Εθελοντισμός & Τοπική Αυτοδιοίκηση

 

 

Διατυπωμένες θέσεις για την κοινωνική οικονομία, την οικολογία, τον πολιτισμό και την αυτοοργάνωση των πολιτών.

Δομές στήριξης και συμβουλευτικής των εθελοντικών οργανώσεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.

Θεσμοθέτηση πόρων και κανόνων αξιολόγησης των εθελοντικών οργανώσεων.

Σ’ ένα χώρο που κυριαρχείται από την κουλτούρα του κρατισμού, της αντιπροσωπευτικής λογικής και την ιδιοτέλεια των πελατειακών σχέσεων, είναι απαραίτητο να επιχειρηθεί μια προσέγγιση τέτοια που θα διερευνά τη σχέση Εθελοντισμού και Τοπικής Αυτοδιοίκησης και επιπλέον την προώθηση της εθελοντικής κουλτούρας στα πολιτικά κόμματα.

 

Στα κόμματα, στο κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση υπάρχουν μεγάλες αντιστάσεις και ασυμβατότητες, που δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη του εθελοντισμού και της συμμετοχικής δημοκρατίας παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις. Οι ολιγαρχίες των μέσων επικοινωνίας, οι οικονομικές ολιγαρχίες και ο κρατισμός είναι το πλέγμα συγκεντρωτισμού που μπορεί να ξεπεραστεί μόνον με την οριζόντια αναδραστική επικοινωνία.

 

Δεν αρκεί η αναγνώριση της σημασίας του εθελοντισμού και πολύ περισσότερο μια εγκύκλιος για να ενεργοποιηθεί και να δράσει αποτελεσματικά σε σχέση με την τοπική αυτοδιοίκηση. Τα κόμματα και το κράτος αναγκάζονται από την πλευρά τους να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα της ανόδου των ΜΚΟ, καθώς υπάρχει μια αντανακλαστικότητα της δυναμικής του στο πολιτικό σύστημα.

 

Δεν είναι μόνον η αναγνώριση του φαινόμενου αλλά τι θέλουν να κάνουν με τον εθελοντισμό τα κόμματα να ενσωματώσουν και να κεφαλαιοποιήσουν αυτό που ούτως ή άλλως υπάρχει ή να προωθήσουν διαδικασίες ανάπτυξης του εθελοντισμού με πολιτική προστιθέμενη αξία μέσα από την κοινωνική προσφορά και στη συλλογική δημιουργία.

 

ΤΟ ΔΙΛΛΗΜΜΑ

 

Για τα πολιτικά κόμματα που αναφέρονται στον εθελοντισμό τίθεται το ερώτημα: Θέλουν τον εθελοντισμό ως παρακλάδι ή πεμπτουσία της πολιτικής; Εάν πράγματι θέλουν τον εθελοντισμό ως περιεχόμενο και ουσία της πολιτικής τους τότε πρέπει να γίνει μια ολιστική προσέγγιση του ζητήματος και μάλιστα στη σύσταση της κυτταρικής του δομής στην οργάνωση με έμφαση και στους πόρους που διαθέτει ο επικοινωνιακός μηχανισμός τους για αυτή την υπόθεση.

 

Σε ό,τι αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση, πρωταρχικός στόχος είναι η ενίσχυση πρωτοβουλιών στην οικολογία τον πολιτισμό, στους θεσμούς αλληλεγγύης.

Και η συμμετοχική δημοκρατία, για την οποία γίνεται πολύς λόγος, είναι αδιανόητη χωρίς την ενίσχυση του εθελοντισμού,πέρα από τις παραδοσιακές μορφές του. Εάν μιλάμε σοβαρά για συμμετοχική δημοκρατία, δεν μπορούμε να φέρουμε σαν παράδειγμα τον εθελοντισμό των ολυμπιακών αγώνων-μια παροδική υπόθεση κρατικής πατρωνίας- τον προσκοπισμό και τη φιλανθρωπία που από αιώνες τώρα επιδεικνύει η εκκλησία. όσο κι αν αυτές οι παραδοσιακές μορφές έχουν την αξία τους, πρέπει να το πούμε ρητά ότι είναι απολίτικες μορφές εθελοντισμού, κρατισμού και θρησκευτικής πίστης.

 

Μέσα στην κυριαρχία και την ιδεολογική ηγεμονία του κρατισμού και της αγοράς, η υπόθεση του εθελοντισμού δε μπορεί να αναπτυχθεί πέρα από ένα σημείο αυθόρμητα και νομοτελειακά, όπως πιστεύουν και ισχυρίζονται μερικοί «ειδικοί» σε θέματα ΜΚΟ, γιατί η πολιτική τους έκφραση είναι αποδυναμωμένη μέσα από τον κατακερματισμό. Η ενίσχυση του ρόλου του εθελοντισμού έρχεται μέσα από τη συνεργασία αυτού του τεράστιου δυναμικού των Μ.Κ.Ο.

 

Από την άλλη πλευρά πρέπει να επισημάνουμε ότι τις ΜΚΟ διακρίνουμε σε διάφορες βασικές κατηγορίες:

 

 

Όλες αυτές μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες, αλλά δεν είναι σχετικές με τον εθελοντισμό. Υπάρχουν, βέβαια, και οι γεωγραφικές κατηγοριοποιήσεις στις ΜΚΟ και στις εθελοντικές οργανώσεις που κι αυτές οι διαφοροποιήσεις έχουν τη σημασία τους:

 

 

Μας ενδιαφέρει να δοθούν τα μέσα και οι προϋποθέσεις στις μικρές τοπικές εθελοντικές οργανώσεις να δημιουργήσουν μια νέα δυναμική και αυτό μπορεί να γίνει μόνον με πανελλήνια δικτύωση και οριζόντια επικοινωνία των εθελοντικών οργανώσεων. Εδώ μπορεί ν’ αναπτυχθεί και αυθεντικός εθελοντισμός.

Οι ΜΚΟ και οι «θεσμοί αλληλεγγύης» μπορούν να βρουν έδαφος ανάπτυξης και συνεργασίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, γιατί η δράση τους επηρεάζει άμεσα τη θεματολογία με την οποία ασχολείται πολιτικά μια τοπική κοινωνία και επομένως επηρεάζονται έτσι και οι αποφάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, χωρίς η τελευταία ως εξουσία να δύναται να αποτρέψει τη δράση και τη σημασία των κοινωνικών πρωτοβουλιών από τις ΜΚΟ.

 

Όταν σ’ ένα δήμο, υπάρχει οικολογική δράση ή δράση κοινωνικής αλληλεγγύης, τα θέματα αυτά, που απασχολούν την τοπική κοινωνία, θα μπουν κατ’ ανάγκη κάποια στιγμή και στο Δημοτικό Συμβούλιο. Εκ των υστέρων οι ΜΚΟ εμπλουτίζουν το περιεχόμενο της τοπικής αυτοδιοίκησης και δημιουργούν κίνητρα συμμετοχής στον πολίτη.

 

Αυτές οι λογικές διαπιστώσεις στην πράξη θα πρέπει να οδηγήσουν ένα κόμμα που έχει ως πρόταγμά του τη συμμετοχική δημοκρατία να δώσει περιεχόμενο στην πολιτική του, διευκολύνοντας τον πολλαπλασιασμό των συλλογικοτήτων και των νέων «θεσμών αλληλεγγύης» στα όρια της τοπικής αυτοδιοίκησης, στην τοπική διαβούλευση και διακυβέρνηση. Ωστόσο, πρέπει να υπάρξει προώθηση της κοινωνικής οικονομίαςστο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης σε συνεργασία με τις ΜΚΟ, όπως για παράδειγμα στο πολιτιστικό και πράσινο επιχειρείν και στις υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας, ώστε έτσι να υπάρχει περιορισμός και μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων.

 

Ένα πολιτικό κόμμα για να ενισχύσει αυτές τις διαδικασίες και να ενισχυθεί μέσα από αυτές ως κεντρικός πολιτικός φορέας, πρέπει να προωθήσει ένα συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης των θεσμών αλληλεγγύης και δημιουργικότητας μέσα από τις ΜΚΟ. Το μοντέλο αυτό μπορεί να έχει ως μορφές οργάνωσης τις πολιτικές, οικολογικές και εν γένει τις δημιουργικές κοινότητες.

 

Αυτές μπορεί να είναι εθελοντικές οργανώσεις κοινωφελούς χαρακτήρα 5-10 ή και περισσοτέρων ατόμων σε κάθε χωριό, σε κάθε γειτονιά με θεματικό ή γενικότερο κοινωνικό ενδιαφέρον ελεύθερης επιλογής. Μπορούν να ασχολούνται με θέματα κοινωνικής προστασίας ή κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά και να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση, όπως είναι ο οικοτουρισμός ή ο αγροτουρισμός.

 

Για να λειτουργήσει ο εθελοντισμός ως προστιθέμενη πολιτική αξία, υπάρχουν προαπαιτούμενα κι έτσι πέραν της διαχειριστικής λογικής χρειάζεται να γίνει μια διάκριση μεταξύ των μορφών παραδοσιακού εθελοντισμού και νέων μορφών εθελοντισμού που μπορούν ν’ αναπτυχθούν.

 

Να σημειωθεί ότι δεν είναι όλες οι Μ.Κ.Ο. εθελοντικές ή μη κερδοσκοπικές, αλλά υπάρχουν διάφορες μορφές υποταγμένες στο σύστημα της ολιγαρχίας του κρατισμού και των αγορών, όπως και διάφορες μορφές εθελοντισμού. Συνεπώς, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα προαπαιτούμενα της εθελοντικής κουλτούρας και προφοράς, προαπαιτούμενα που δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή ούτε στα κόμματα ούτε στο κράτος ούτε στην τοπική αυτοδιοίκηση. Υπάρχει απλώς η διαχειριστική λογική πελατειακών σχέσεων χωρίς καθαρούς κανόνες παιχνιδιού και αξιολόγησης για την κοινωνική προσφορά.

 

Οι πόροι μοιράζονται, συνήθως, κατά το δοκούν στους πολιτικούς «φίλους» των ισχυρών υπουργών και ορισμένες φορές προκλητικά προς τις περιφέρειές τους. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι οι μεγάλες και «δικτυωμένες» ΜΚΟ με το κράτος παίρνουν τη μερίδα του λέοντος και θέλουν τη μονοπώληση των σχέσεων με το κράτος στους τομείς της οικολογίας, του πολιτισμού και της αλληλεγγύης. Αυτά τα φαινόμενα δε μπορούν να αγνοηθούν από την υφιστάμενη κατάσταση, όσο και αν παρατηρείται επέκταση του φαινομένου των ΜΚΟ στην Ελλάδα.

 

Ο εθελοντισμός δεν αναπτύσσεται μέσα από το μοντέλο της αντιπροσώπευσης και του κρατισμού και εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 95% των στελεχών του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος εξαρτώνται από το κράτος και από την τοπική αυτοδιοίκηση, που στην Ελλάδα λειτουργεί ως προέκταση του κράτους. Γιατί ο εθελοντής δεν αναπτύσσεται κάτω από συνθήκες συγκεντρωτισμού της εξουσίας, σφετερισμού της εκπροσώπησης και της κυριαρχίας της ολιγαρχίας των μέσων της μαζικής επικοινωνίας. Δεν αναπτύσσεται δίχως τον αυτοπεριορισμό της ιεραρχικής δομής του κόμματος στη σχέση του με την κοινωνία. Το κίνητρο για τον εθελοντή είναι η ελεύθερη έκφραση της συλλογικής δημιουργίας.

  

Με τη λογική που λειτουργούν σήμερα τα κόμματα είναι βέβαιο πως οι εθελοντικές οργανώσεις δεν τα έχουν ανάγκη γιατί στην ουσία δεν τους προσφέρουν τίποτα εκτός αν διαχειρίζονται και μοιράζουν κρατικούς πόρους, κάτι που γίνεται επί το πλείστον χωρίς κανόνες αξιοκρατίας και προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να τις χειραγωγήσουν. Έτσι τα κόμματα υποκρίνονται πως ενδιαφέρονται για τον εθελοντισμό και οι ΜΚΟ υποκρίνονται πως υποστηρίζουν κάποιο κόμμα.

 

 

Η ΑΝΑΓΚΗ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ

 

 

Παρά την έκταση του φαινομένου και τη σημασία του, στις ΜΚΟ υπάρχει ένας κατακερματισμός της έκφρασης, μέσα από ένα τεράστιο μωσαϊκό της εθελοντικής δράσης, χωρίς την απαραίτητη δικτύωση και επικοινωνία μεταξύ τους, που μειώνει δυσανάλογα την πολιτική σημασία των οργανώσεων αυτών. Αυτό το γεγονός παρουσιάζει και το μειονέκτημα, σε σχέση με το πολιτικό κόμμα, ότι δεν ενοποιεί τις δυνάμεις που έχουν ως όραμα την Κοινωνία των Πολιτών.

 

Από την άλλη πλευρά, ένα κόμμα μέχρι τώρα παρουσιάζεται ενοποιημένο στις επιδιώξεις του μόνο σε σχέση με το κράτος και την εξουσία και όχι σε σχέση με το εθελοντικό κίνημα. Στο κόμμα αντικειμενικά έχουμε μια δικτύωση κρατικών στελεχών, μια δικτύωση στελεχών της τοπικής αυτοδιοίκησης και του συνδικαλισμού και απουσία δικτύωσης στελεχών που ασχολούνται με τις εθελοντικές οργανώσεις. Θα πρέπει να καλυφθεί αυτό το μεγάλο έλλειμμα στη δικτύωση και την επικοινωνία.

  

Η σύζευξη, αν και είναι εκ των πραγμάτων αναγκαία, είναι ταυτοχρόνως και δύσκολη, γιατί το κόμμα πρέπει να σεβαστεί την αυτονομία των ΜΚΟ και να μην τις υποτάξει στην κρατικίστικη και αντιπροσωπευτική λογική την οποία έχουν τα στελέχη του και αυτό μπορεί να γίνει μόνον με τον αυτοπεριορισμό του. Διαφορετικά, χάνει το τρένο των εξελίξεων και την αξιοπιστία του για τις προθέσεις ανεξαρτησίας και αυτονομίας των οργανώσεων αυτών που διακηρύσσει.

 

Δεν μπορούμε να κάνουμε μια οργανωτική προσέγγιση του ζητήματος, χωρίς να δούμε τα ελλείμματα της δικτύωσης και των διαύλων επικοινωνίας μέσα σ’ ένα κόμμα, χωρίς να δούμε τα συστατικά στοιχεία που καθορίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις και χωρίς να δούμε το κενό θεσμικής επικοινωνίας που υπήρχε μέχρι τώρα.

 

Η παραδοσιακή λογική, που απλώς υιοθετεί οργανωτικά ένα κόμμα, αφομοιώνοντας και τέλος οικειοποιούμενο μια καινούργια τάση της κοινωνίας, όπως η ανάπτυξη των ΜΚΟ, μπορεί να αποφέρει πρόσκαιρα οργανωτικά οφέλη, αλλά δεν έχει μακρόπνοη προοπτική, γιατί θα ξεσπάσουν αργά ή γρήγορα εσωτερικές αντιθέσεις που θα θέσουν σε δοκιμασία τη σχέση, εάν αφήσουμε αυτήν την υπόθεση στον «κομματισμό» και τον κρατισμό.

 

Για την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων δημιουργικών σχέσεων πολιτικών κομμάτων – ΜΚΟ οι προϋποθέσεις πρέπει να έχουν βασική πυξίδα την ενίσχυση της αυτονομίας των ΜΚΟ, ως συστατικό στοιχείο της συμμετοχικής δημοκρατίας και της ύπαρξης του εθελοντισμού, και εμμέσως μόνο πρέπει να επιδιώκεται η πολιτική και οργανωτική ανταποδοτικότητα, ως αποτέλεσμα προσφοράς μέσα από κοινότητες ιδεών και γνώσης. Άρα, θα πρέπει να θέσουμε ορισμένους άξονες πολιτικής, που είναι:

 

Δεν μπορούμε ασφαλώς να αφαιρέσουμε από τα κόμματα το δικαίωμα να έχουν οργανωτικές καταστατικές διατάξεις για τις ΜΚΟ, πρέπει όμως να οριοθετήσουμε τι είναι γόνιμο και τι προβληματικό.

 

Είναι θεμιτό και επιθυμητό να έχουν τα κόμματα, από τη μεριά τους, και οργανωτικές στοχεύσεις μέσα στο αναπτυσσόμενο εθελοντικό κίνημα, κάτι που επιβάλλεται και από την ανταγωνιστικότητα των κομμάτων να επηρεάσουν κάθε κοινωνική ομάδα και σύνολο, και στην προκειμένη περίπτωση τις ΜΚΟ, ανταγωνιστικότητα την οποία δεν θα αποφύγουμε στο άμεσο μέλλον, καθώς ήδη αρχίζουν να εμπλέκονται όλα τα κόμματα.

 

Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι η σύνδεση κόμματος και ΜΚΟ και η σύζευξη δεν θα γίνει με κάποιον αυθόρμητο αυτοματισμό, όταν ωριμάσουν περισσότερο οι συνθήκες. Ασφαλώς, τα κόμματα θα πρέπει να φροντίσουν για τη δημιουργία ενός μεγαλύτερου και πιο γόνιμου πολιτικού περιβάλλοντος με ποιοτικές και καινοτόμες πολιτικές στο χώρο των ΜΚΟ.

 

Αυτές όμως οι πολιτικές θα πρέπει να περιορίζονται στην οργανωτική επικοινωνία και την επιμόρφωση και να μην καταλήγουν στον παραδοσιακό εκλογοθηρικό χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά θα γίνουν απωθητικές και για τις ΜΚΟ και για την κοινωνία.

 

Προτείνεται με άλλα λόγια η μέση οδός. Όχι στον συντεχνιασμό και τον πατερναλιστικό ρόλο των κομμάτων, όχι όμως και στην παθητική στάση, με το πρόσχημα ότι ο χρόνος δουλεύει για μας, με προοδευτική ανακλαστικότητα υπέρ της συνεργασίας των κομμάτων με τις ΜΚΟ. Η συνεργασία, για να αναπτυχθεί, απαιτεί το κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον, επεξεργασία θέσεων και υποστηρικτικές δομές.

 

ü  Η οργανωτική καινοτομία θα μπορούσε να είναι η δημιουργία περιφερειακών παρατηρητηρίων ΜΚΟ με τη νομική μορφή αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας, τα οποία θα έχουν ως ρόλο να λειτουργούν επιμορφωτικά – συμβουλευτικά και υποστηρικτικά προς τις υφιστάμενες ΜΚΟ της περιφέρειας. Θα αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του εθελοντισμού και της κοινωνικής οικονομίας, καλώντας πάνω σε αυτό το πλαίσιο σε συνεργασίες τους φορείς.

  

ü  Σε αυτό το επίπεδο μπορούν να αξιοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό και οι δυνατότητες μέσα από το διαδίκτυο, με τη δημιουργία σχετικού portal – ηλεκτρονικών εντύπων και βημάτων διαλόγου.

 

ü  Μέσα από αυτά τα παρατηρητήρια για τις ΜΚΟ, ασφαλώς μπορούν να ενθαρρύνονται πρωτοβουλίες και για τη σύσταση νέων ΜΚΟ στον πολιτισμό, την κοινωνική μέριμνα και το περιβάλλον, χωρίς την άμεση κομματική εμπλοκή.

 

Στα σημερινά πολιτικά κόμματα ταιριάζει η υποστήριξη της αυτονομίας των ΜΚΟ και ο στόχος της ανεξάρτητης αρχής πιστοποίησης. Όχι όμως και η απολίτικη συμπεριφορά, ο θρυμματισμός της έκφρασης και η έλλειψη συντονισμού που υπάρχει σήμερα στο χώρο του εθελοντικού κινήματος στην Ελλάδα.

 

Από τον κατακερματισμό και την έλλειψη δικτύωσης, ευνοείται ο σφετερισμός της εκπροσώπησης και μια ολιγαρχία στο χώρο των ΜΚΟ των μεγάλων οργανώσεων, που λειτουργούν καθαρά επιχειρηματικά – επαγγελματικά και θέλουν να είναι προνομιακοί συνομιλητές με την πολιτική ηγεσία εις βάρος της πλειονότητας των συλλογικών οργανώσεων.

 

Δεν υποβαθμίζουμε με αυτήν την άποψη το θετικό ρόλο που μπορούν να έχουν οι μεγάλες και διεθνείς ΜΚΟ, ακόμα και οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την εταιρική ευθύνη. Απλώς επισημαίνουμε ότι δεν μπορεί να είναι αποδεκτές οι μονοπωλιακές καταστάσεις στην αντιπροσώπευση και στη διαβούλευση.

Η επιδίωξη θα πρέπει να έχει προσανατολισμό να εκφράσει το σύνολο των εθελοντικών οργανώσεων, τη δικτύωση και την οριζόντια επικοινωνία όλων, προσφέροντας την δική του οργανωτική δικτύωση στην υπηρεσία της αυτόνομης ανάπτυξης του εθελοντικού κινήματος στην Ελλάδα.

 

Τα κόμματα θα μπορούσαν αντικειμενικά να προσφέρουν στις εθελοντικές οργανώσεις από τη δομή, την ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΔΙΚΤΥΩΣΗ και οριζόντια επικοινωνία, όπως επίσης και τους αναγκαίους πόρους για αυτή τη δικτύωση και οριζόντια επικοινωνία. Δυστυχώς σήμερα δεν το κάνουν και δεν προσφέρουν ούτε το ένα χιλιοστό από τους διαθέσιμους πόρους για την πολιτική τους επικοινωνία, για τη διαδραστική επικοινωνία του εθελοντισμού. Επομένως εύλογα γεννά την καχυποψία των εθελοντικών οργανώσεων και αυτή την εικόνα οφείλουν να την αλλάξουν.

 

Τη μερίδα του λέοντος των διαθέσιμων, όπως είναι γνωστό, τις παίρνουν οι διαφημιστικές στο πλαίσιο του δίπολου ‘κρατισμός και αγορά’. Μπορεί να μιλάμε σήμερα για ενίσχυση του εθελοντισμού χωρίς να θίγουμε αυτά τα ζητήματα; Το ζήτημα δηλαδή διάθεσης των οικονομικών πόρων; Ακόμη και η διαχείριση των ανθρώπινων πόρων στον εθελοντισμό της μη αμειβόμενης ανθρώπινης εργασίας και προσφοράς δεν γίνεται δίχως λειτουργικά έξοδα και εδώ παρεμβαίνει η πολιτική διάθεσης και διαχείρισης των πόρων.

 

Τα κόμματα σ’ αυτή τη φάση οφείλουν να διδαχθούν από τις τοπικές, αλλά και από τις διεθνείς εμπειρίες, για ν’ αποκτήσουν πρώτα από όλα αξιόπιστο ποιοτικό πολιτικό λόγο σε αυτό το ζήτημα. Δεν είναι λοιπόν μόνο ζήτημα «συνδικαλισμού και συντεχνιών» η ενδυνάμωση των περιφερειακών ΜΜΕ, αλλά ζήτημα ποιοτικής αναβάθμισης της δημοσιεύσιμης ύλης, συνεργασίας, στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας που αναπτύσσεται στην Ευρώπη, και κοινής δημιουργίας δεξαμενών σκέψης (thinktank), που θα στηρίζουν αυτήν την προοπτική.

 

Η προοπτική αυτή έχει κατανοηθεί από πολλά επαρχιακά ΜΜΕ. Η νοηματοδότησή της αρνείται την τυφλή απομίμηση των συγκεντρωτικών προτύπων των μονοπωλιακών ΜΜΕ και της πολιτικής εξουσίας και προτάσσει την αυθεντικότητα της πολιτικής επικοινωνίας που ξεκινά από τους πολίτες και εξυπηρετεί τις πραγματικές τους ανάγκες. Έτσι κερδίζεται η εμπιστοσύνη και η συμμετοχικότητα του πολίτη στις κοινές υποθέσεις, γεγονός που μπορεί να ενισχύει τελικά και αυτήν την ίδια την αναγνωσιμότητα των εντύπων. Μια αναγνωσιμότητα ανατρεπτική κατεστημένων νοοτροπιών και προτύπων που αναπαράγουν την κοινωνική στασιμότητα.

 

 

 

 

Γράφει ο Βασίλης Τακτικός

e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

τηλ: 2108813761