του συστήματος και την ψευδοεπιστημονική του υπόσταση, την απόλυτη πίστη στις αγορές, τον εκχρηματισμό των πάντων στις ανθρώπινες σχέσεις, στα αγαθά και τις υπηρεσίες.

Η κρατούσα πολιτική συντηρεί τις αυταπάτες της αυτορρύθμισης των αγορών, επικαλούμενη την ψευδοεπιστήμη της οικονομίας. Παράλληλα αποφεύγει να υιοθετήσει την «επιστήμη κατά της φτώχειας» με βάση την οργανωτική τεχνολογία της κοινωνικής οικονομίας, που κατά τεκμήριο εξασφαλίζει πόρους για το σύνολο της κοινωνίας.

Δεν τίθεται θέμα υποβάθμισης της τεράστιας σημασίας του εκχρηματισμού της οικονομίας στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως συμβαίνει τα τελευταία τρείς χιλιάδες χρόνια. Ούτε θέμα εκμηδένισης της προόδου που οφείλεται σ’ αυτή τη διαδικασία σε μια από τις σημαντικότερες επινοήσεις του ανθρώπου όπως είναι το νόμισμα.

Απλώς, πρέπει να επισημάνουμε την υπερβολή, την αλαζονεία, την ύβρη κατά της ανθρωπότητας που κρύβεται πίσω από το μετασχηματισμό της ανταλλακτικής αξίας, που είναι το χρήμα, σε προϊόν με απόλυτη αξία και εξουσία. Μια στρέβλωση αξιών που δημιουργεί αχαλίνωτη κερδοσκοπία και καταδικάζει στην απόλυτη φτώχεια μεγάλα τμήματα πληθυσμού, ενώ στις κρίσεις χάνονται οι κόποι μιας ζωής. Είναι γνωστό άλλωστε ότι το χρήμα από μόνο του «γεννά» χρήμα μέσα στις τράπεζες, μέσα από τις κεφαλαιαγορές, τα χρηματιστήρια και όπως συμβαίνει πολλές φορές, εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Αυτή είναι η διαπίστωση και από την πρόσφατη οικονομική κρίση.

 

Στην απολυταρχία του χρήματος υπάρχει αντίδοτο κι αυτό δεν είναι άλλο από τους θεσμούς της κοινωνικής οικονομίας, που αφενός μπορούν να αναχαιτίσουν την ανεργία και τη φτώχεια και αφετέρου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα αγαθά της ζωής με λιγότερα χρήματα, ελαχιστοποιώντας το κόστος των συναλλαγών. Όλη αυτή η διαδικασία στην πράξη, μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί ακριβώς με τη συνειδητοποίηση από τους πολίτες των βαθύτερων θεσμών της κοινωνίας, που δεν αποτυπώνονται κατ’ ανάγκη σε νόμους, αλλά λειτουργούν όπως οι όροι «κοινωνικό κεφάλαιο», «εθελοντισμός», «κοινωνικά δίκτυα», «οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών», «κοινωνικός ακτιβισμός», «δια βίου μάθηση», «Συμμετοχική Δημοκρατία». Αυτές οι έννοιες είναι τελικά που συντελούν στη θέσμιση της Κοινωνικής Οικονομίας.

Κοινωνικό κεφάλαιο

 

Το Κοινωνικό Κεφάλαιο μπορεί να ορισθεί ως συσσώρευση συλλογικής γνώσης, οργανωτικής κουλτούρας, αλληλεγγύης, κοινής εμπιστοσύνης και δημιουργικής θεσμικής λειτουργίας. Τα κοινωνικά δίκτυα και ο εθελοντισμός είναι οι βασικοί συντελεστές για τη συγκρότησή του.

Το κοινωνικό κεφάλαιο συμπυκνώνει το συνεργατισμό και το αλληλέγγυο πνεύμα. Ακόμα, συμπληρώνει και υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό, το οικονομικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για τις επενδύσεις δημιουργώντας εμπιστοσύνη στις συναλλαγές και μείωση του κόστους, καθώς ενισχύει την πιστοληπτική ικανότητα.

Σύμφωνα με αντίστοιχες μελέτες, το κοινωνικό κεφάλαιο είναι έννοια σύμφυτη με την κοινωνική δομή, διευκολύνει την ατομική και συλλογική δράση και νοηματοδοτεί τις συνεργασίες και τις Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις.

Η σταδιακή επίγνωση ότι ούτε το κράτος ούτε η αγορά μπορούν να λύσουν, κατ' αποκλειστικότητα, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, έχει φέρει στο προσκήνιο την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, που γεφυρώνει τη δημόσια με την ιδιωτική σφαίρα.

Ο όρος «κοινωνικό κεφάλαιο» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο ως έννοια αλληλένδετη με την κοινωνία πολιτών, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν, εφόσον περιλαμβάνει τόσο τα τυπικά, όσο και τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα και τις κοινές αξίες. Ο ορισμός του Woolcock (1998) ότι το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει όλες τις αξίες και τα δίκτυα που διευκολύνουν την ομαδική δράση, βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την αλληλεπίδραση με την κοινωνία των πολιτών. Στη διεθνή συζήτηση η σύνδεση των μη κυβερνητικών οργανώσεων με την έννοια της «κοινωνίας των πολιτών» γίνεται με αναφορά κυρίως στο Τοκβιλιανό παράδειγμα. Σύμφωνα με αυτό η «κοινωνία των πολιτών» είναι ένας χώρος όπου οι οργανωμένοι πολίτες αξιοποιούν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ως θεσμικό αντίβαρο στον κρατικό αυταρχισμό, ως δύναμη εκδημοκρατισμού «από τα κάτω», ως «σχολείο δημοκρατίας», ως μέθοδο παραγωγής «κοινωνικού κεφαλαίου» και ακόμη ως όχημα για κοινωνικές δράσεις που συμβάλλουν στο «κοινό καλό».

Οι θεσμοί αλληλεγγύης

Η διαρκής αναβάθμιση των θεσμών αλληλεγγύης, που έχουν μακρά ιστορία προέλευσης στο ανθρωπιστικό κίνημα, σε συνάρτηση με την προσφορά υπηρεσιών από την πλευρά των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών τις τελευταίες δεκαετίες αποκρυσταλλώνεται σε θεσμούς και επιχειρήσεις αναπαραγωγής της αλληλέγγυας οικονομίας. Οι θεσμοί αλληλεγγύης είναι εκείνοι που αναπτύσσουν το «κοινωνικό κεφάλαιο» που δεν είναι άλλο από τον συνεργατισμό και τον εθελοντισμό. Θεσμοί δηλαδή που ενώ δεν αποσκοπούν στο κέρδος, συμβάλλουν στο κοινωνικό εισόδημα και αποφέρουν κοινωνικό όφελος και απασχόληση, ενσωματώνοντας παράλληλα την κοινωνική εταιρική ευθύνη.

Το Κοινωνικό Κεφάλαιο αποτελεί θεμελιώδη αξία, η οποία διαμορφώνεται συνεργατικά από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τα κοινωνικά δίκτυα και τους θεσμούς αλληλεγγύης. Συμβάλλει αποφασιστικά στην κοινωνική, την πράσινη και την πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας ενώ διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μορφές κεφαλαίου, γιατί κάποιος μπορεί να επενδύσει σε αυτό, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη αργότερα στον τομέα της απασχόλησης του.

Το Κοινωνικό Κεφάλαιο έχει το χαρακτηριστικό ότι ανήκει σε πολλούς, δεν είναι περιουσία μιας οργάνωσης, μιας επιχείρησης, της αγοράς ή του κράτους, παρόλο που όλοι μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία του. Είναι μια διαδικασία «εκ των κάτω» και αφορά πολίτες, ίδιας ή διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας, που συνδέονται κοινωνικά και δημιουργούν δίκτυα και ενώσεις. Σύμφωνα με τον ορισμό της «Παγκόσμιας Τράπεζας», το κοινωνικό κεφάλαιο είναι η συνεκτική «κόλλα» που κρατά δεμένες τις κοινωνίες. Είναι ζήτημα κοινωνικοποίησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο, αλλά και ικανότητας για καινοτόμες πολιτικές επενδύσεων που πηγαίνουν την κοινωνία μπροστά, περιλαμβάνοντας όλο το πλέγμα σχέσεων, θεσμών και κανόνων που διαμορφώνουν την ποιότητα των κοινωνικών αλληλοσυσχετίσεων και ωφελειών. Σημειωτέον οτι έχει την ίδια βαρύτητα με το οικονομικό, το φυσικό ή το ανθρώπινο κεφάλαιο, σε ένα κόσμο με ορθολογική οικονομική θεώρηση.

Επίσης, το κοινωνικό κεφάλαιο ενώ ανήκει στην μικροοικονομία, επηρεάζει ακόμη και μακροοικονομικούς συντελεστές. Επομένως το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να μετρηθεί, και παράλληλα μπορούν να υπολογιστούν τα οφέλη τα οποία προκύπτουν από αυτό για τις τοπικές κοινωνίες.

Παράλληλα, το κοινωνικό κεφάλαιο απαρτίζεται από επικαλυπτόμενα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία διαθέτουν κοινές αξίες, εμπιστοσύνη και κοινά κριτήρια αποφάσεων που διευκολύνουν περεταίρω το συνεργατισμό στη πράξη.

Κοινωνική εμπιστοσύνη

Σε δίκτυα με υψηλό επίπεδο κοινωνικού κεφαλαίου επικρατεί η αρχή της αμοιβαιότητας και της αλληλεγγύης που συμβάλλει στην ατομική ευημερία, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στην πληροφορία ή άλλους πόρους, οι οποίοι αυξάνουν τις ευκαιρίες ατομικής ολοκλήρωσης.

Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν τρεις βασικές παράμετροι οι οποίες μεγιστοποιούν το κοινωνικό κεφαλαίο:

Το κοινωνικό κεφάλαιο διαθέτει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις άλλες μορφές κεφαλαίου, εντούτοις όμως είναι ριζικά διαφορετικό, κατά την άποψη ότι η δημιουργία του προϋποθέτει αλληλοεπίδραση μεταξύ μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων. Η σχετική βιβλιογραφία έχει καταδείξει ότι πρόκειται για μια περίπλοκη διαδικασία που επηρεάζεται από ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, καθώς και από το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Με λίγα λόγια το κοινωνικό κεφάλαιο αυξάνει, όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται σε εθελοντικές οργανώσεις και όταν επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτό επιτυγχάνεται με:

Εθελοντική συμμετοχή: Συμμετοχή σε δίκτυα, ατόμων ή ομάδων, στη βάση της ισότητας των μελών. Το κοινωνικό κεφάλαιο αφορά οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των μελών της κοινότητας και της οικογένειας, αλλά και κάθετες μεταξύ των κοινοτήτων και των διαφόρων θεσμών και φορέων και κυβερνητικών. Έχει άλλωστε αναπτυχθεί και σχετική θεωρία, γνωστή ως «Θεωρία των Δικτύων».

Αμοιβαιότητα: Τα άτομα παρέχουν υπηρεσίες στους άλλους ή ενεργούν προς όφελος άλλων με προσωπικό κόστος, προσδοκώντας, γενικώς και αορίστως, ότι θα υπάρξει ανταπόδοση σε κάποιο απροσδιόριστο χρόνο στο μέλλον, όταν οι ίδιοι θα το χρειάζονται. Δημιουργείται, δηλαδή, ένας συνδυασμός βραχυπρόθεσμου αλτρουισμού και μακροπρόθεσμου συμφέροντος.

Εμπιστοσύνη: Η εμπιστοσύνη επιτρέπει την ανάληψη ρίσκου, όταν υπάρχει η πεποίθηση ότι οι άλλοι θα αντιδράσουν θετικά και υποστηρικτικά ή τουλάχιστον δεν θα υπονομεύσουν την εκάστοτε πρωτοβουλία. Η εμπιστοσύνη είναι εξαιρετικά σημαντική ακόμη και στο επίπεδο του κράτους, όπου όσο μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση υπάρχει, δηλαδή μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, τόσο μεγαλύτερη η πρόοδος της χώρας.

Κανόνες (νόρμες): Συνήθως είναι άγραφοι αλλά κατανοητοί κοινωνικοί κανόνες και αρχές που παρέχουν το πλαίσιο για ανεπίσημο κοινωνικό έλεγχο, χωρίς την προσφυγή σε θεσμικές διαδικασίες επιβολής κυρώσεων. Πολλοί υποστηρίζουν ότι, όπου υπάρχει ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο, εκεί η εγκληματικότητα καθώς και η ανάγκη για αστυνόμευση είναι χαμηλή.

Κοινότητα: Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης, των δικτύων, των κανόνων και της αμοιβαιότητας δημιουργεί μια ισχυρή κοινότητα, ικανή να απομακρύνει τον κίνδυνο οποιουδήποτε επίδοξου οπορτουνιστή, που θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το κοινωνικό κεφάλαιο της κοινότητας, χωρίς ο ίδιος να έχει προσφέρει. Η κοινότητα δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, αλλά αξιοποιείται από όλους. Μόνο όπου υπάρχει ένα ισχυρό ήθος εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας και αποτελεσματικών κοινωνικών κυρώσεων εναντίον των παραβατών και των «εισβολέων», η κοινότητα μπορεί να διατηρηθεί στο διηνεκές προς όφελος όλων.

Ανθρώπινο και Κοινωνικό Κεφάλαιο: Όπως έχουμε ήδη αναλύσει, το ανθρώπινο κεφάλαιο αντιπροσωπεύει πολύτιμους πόρους, όπως είναι η γνώση κι οι δεξιότητες, που εκπορεύονται από την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την εμπειρία. Μερικά είδη ανθρώπινου κεφαλαίου, όπως η ομαδική εργασία και η ικανότητα επικοινωνίας λειτουργούν υποστηρικτικά προς το κοινωνικό κεφάλαιο. Επομένως, επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο συμβάλλουν στην ανάπτυξη και των δύο τύπων κεφαλαίου.

Στην εξέταση του ρόλου του κοινωνικού κεφαλαίου είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη τους τρεις βασικούς τύπους του κοινωνικού κεφαλαίου, όπως προσδιορίζονται από τους ειδικούς:

Η μεγάλη πρόκληση για την έρευνα και τη θεωρία του κοινωνικού κεφαλαίου είναι ο εντοπισμός και η ανάδειξη των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους μπορούν να αξιοποιηθούν οι πραγματικά πολλές θετικές πλευρές του και ταυτόχρονα να περιορισθούν ή να εξαλειφθούν οι αρνητικές, που άλλωστε είναι σημαντικά λιγότερες.

Ο εθελοντισμός ως συντελεστής συγκρότησης του κοινωνικού κεφαλαίου

Το κοινωνικό κεφάλαιο στην εποχή μας έχει ως βασικό συντελεστή τον εθελοντισμό. Αποτελεί κλειδί της εναλλακτικής ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας και της απασχόλησης, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία στην οικονομία.

Δεν έχει ισχύ σήμερα ο πατριωτικός, φιλανθρωπικός και τοπικός εθελοντισμός, με τις μη χρηματικές ανταλλαγές, που κυριαρχούσε στις παλαιότερες γενιές, διόπτι έχουμε περάσει πλέον σε έναν πολυδιάστατο-οικουμενικό, ανθρωπιστικό και οικολογικό εθελοντισμό, με αυτονομία δράσης από την αγορά και κράτος, που ωστόσο λειτουργεί συμπληρωματικά προς αυτούς τους θεσμούς και καλύπτει τα κενά της μικτής και κατά τα άλλα οικονομίας.

Ο εθελοντισμός σήμερα είναι λογική διαδικασία με ανταποδοτικότητα, δημιουργίας πρόσθετων πόρων στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας. Δεν αναγνωρίζεται πλέον μόνο ως πράξη φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης σε εκδηλώσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως κυρίως συνέβαινε σε κοινωνίες του παρελθόντος, αλλά και ως θεσμική δραστηριότητα που παράγει και διαδίδει διαρκή αγαθά στον πολιτισμό, στο περιβάλλον και στην κοινωνική μέριμνα, ως ιδιότητα που αναπτύσσει τους ανθρώπινους πόρους. Πρόκειται επομένως για μια διαδικασία που συνθέτει και εμπλουτίζει το κοινωνικό κεφάλαιο.

Τα Κοινωνικά Δίκτυα

Τα κοινωνικά δίκτυα είναι μια έννοια συναφής προς τον όρο κοινωνικό κεφάλαιο και μπορούν να οριστούν τα πολυδιάστατα συστήματα επικοινωνίας και διαμόρφωσης της ανθρώπινης πρακτικής και της κοινωνικής ταυτότητας. Τα κοινωνικά δίκτυα ορίζονται, άλλωστε, και ως άθροισμα των προσωπικών επαφών, μέσω των οποίων το άτομο διατηρεί την κοινωνική του ταυτότητα, λαμβάνει συναισθηματική υποστήριξη, υλική ενίσχυση και συμμετοχή στις υπηρεσίες, έχει πρόσβαση στις πληροφορίες, δημιουργεί νέες κοινωνικές επαφές, αναπτύσσεται.

Έχει διαπιστωθεί ότι, όσο μεγαλύτερο είναι ένα δίκτυο και όσο συχνότερη η επαφή των μελών του, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η βοήθεια που προσφέρουν, για παράδειγμα στην εξασφάλιση επαγγελματικών ευκαιριών και απασχόλησης στα μέλη τους, όταν το χρειάζονται.

Εξάλλου, τα κοινωνικά δίκτυα μεταφέρουν σημαντικές πληροφορίες τόσο στους εργαζόμενους όσο και στις επιχειρήσεις, αυξάνοντας την παραγωγικότητα. Αυτό σημαίνει ότι το κοινωνικό κεφάλαιο έχει θετική επίδραση στην εξεύρεση εργασίας σε μια περιοχή, εφόσον αλληλεπιδρά με τα κοινωνικά δίκτυα.

Τα κοινωνικά δίκτυα είναι οι νέες μορφές οργάνωσης, που εξασφαλίζουν ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, αλλά και στις παραγωγικές και οικονομικές λειτουργίες της κοινωνίας.

Τα δίκτυα με κοινωνική αποστολή έχουν τις ακόλουθες ιδιότητες:

- Μειώνουν το κόστος συναλλαγών.

Ενώ η διείσδυση του διαδικτύου γίνεται όλο και μεγαλύτερη, τα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα γίνονται κι αυτά με τη σειρά τους, όλο και πιο δημοφιλή, καθώς αποτελούν μια ευρύτατη πλατφόρμα επικοινωνίας. Ήδη τον τελευταίο καιρό, τα κοινωνικά δίκτυα Face book, Twitter κ.ά. αναπτύσσονται ταχύτατα και από ανθρώπους που αναζητούν την κοινωνικοποίηση, ανεβάζοντας διαρκώς τον μέσο όρο ηλικίας των χρηστών. Αντίστοιχα, η κοινωνικοποίηση σε τοπικό επίπεδο έρχεται σε συνδυασμό με πιο παραδοσιακά μέσα, όπως είναι τα καταστήματα της γειτονιάς ή τα στέκια της παρέας. Καθώς, τα κοινωνικά και επικοινωνιακά δίκτυα, προϋπήρξαν των τεχνολογικών δικτύων. Η διαφορά σήμερα είναι ότι τα δίκτυα αυτά μπορεί να είναι ενοποιητικά οριζόντια σε πολύ μεγάλη κλίμακα και με ταχύτητα επικοινωνίας.

Είναι φανερό πλέον ότι τα κοινωνικά δίκτυα με τη μορφή που τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα αποτελούν μια on-line διαδικτυακή συζήτηση, η οποία τρέφει τη σχέση, τη συμμετοχή και τη δικτύωση μεταξύ ατόμων. Συνδέουν ομάδες ατόμων όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και γεωγραφικά. Χάρη σ’ αυτά, είναι εύκολο να μοιράσει κανείς τις ιδέες του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του με τον κόσμο γενικότερα ή με μια οικεία ομάδα ατόμων. Μπορεί να βρει φίλους ή να αναπτύξει επιχειρηματικές επαφές και να γίνει μέλος μιας κοινότητας.

Τα κοινωνικά δίκτυα, συνεπώς, δίνουν στα άτομα κάτι που τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης δεν μπορούσαν ποτέ να δώσουν, την ευκαιρία της δημιουργίας σχέσης και δικτύωσης με τους άλλους. Σήμερα, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν καταστεί σημαντικά για την επικοινωνία και δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να αγνοηθούν, αφού αποτελούν αναπόσπαστο πλέον κομμάτι της καθημερινότητας σχεδόν όλων των οργανώσεων. Μεγάλες και μικρές οργανώσεις πειραματίζονται καθημερινά με τα κοινωνικά δίκτυα αποσκοπώντας στην άντληση ή τη διάχυση ενημέρωσης, την προσέλκυση μελών κ.λπ.

Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι υπήρχαν πάντοτε δίκτυα εξουσίας, είτε δίκτυα διεκδίκησης της εξουσίας, εθνικά δίκτυα, φυλετικά δίκτυα, εμπορικά, ακόμη και απελευθερωτικά ή θρησκευτικά δίκτυα. Αλλά εδώ δεν αναφερόμαστε στα παραδοσιακά δίκτυα, τα οποία είχαν και μια άλλη μορφή οργάνωσης: ιεραρχική, εξουσιαστική και διεκδικητική είτε για την κρατική εξουσία είτε κατά του κράτους. Δεν εξετάζουμε, δηλαδή, τα δίκτυα που κατέχουν και διεκδικούν άμεσα εξουσία και συγκροτούν ταξικά ή εθνικά συμφέροντα, αλλά τα δίκτυα κοινωνικής ευαισθησίας, με κίνητρο τον εθελοντισμό, το περιβάλλον και την κοινωνική αλληλεγγύη, που η διάδοσή τους είναι φαινόμενο αρκετά πρόσφατο στην ιστορία. Προσεγγίζουμε τα δίκτυα και την οριζόντια συνεργασία από τη σκοπιά του εθελοντισμού και της σύνθεσης του κοινωνικού κεφαλαίου.

Η κρίση εμπιστοσύνης, ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αναδεικνύει σήμερα με δυναμικό τρόπο τη σημασία των κοινωνικών δικτύων στην αντιμετώπιση αυτής της κοινωνικής ανισορροπίας, ιδιαίτερα μέσω της κοινωνικής οικονομίας, η οποία δημιουργεί νέες δυνατότητες απασχόλησης. Σαν επακόλουθο, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν μια σειρά από θετικά αποτελέσματα, αφού συμβάλλουν στην κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία και πρόνοια. Κύριο αποτέλεσμα είναι η μείωση κόστους συναλλαγών, είτε μιλάμε για καταναλωτικά δίκτυα είτε για δίκτυα επικοινωνίας είτε ακόμη για δίκτυα διάχυσης της τεχνογνωσίας, αφού παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην, διάδοση της πληροφορίας και ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας μεταξύ κράτους και αγοράς, συνδυάζοντας τον εθελοντισμό με τη μη κερδοσκοπική επιχειρηματική δραστηριότητα.

Kαμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η συμβολή των κοινωνικών δικτύων είναι καθοριστική, σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα ονομάζουμε κοινωνικό δίκτυο εκείνο που παλιά ονομάζαμε απλά «γνωριμίες». Αν λοιπόν σε κάποιους από τους παλαιότερους ακούγεται ξένος ή εξωτικός ο όρος «κοινωνικό δίκτυο» ας αναλογιστούν ότι πάντα την καλύτερη δουλειά, την καλύτερη καριέρα, την καλύτερη αμοιβή, τον καλύτερο γάμο, την καλύτερη κοινωνική ανέλιξη την απολάμβαναν εκείνοι που είχαν τις καλύτερες «γνωριμίες».

Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ κάποτε οι «γνωριμίες» ήταν κλειστό προνόμιο συγκεκριμένης κοινωνικής και οικονομικής κάστας, σήμερα η συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα είναι ανοικτή σε όλους κι εξαρτάται μάλλον από τις προσωπικές δυνατότητες του καθενός, παρά από το κληρονομικό δικαίωμα.

Η συγκρότηση και ο συντονισμός των περιφερειακών και θεματικών δικτύων είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση για την ενδυνάμωση της παρεμβατικότητας της κοινωνίας των πολιτών απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που αδυνατεί να εγγυηθεί και να προάγει τις αξίες ζωής και το οικολογικό μέλλον της χώρας.

Η μεγάλη σημασία της οριζόντιας επικοινωνίας, συνεργασίας και δικτύωσης των χιλιάδων εθελοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα είναι ένα ζήτημα που μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει ν’ αναδεικνύεται στο δημόσιο διάλογο.     

  

Μορφές κοινωνικών δικτύων

Καθώς η διείσδυση του διαδικτύου γίνεται όλο και μεγαλύτερη, τα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα γίνονται κι αυτά με τη σειρά τους, όλο και πιο δημοφιλή, καθώς αποτελούν μια ευρύτατη πλατφόρμα επικοινωνίας. Ήδη τον τελευταίο καιρό, τα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα (Facebook, Twitter κ.ά.) αναπτύσσονται ταχέως και όχι μόνο από ανθρώπους που αναζητούν την κοινωνικοποίηση, αλλά από όλους, ανεβάζοντας διαρκώς τον μέσο όρο ηλικίας των χρηστών. Αντίστοιχα, η κοινωνικοποίηση σε τοπικό επίπεδο έρχεται σε συνδυασμό με πιο παραδοσιακά μέσα, όπως είναι τα καταστήματα της γειτονιάς ή τα στέκια της παρέας. Καθώς, τα κοινωνικά και επικοινωνιακά δίκτυα, προϋπήρξαν των τεχνολογικών δικτύων. Η διαφορά σήμερα είναι ότι τα δίκτυα αυτά μπορεί να είναι ενοποιητικά οριζόντια σε πολύ μεγάλη κλίμακα ενώ η ταχύτητα διασύνδεσης των μελών τους έχει ελαχιστοποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι η διασύνδεση πλέον έχει απαγκιστρωθεί από τα δεσμά του χωροχρόνου.

Έτσι, τα κοινωνικά δίκτυα με τη μορφή που τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα αποτελούν μορφές online - διαδικτυακών κοινοτήτων, οι οποίες τρέφουν τη σχέση, τη συμμετοχή και τη δικτύωση μεταξύ ατόμων. Συνδέουν ομάδες ατόμων όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και γεωγραφικά. Χάριν σ’ αυτά, είναι εύκολο να μοιράσει κανείς τις ιδέες του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του με τον κόσμο γενικότερα ή με μια οικεία ομάδα ατόμων. Μπορεί να βρει φίλους ή να αναπτύξει επιχειρηματικές επαφές και να γίνει μέλος μιας κοινότητας. Επομένως, τα κοινωνικά δίκτυα δίνουν στα άτομα κάτι που τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης δεν μπορούσαν ποτέ να δώσουν, δηλαδή την ευκαιρία της δημιουργίας σχέσης και δικτύωσης με τους άλλους. Σήμερα, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν καταστεί σημαντικά για την επικοινωνία και δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να αγνοηθούν, αφού αποτελούν αναπόσπαστο πλέον κομμάτι της καθημερινότητας σχεδόν όλων των οργανώσεων. Μεγάλες και μικρές οργανώσεις πειραματίζονται καθημερινά με τα κοινωνικά δίκτυα αποσκοπώντας στην άντληση ή τη διάχυση ενημέρωσης, την προσέλκυση μελών κ.τ.λ. Τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στο έργο μιας οργάνωσης κι έχει αποδειχτεί ότι αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο δουλειάς.

Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι υπήρχαν πάντοτε δίκτυα εξουσίας, είτε δίκτυα διεκδίκησης της εξουσίας, εθνικά δίκτυα, φυλετικά δίκτυα, εμπορικά, ακόμη και απελευθερωτικά ή θρησκευτικά δίκτυα.

Εδώ, όμως, δεν αναφερόμαστε στα παραδοσιακά δίκτυα, τα οποία είχαν και μια άλλη μορφή οργάνωσης: ιεραρχική, εξουσιαστική και διεκδικητική είτε για την κρατική εξουσία, είτε κατά του κράτους. Δεν εξετάζουμε, δηλαδή, τα δίκτυα που κατέχουν και διεκδικούν άμεσα εξουσία και συγκροτούν ταξικά ή εθνικά συμφέροντα, αλλά τα δίκτυα κοινωνικής ευαισθησίας, με κίνητρο τον εθελοντισμό, το περιβάλλον και την κοινωνική αλληλεγγύη, που η διάδοσή τους είναι φαινόμενο αρκετά πρόσφατο στην ιστορία. Ένα φαινόμενο που συνδιαμορφώνεται από την απελευθέρωση ανθρώπινης ενέργειας, που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες διαδραστικής επικοινωνίας, όπως είναι το διαδίκτυο και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Προσεγγίζουμε, λοιπόν, τα δίκτυα και την οριζόντια συνεργασία από τη σκοπιά του εθελοντισμού και της σύνθεσης του κοινωνικού κεφαλαίου.

Η κρίση εμπιστοσύνης, ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αναδεικνύει σήμερα με δυναμικό τρόπο τη σημασία των κοινωνικών δικτύων στην αντιμετώπιση αυτής της κοινωνικής ανισορροπίας, ιδιαίτερα μέσω της κοινωνικής οικονομίας, η οποία δημιουργεί νέες δυνατότητες απασχόλησης. Σαν επακόλουθο, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν μια σειρά από θετικά αποτελέσματα, αφού συμβάλλουν στην κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία και πρόνοια. Κύριο αποτέλεσμα είναι η μείωση κόστους συναλλαγών, είτε μιλάμε για καταναλωτικά δίκτυα, είτε για δίκτυα επικοινωνίας, είτε ακόμη για δίκτυα διάχυσης της τεχνογνωσίας, αφού παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της πληροφορίας και την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας μεταξύ κράτους και αγοράς, συνδυάζοντας τον εθελοντισμό με τη μη κερδοσκοπική επιχειρηματική δραστηριότητα.

Ίσως ο όρος «κοινωνικό δίκτυο» σε κάποιους από τους παλαιότερους ν’ ακούγεται ξένος ή εξωτικός.

Ας αναλογιστούμε ότι πάντα την καλύτερη δουλειά, την καλύτερη καριέρα, την καλύτερη αμοιβή, τον καλύτερο γάμο, την καλύτερη κοινωνική ανέλιξη την απολάμβαναν εκείνοι που είχαν τις καλύτερες «γνωριμίες». Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι, ενώ κάποτε οι «γνωριμίες» ήταν κλειστό προνόμιο συγκεκριμένης κοινωνικής και οικονομικής κάστας, σήμερα η συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα είναι ανοικτή σε όλους κι εξαρτάται μάλλον από τις προσωπικές δυνατότητες του καθενός, παρά από το κληρονομικό δικαίωμα.

Η συγκρότηση και ο συντονισμός των περιφερειακών και θεματικών δικτύων είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση για την ενδυνάμωση της παρεμβατικότητας της κοινωνίας των πολιτών απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα, που αδυνατεί να εγγυηθεί και να προάγει τις αξίες ζωής και το οικολογικό μέλλον της χώρας.