ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Αν η αρχή της ισότητας είναι βασανισμένη, τότε η αδελφότητα είναι απλώς απούσα. Η αδελφότητα, δηλαδή η κοινωνική αλληλεγγύη, έμεινε ουσιαστικά ανενεργής και έλαβε τη μορφή μιας περιορισμένης και ανεπαρκούς πολιτικής δοσιμάτων για τα ακρότατα προβλήματα της φτώχειας. Σήμερα έχει ήδη αναθεωρηθεί σε μείζονα έκταση και συνεχίζει αναθεωρείται, με διάφορες αφορμές, η κοινωνική πολιτική και αναιρούνται τα κοινωνικά δικαιώματα, επειδή «τα χρήματα είναι λίγα και οι λήπτες των ωφελειών πάρα πολλοί». Πόσο είναι πιστευτό κάτι τέτοιο, σήμερα, δηλαδή σε μια εποχή, κατά την οποία ο πλούτος είναι περισσότερος από κάθε άλλη προηγούμενη;

                Είναι γεγονός ότι η οφειλή στην αδελφότητα δεν έχει εκπληρωθεί και αντιμετωπίζεται με αδιαφορία από τις κυβερνητικές ελίτ της νεωτερικής πολιτείας, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα και παρά τα έντονα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα των ενδεών και της εργατικής τάξης. Η αδελφότητα, όμως, δικαιώνει την πρωτογενή σημασία της και με θαυμαστές εκδηλώσεις ενσωματώνεται στις οικονομικές πρακτικές της εργατικής τάξης.

Τα ανερχόμενα και μαχητικά εργατικά κινήματα, στο πλαίσιο της εξαιρετικής ανάπτυξης των συνδικάτων και των πολιτικών τους κινήσεων, εκδηλώνουν το ενεργές ενδιαφέρον τους στα πιο αδύναμα μέλη των κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούν. Δεν ξεχνούν, αναλόγως των δυνατοτήτων τους, ιδίως όσους αντιμετώπισαν εργατικά ατυχήματα, αυτούς που υπέστησαν τη φοβερή επίδραση των επιδημιών και των σοβαρών ατομικών ασθενειών και εκείνους που δεν μπορούν να κερδίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση, λόγω της προχωρημένης ηλικίας και της φυσικής αδυναμίας για εργασία. Τα ταμεία αλληλοβοήθειας έχουν τις ρίζες τους σε εκείνες τις γκρίζες εποχές για τους οικονομικά ασθενέστερους.

                Οι πρωτοπόροι και έμπειροι ηγέτες του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων έχουν την αίσθηση, πως η διεκδίκηση για τη συνεχή αύξηση των μισθών, με μαχητικές και διευρυνόμενες πρακτικές, είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διαρκή ανταπόκριση του εργατικού εισοδήματος στις βιοτικές απαιτήσεις ή και τη βελτίωση των αμοιβών, αλλά δεν είναι ικανή. Το εργατικό εισόδημα προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό και από την ισορροπία του με το κόστος της κατανάλωσης. Καθώς η εργατική δύναμη (η εν γένει εργασία) είναι ένα εμπόρευμα, η τιμή του μπορεί να αυξηθεί μόνον όταν αυξάνεται η τιμή όλων των υπόλοιπων εμπορευμάτων και ο ρυθμός της αύξησής της εξαρτάται από το ρυθμό αύξησης των τιμών καταναλωτή (με άλλα λόγια από το ρυθμό του πληθωρισμού). Είναι κρίσιμο, λοιπόν, να απαιτείται μια παρέμβαση στο πεδίο της κατανάλωσης προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επίδραση του πληθωρισμού. Η πρωτοβουλία για τη σύσταση συνεργατικών καταναλωτικών συνεταιρισμών γεννά ένα νέο είδος ιδιωτικής επιχείρησης που βασίζεται στην ίση συμμετοχή των μελών, τη δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων, την επιτέλεση ενός μείζονος κοινωνικού σκοπού και τον παραμερισμό της πρωτοκαθεδρίας του κέρδους.[3] Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί είναι και σήμερα σημαντικοί παράγοντες των παγκόσμιων συσχετισμών της οικονομίας και επέτυχαν με την ευδοκίμησή τους τη μείωση ή τη συγκράτηση του κόστους της κατανάλωσης.

Η αμφοτερόπλευρη πίεση των εργατικών κινημάτων δικαίωσε το ρόλο τους, όταν δεν υπήρξαν έξωθεν επεμβάσεις στην οργάνωση, τη λειτουργία και την οικονομική τους διαχείριση (δεν αυτό είναι το πιο συνηθισμένο, αλλά υπάρχουν παραδείγματα). Από τη μια πλευρά η διαρκής δράση των συνδικάτων συνέβαλε στη σταθερή αύξηση του εισοδήματος. Από την άλλη πλευρά στα παραδείγματα της συνεπούς λειτουργίας του συνεργατισμού, οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί μείωσαν ή συγκράτησαν το κόστος της κατανάλωσης, αυξάνοντας έτσι τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα για τα εργατικά στρώματα, στις περιοχές και τις κοινότητες στις οποίες λειτούργησαν συστηματικά. Αυτή η όψη της αδελφότητας δεν ήταν επαρκής στην εποχή της αυθαίρετης δράσης των οικονομικά ισχυρότατων επιχειρηματιών και αργότερα τα επιτυχημένα παραδείγματά της έγιναν αντικείμενο χειραγώγησης ή και ανάσχεσης, στις αρκετές ή συχνές περιπτώσεις δικτατοριών και των περιπτώσεων του αχαλίνωτου πολιτικού αυταρχισμού. Οι μετατοπίσεις αλλοίωσαν σε αρκετές χώρες τη φύση του συνεργατικού συνεταιρισμού και αναίρεσαν πολλά από τα επιτεύγματά του.

Σε κάποιες εκδοχές, σε χώρες ή κρατικές περιφέρειες με ασθενή βιομηχανική ανάπτυξη, η συνεταιριστική ιδέα και πρακτική μεταβολίστηκε, ως ένας μηχανισμός συλλογικής παραγωγικής προσπάθειας, στους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Με εξαίρεση τις ΗΠΑ, στις οποίες το εγχείρημα λειτούργησε ως ένα βαθμό ανασχετικά στην ταχεία διαδικασία συγκέντρωση της γης μέχρι την κρίση του 1929-30, και κάποιες από τις πρωτοπόρες χώρες, το αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα χρησιμοποιήθηκε, ως ένας συμπληρωτικός μηχανισμός στην επίλυση του αγροτικού ζητήματος, στην περίοδο των αγροτικών μεταρρυθμίσεων. Αφενός αυτό μετασχηματίζει το αρχικό πρότυπο του (εργατικού) συνεργατισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την ποιοτικά αναβαθμισμένη συλλογική-επιχειρηματική δράση των ανθρώπων που είχαν ζήσει αποκλειστικά ως εργασιακά εξαρτημένοι. Στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, σε αντιδιαστολή, συμμετέχουν ανεξάρτητοι και μικροί ιδιοκτήτες του πρωτογενούς τομέα, οι οποίοι έχουν στόχο να διασώσουν την υπόσταση των ατομικών τους εκμεταλλεύσεων και να προωθήσουν τις προσωπικές τους ιδιοτέλειες, διά της συνένωσης. Αυτή η μορφή της συνένωσης υποβαθμίζει τη σημασία της συλλογικότητας στην οργάνωση και της αλληλεγγύης στην προσπάθεια. Ο αγροτικός συνεταιρισμός καθίσταται ευκαιριακό όχημα και δεν αποτελεί μέρος του σκοπού που καλείται να εξυπηρετήσει συστηματικά. Όσο εύκολα συσπειρώνει τους ενδιαφερόμενους, τη στιγμή της ανάγκης, τόσο ευκολότερα η ατελέσφορη δράση του οδηγεί στη διάλυση και στην ατομική πορεία των μελών του, ίσως και με αδιαφορία. Αφετέρου για την πολιτεία οι αγροτικοί συνεταιρισμοί αποτελούν κατάλληλους μηχανισμούς οικονομικού και πολιτικού ελέγχου, όταν οι αγροτικές ιδιοκτησίες και εκμεταλλεύσεις χαρακτηρίζονται από έντονο κατακερματισμό ή σοβαρά προβλήματα παραγωγικότητας. Στις δύσκολες στιγμές καθίστανται, όχι μόνο μηχανισμοί ελέγχου, αλλά και μηχανισμοί κοινωνικής επιβολής της εξουσίας. Στη σύγχρονη ιστορία μπορούμε να αλιεύσουμε πάμπολλα παραδείγματα ανάλογης αντιμετώπισης και αναγκαστικής ή πλάγιας διαχείρισης που δεν εκφράζουν τα μέλη των συνεταιρισμών. Οι αλλεπάλληλες και συχνά αντιφατικές αλλαγές του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των συνεταιρισμών, ακόμη και η ευθεία ή πλάγια κυβερνητική παρέμβαση στον ορισμό των διοικήσεων, δημιούργησαν αμέτρητα διαχειριστικά ζητήματα, ενώ αλλοίωσαν τον αυθόρμητο και πρωτοβουλιακό χαρακτήρα της συνεταιριστικής προσπάθειας. Οι δικτατορίες και οι περίοδοι της αυταρχικής διακυβέρνησης κάποια στιγμή τελειώνουν, αλλά αφήνουν την «κοπριά» τους και αυτή δεν συμβάλλει στη λίπανση της συνεταιριστικής ιδέας. Οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις των, έστω συγκυριακών, ανασχέσεων καταστρέφει ακόμη και τα πιο αξιόλογα εγχειρήματα.                 

                Τα πολιτικά κινήματα της εργατικής τάξης του δέκατου ένατου αιώνα, γονιμοποιώντας προγενέστερες συνεισφορές σημαντικών προσωπικοτήτων, κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης, συγκρότησαν τις βασικές αξιώσεις περί των απαραίτητων κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία δίνουν υπόσταση στην έννοια της αδελφότητας. Η γενική δωρεάν εκπαίδευση, η κοινωνική ασφάλιση, με τις συντάξεις γήρατος, τη δωρεάν ιατρική, νοσοκομειακή και φαρμακευτική κάλυψη, τα επιδόματα ανεργίας, τα προγράμματα εργατικής κατοικίας, η προστασία της μητρότητας και η απαγόρευση της παιδικής εργασίας περιγράφουν το αδρό πλαίσιο των αιτημάτων εκείνων των κινημάτων.[4] Αν τά αντιμετωπίσουμε απόμακρα, από τις εντάσεις και τις στιγμές που εκδηλώθηκαν, θα διαπιστώσουμε ότι ακριβώς αυτά τα αιτήματα ενσωματώθηκαν ως χαρακτηριστικά των κοινωνικών δικαιωμάτων, μέχρι την εποχή μας. Πρέπει ενδεχομένως να αναρωτηθούμε: θα αποτελούσαν μέρος της νομιμότητας της νεωτερικής πολιτείας και του σύγχρονου πολιτισμού, αν δεν είχαν διεκδικηθεί από τα προκείμενα κινήματα; Επιπρόσθετα: αν τα εργατικά κινήματα δεν είχαν απειλήσει πολιτικά τη συγκεκριμένη μορφή της νομιμότητας, θα είχαν ευαισθητοποιήσει τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις ιθύνουσες τάξεις, για να εντάξουν στην οργάνωση της πολιτείας αυτά τα δικαιώματα;

Μια έμμεση, αλλά χρήσιμη, απάντηση μπορεί να δοθεί από την αναφορά στο παράδειγμα των ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ τα προαναφερθέντα εργατικά κινήματα δεν αναπτύχθηκαν και δεν ευδοκίμησε κάποια προσπάθεια τους. Η επίδρασή τους στην ιστορία, τη συγκρότηση και τους θεσμούς της πολιτείας ήταν πολύ περιορισμένη. Επειδή δεν είχαν ανάλογο ρόλο με την Ευρώπη, τα αιτήματά τους δεν ενσωματώθηκαν, ως κοινωνικά δικαιώματα, στη συγκεκριμένη θεσμική πραγματικότητα. Οι ΗΠΑ σήμερα, παρά το γεγονός ότι είναι η πλουσιότερη και ισχυρότερη χώρα του κόσμου, δίνουν την εικόνα μιας λιγότερο αναπτυγμένης χώρας στην υγεία και την περίθαλψη, στο πεδίο της δημόσιας ασφάλισης και στο πλαίσιο της δωρεάν εκπαίδευσης για όλους.

Η αναφορά σε αυτό το παράδειγμα δεν μάς αποτρέπει από το να θυμόμαστε, γιατί τα παλαιότερα κείμενα του συνταγματικού και δημόσιου δικαίου, όταν έθιγαν το ζήτημα των κοινωνικών δικαιωμάτων, έκαναν λόγο, εναλλακτικά, για θετικά δικαιώματα (σε αντιδιαστολή προς τα αρνητικά δικαιώματα-οι ατομικές ελευθερίες- και τα ενεργητικά ή πολιτικά δικαιώματα) ή για παροχές.[5] Η αναφορά εκείνων των κειμένων συνοδεύεται με την υπόμνηση, ότι σε σχέση με τους άλλους τύπους των δικαιωμάτων, τα θετικά δεν είναι υποχρεωτικά. Εκφράζουν γενικές ευχές διακανονισμού, προς τον κανονικό νομοθέτη, και επομένως οι σημαντικότερες παροχές, που σήμερα θεωρούνται αυτονόητες για τη ζωή των πολιτών, μπορούν να αναθεωρηθούν ευκόλως ή και να αναιρεθούν εντελώς, αν επιτραπεί κάτι τέτοιο από τους πολιτικούς συσχετισμούς.

Πριν από την καθολική αποδοχή για τη θεσμοθέτηση ενός ευρύτερου φάσματος των κοινωνικών δικαιωμάτων, ανάλογα με τις εθνικές συνθήκες, έχουν υπάρξει διάφορα θετικά γεγονότα μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας, περί της κοινωνικής υποστήριξης. Ανάλογες σημαντικές εξελίξεις υπήρξαν, για παράδειγμα, με την εισαγωγή ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από το γερμανικό κράτος στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα ή με την εφαρμογή των επιδομάτων ανεργίας στη Βρετανία, τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Στις ΗΠΑ εισήχθησαν για πρώτη φορά για τη ιστορία της σύγχρονης πολιτείας οι κρατικές πολιτικές για την εκ νέου εκκίνηση της οικονομίας, μετά την ακινητοποίηση του καπιταλισμού, λόγω της κρίσης του 1929-30. Όλα όσα γνωρίζουμε περί του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και το πνεύμα (αλλά όχι και όλα τα μέτρα) της κοινωνικής προστασίας, από την ανεργία, την ακραία φτώχεια και την κοινωνική περιθωριοποίηση σημαντικών στρωμάτων του πληθυσμού, διαμορφώθηκαν για πρώτη φορά από τον F.D. Roosevelt με την, εμπνευσμένη από την επεξεργασία του J.M. Keynes,[6] πολιτική του NewDeal και διατηρήθηκαν ακέραια ή επεκτεινόμενα μέχρι τη δεκαετία του ’70. Βοηθηθεισών των συνθηκών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με αφετηρία την ίδια στρατηγική, σε συνάρτηση με την συμβολή του W. Beveridge,[7] διασκευάστηκαν ευρύτατοι και ακριβοί μηχανισμοί που διεύρυναν την κοινωνική υποστήριξη και την πολιτική εύνοια στην πλήρη απασχόληση.

Τα εθνικά συστήματα υγείας, τα δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και το ευρύ πλέγμα των δημόσιων δομών, για την υποστήριξη των αδυνάτων, την οικονομική σταθερότητα και την πλήρη απασχόληση, υλοποίησαν πολλές από τις διαστάσεις των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η σημαντικότερη όψη όλων αυτών των παρεμβάσεων ήταν η αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης της οικονομίας (στις ΗΠΑ από 9,8%, σε 27,3% του ΑΕΠ).[8] Συμβολικά, αυτό είναι το κόστος που έπρεπε να πληρώσει ο καπιταλισμός, για να μπορέσει να μείνει ζωντανός, εφόσον είχε προηγουμένως καταρρεύσει.

Είναι σίγουρο ότι οι πιο πλούσιοι και ισχυροί δεν αποδέχθηκαν αγόγγυστα τα συμπαρομαρτούντα φορολογικά βάρη, τα οποία απαιτούσε η εξυπηρέτηση του αυξημένου δημόσιου χρέους, στην προοπτική της επανόδου στην οικονομική σταθερότητα. Είναι σαφές ότι οι ίδιες κοινωνικές ομάδες δεν αντιμετώπισαν με ευχάριστη διάθεση τη διεύρυνση του ρόλου του κράτους και των δημόσιων δομών, οι οποίες έκαναν σχεδόν αδύνατη τη μείωση των φόρων στο εισόδημα και την περιουσία τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Είναι, ωστόσο, εμφανέστατο, πως χωρίς την υποστήριξη ή την ανοχή των επιχειρηματικών κύκλων και των φορέων της μεγάλης οικονομικής ισχύος η πολιτική του «κράτους ευημερίας» δεν θα είχε υλοποιηθεί, ούτε στο ελάχιστο. Είναι απίθανο κάτι τέτοιο να είχε συμβεί, αν δεν εξυπηρετούσε την ύπαρξη αυτών των στρωμάτων και τα οικονομικά συμφέροντά τους.

Είναι φυσικό, ότι οι πιο αδύναμοι υποδέχθηκαν με ανακούφιση την συνεισφορά των δημόσιων πολιτικών και αντελήφθησαν τα μέτρα υλοποίησής τους, ως αυτονόητα, καθώς ανταποκρινόντουσαν στις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης και κοινωνικής συνύπαρξης. Δεν ήταν για όλους αυτονόητα, δηλαδή για κάποιους ήταν απλώς χρήσιμα, παρά τη δυσθυμία τους. Με τα χρόνια έγινε αντιληπτό, στις κοινωνικές ομάδες με μεσαία εισοδήματα, πως αυτές αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος του «κράτους ευημερίας», ενώ οι υπηρεσίες του τελευταίου δεν καλύπτουν τις ανάγκες τους ή έστω τις απαιτήσεις τους, περί της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Η αναγκαιότητα επιβολής του κράτους ευημερίας γίνεται κάποια στιγμή, για τις νεώτερες γενεές, ιστορία ή, σε ορισμένες περιγραφές, περιβάλλεται και με τα χαρακτηριστικά του μύθου. Εφόσον η ιστορία δεν αντανακλά τα προσωπικά βιώματα, τα μόνα ζητήματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες της μεταπολεμικής εποχής είναι το κόστος των δημόσιων δομών και παροχών, η ποιότητα των υπηρεσιών και η ατομική φορολογική επιβάρυνση. Σταδιακά, η υποστήριξη σε αυτήν την ιστορική εκδοχή των κοινωνικών δικαιωμάτων, κάμπτεται. Οι φτωχοί και οι οικονομικά αδύναμοι έλυσαν μεν το πρόβλημα της επιβίωσης, αλλά δεν βελτίωσαν τη θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία ούτε απέκτησαν ουσιώδη οικονομική προοπτική. Η κοινωνική τους κατάσταση είναι υπόφορη συχνών κύκλων και η πολιτική τους στάση αδρανοποιείται από τη φαινομενική αδιαφορία ή από την αίσθηση του αδιεξόδου. Τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η νέα πολιτική σύγκρουση, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, οι ωφελούμενοι από τα κοινωνικά προγράμματα, σε μεγάλη αναλογία, δεν ψηφίζουν και επομένως δεν επηρεάζουν τους πολιτικούς συσχετισμούς.[9] Θα πληρώσουν το κόστος της πολιτικής απάθειας με την αναίρεση των δικαιωμάτων τους.

                Οι πολίτες των μεσαίων εισοδημάτων, εκείνη την εποχή, στηρίζουν τις πολιτικές παρατάξεις, οι οποίες ευνοούν την αναίρεση του κράτους ευημερίας. Αισθάνονται ότι έτσι θα μειωθούν οι φόροι τους και θα αυξηθούν τα διαθέσιμα για την προσωπική τους κατανάλωση. Για κάποια χρόνια θα υπάρξει ένας βαθμός ικανοποίησης από την ελάφρυνση, αλλά η μακροπρόθεσμη εξέλιξη θα διαταράξει τις βεβαιότητες τους για τη σχέση κόστους-οφέλους. Στη μακρά διάρκεια θα απολέσουν πολλά από τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα και σιγά-σιγά θα αρχίσουν να απομακρύνονται από τις βεβαιότητες τους για την εργασιακή και εισοδηματική ασφάλεια και σταθερότητα. Η επόμενη γενεά των ίδιων κοινωνικών ομάδων, κατά την εργασιακή και εισοδηματική ενηλικίωσή της, αντιλαμβάνεται ότι ζει σε άλλο κόσμο, στον οποίο τα αυτονόητα κοινωνικά δικαιώματα, της περίθαλψης, της εκπαίδευσης, της αξιοπρεπούς συνταξιοδότησης (για δώσουμε ορισμένα μόνο παραδείγματα) δεν είναι εγγυημένα και το τίμημα για την αντιπαροχή τους τό πληρώνει σε κερδοσκοπικά ή μη κερδοσκοπικά (όπως συμβαίνει με τους κρατικούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς, στη Βρετανία στο σύνολο της ανώτατης εκπαίδευσης και στην Ελλάδα στις μεταπτυχιακές σπουδές) ιδρύματα, προκειμένου τα τελευταία να παρακολουθούν συμβολικά τις διαδικασίες της συνεπούς επιχειρηματικότητας και της αγοράς. Ο εθισμός με την ιδιότητα του πελάτη και του καταναλωτή απομακρύνει σταδιακά τον άνθρωπο από τη ιδιότητα του πολίτη. Ο πολίτης έχει δικαιώματα, ενώ ο πελάτης-καταναλωτής, μόλις κάνει την επιλογή της αγοράς, έχει αποκλειστικώς οικονομικές υποχρεώσεις και κάποια δυσδιάκριτα ή δυσπρόσιτα δικαιώματα που απορρέουν από τις επιβεβλημένες συμβάσεις.

                Την εποχή της δεύτερης γενεάς, μετά τους πεπλανημένους τολμητίες, το    welfarestate (το κράτος ευημερίας), μέσω του αρνητικού φόρου εισοδήματος (negativeincometax),[10] έγινε κοινωνία της workfare (welfare-to-work),[11] πράγμα που σημαίνει ότι για να δικαιούται κάποιος οποιασδήποτε ωφέλειας (ιδίως για να λαμβάνει κάποια μορφή του κατώτερου εγγυημένου εισοδήματος) πρέπει να είναι διαθέσιμος, ταυτόχρονα, για  κάθε εργασία, περιλαμβανομένων και των ευτελών. Στο τέλος αυτού του μεγάλου ιστορικού κύκλου, ο οποίος, ενδεχομένως, κλείνει μετά από την κρίση του 2007-8, η επισκόπηση των κοινωνικών δικαιωμάτων μας δεν παρέχει πολύ ευχάριστη εικόνα.

                Οι ευχές επικρατούν ακόμη στα συνταγματικά κείμενα, αλλά οι εθνικές νομοθεσίες είναι πολύ «ευέλικτες», σε σχέση με τις ρητές προβλέψεις κοινωνικής υποστήριξης, και πολύ αυστηρές στους όρους και τις προϋποθέσεις ένταξης στις καλύψεις, συνοδευόμενες από την προαναγγελία των ανάλογων ποινών για τις πιθανές παρεκκλίσεις. Η ουσιαστική διαφορά περιγράφεται, ιδίως, στις διεθνείς συμβάσεις των υπερεθνικών ολοκληρώσεων. Οι διατάξεις αυτών των συμβάσεων διαθέτουν «υπέρ-συνταγματική ισχύ» και από αυτή την άποψη παρακάμπτουν αρκετές από τις ευνοϊκές, για την εργασία και τους «ταπεινούς» ανθρώπους, προβλέψεις της εθνικής νομοθεσίας.[12] Η πιο ουσιώδης μεταβολή προκύπτει πλάγια, σε σχέση με τα κοινωνικά δικαιώματα. Εξηγούμε, πως η πρόβλεψη των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι από μόνη της ανεπαρκής για την υλοποίηση της κοινωνικής υποστήριξης και πολιτικής, αν δεν συνοδεύεται από μια σταθερή, υψηλού κόστους και πλήρη σε θεσμικές δυνατότητες πληρωμής, δημόσια χρηματοδότηση. Η θεμελίωση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, για να αναφερθούμε σε ένα προσιτό υπόδειγμα, πραγματοποιήθηκε και εξελίχθηκε, ακριβώς, πάνω στη ριζική αναίρεση της δυνατότητας των κρατών-μελών να χρηματοδοτούν με ευχέρεια τις κοινωνικές πολιτικές.

                Υπό αυτές τις συνθήκες τα κοινωνικά δικαιώματα μετατρέπονται, από αυτονόητα, σε πηγές μειονεξίας και στιγματισμού, για τους ωφελούμενους από τα κοινωνικά προγράμματα. Οι τελευταίοι μοιάζουν σε αρκετές περιπτώσεις, κατά την περιγραφή των επίσημων κειμένων, την αναφορά μερικών μέσων ενημέρωσης και κάποιων επιστημονικών αναλύσεων, ως παγιδευμένοι στη δυσμενή τους κατάσταση («παγίδες ανεργίας» και «φτώχειας»), εθισμένοι στη λήψη των επιδομάτων, περίπου ως τεμπέληδες που η «ευφορία» τους είναι σε βάρος της εφορίας και του δημόσιου χρήματος. Είναι, ενδεχομένως, απίστευτο, αλλά οι σύγχρονες κοινωνίες και οι μορφωμένοι πληθυσμοί τους υπεδέχθησαν, ως πιστευτά, αυτά τα φληναφήματα. Είναι, ωστόσο, μια πραγματικότητα. Κάθε πραγματικότητα οφείλεται να αντιμετωπίζεται με ρεαλισμό. Στο πλαίσιο του σημερινού ρεαλισμού η, εκ νέου, επιβεβαίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να βασιστεί στην επανάληψη των προηγούμενων ρυθμίσεων και των παρελθόντων διακανονισμών∙ κάτι τέτοιο θα ήταν μια φάρσα. Επιπρόσθετα, η εδραίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, αν επιθυμούμε να είναι αυτά διαρκέστερα και σταθερά, είναι αναγκαίο να συνοδεύεται από την αποκλειστική διαχείρισή τους από τους ίδιους τους πολίτες. Σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να συνοδεύσουμε την πολιτική αντίληψη των σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων και αναγκών με την ενεργή δράση των αλληλασφαλιστικών ταμείων και την πρωτοβουλιακή παρέμβαση των συνεταιρισμών κοινωνικής υποστήριξης. Οι συνέργειες αυτών των συνεταιριστικών οργανώσεων με τις εναπομείνασες κρατικές δομές και χρηματοδοτικές ενισχύσεις δύνανται να αναμορφώσουν την αλληλεγγύη, μέσω της ενεργούς αδελφότητας.  

______________________________

Τα κοινωνικά δικαιώματα που συμπυκνώνουν την ισοδύναμη, με τις μέγιστες, αρχή της αδελφότητας είναι θεσμικά ακάλυπτα από τους θεμελιώδεις νόμους της νεωτερικής πολιτείας και πλημμελώς φροντισμένα από τις σύγχρονες χώρες. Η πορεία ήταν τέτοια που επιτρέπει την εκτίμηση, ότι η νομιμότητα αδιαφορεί για την κατάσταση των πολιτών, οι οποίοι κοπιάζουν και δημιουργούν το σύνολο του πλούτου, για τουλάχιστον εκατόν σαράντα χρόνια μετά τη γαλλική επανάσταση. Η επίσημη και ελιτίστικη υποκρισία φτάνει, στο πλαίσιο αντίληψης των κοινωνικών δικαιωμάτων, στο επίπεδο της κυνικότητας και της άμετρης αναισθησίας.

Όσο εγγύτερα βρίσκονταν οι χώρες και οι ιθύνουσες μειονότητες στους πολέμους και στις εθνικές καταστροφές τόσο αυτή η αναισθησία αμβλύνεται και αποκτά πιο ανθρώπινη προσέγγιση, με παροχές και δοσίματα προς τους αδύνατους και τους φτωχούς. Όταν η ίδια η ακεραιότητα του τύπου της οικονομίας, η οποία βασίζεται στην ελεύθερη επιλογή στην αγορά, απειλείται, σε εποχές εξεγέρσεων, κοινωνικών επαναστάσεων και ορισμένων σφοδρών αντιπαραθέσεων μεταξύ των μερίδων των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, τότε κινητοποιείται η πολιτική της κοινωνικής ενίσχυσης και η συμπερίληψη των πιο αδύναμων στη λειτουργία της δημοκρατίας. Εκείνες τις εποχές τα συστήματα της αναδιανομής του πλούτου βρίσκουν την ουσιαστική έκφρασή τους στη θεσμική ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Η χαλάρωση των κοινωνικών αγώνων και η απομάκρυνση από την εποχή ή την καθημερινή ανάμνηση των πολέμων (στους οποίους η μεγάλη μάζα των μαχητών είναι οι φτωχοί), αντίθετα, δημιουργεί την έξαρση της απληστίας των πλουσίων και την τροφοδοσία της εγωπαθούς ματαιοδοξίας της ανώτερης τάξης, η οποία αξιώνει μεγαλύτερο μερίδιο του κόπου των φτωχών και απείρως ευρύτερο μερίδιο στην κατανομή της εξουσίας. Το τελευταίο συνέβη από την δεκαετία του ’70 και οι συνέπειες εκείνων των γεγονότων πληρώνονται ακόμη από τις κοινωνίες και την οργάνωση των αναπτυγμένων νεωτερικών πολιτειών. Οι κοινωνικές παροχές μειώθηκαν, δραστικά και ταχέως, για να καταλήξουν στην καλύτερη περίπτωση στο μοντέλο αποτροπής της απόλυτης κοινωνικής έκπτωσης, δηλαδή το κατώτερο εγγυημένο εισόδημα, το οποίο θεμελίωσε για πρώτη φορά ο M. Friedman, ως το ικανοποιητικό αντίβαρο στην κατάργηση των λοιπών επιδομάτων.

Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας είναι το άλλο σύμπτωμα της ουσιαστικής υποχώρησης της δημοκρατίας και της ενδυνάμωσης των πολιτικά κυρίαρχων. Η αναγκαιότητα της πολιτικής αποτελεσματικότητας και της αδιάλειπτης συνέχειας των θεσμικών λειτουργιών, προκειμένου να μην ανακόπτεται η οικονομική αξιοπιστία της πολιτείας, ως ενισχυτικό στοιχείο της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, λειτουργεί προσχηματικά για να προωθηθεί η ενδυνάμωση ολιγοπρόσωπων ή ακόμη και μονοπρόσωπων οργάνων, τα οποία παρακάμπτουν την πολιτική των ισορροπιών (επομένως και τις αμιγείς δημοκρατικές διαδικασίες) και ενεργούν είτε με πιο ισχυρές εκτελεστικές αρμοδιότητες είτε, ακόμη, με de facto νομοθετικές παρεμβάσεις (μερικές φορές μετά από σχετικές εξουσιοδοτήσεις).

Ο ιδεατός τύπος της προαναφερθείσας μορφής οργάνωσης της εξουσίας και της πολιτικής πράξης είναι οι μηχανισμοί, οι δομές και οι πολιτικές, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Από τη μια πλευρά, οι κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας, που αποτέλεσαν προϋποθέσεις ένταξης στην Ένωση ή, πολύ περισσότερο, την ΟΝΕ και είναι αποτρεπτικοί των παρεκκλίσεων, στερούν από τα κράτη μέλη τα εργαλεία χρηματοδότησης των κοινωνικών παροχών στους αδύναμους και τους ενδεείς. Από την άλλη πλευρά, τα αποφασιστικά όργανα της Ένωσης λειτουργούν, απόμακρα από τις χώρες και τα κράτη, τους θεσμούς τους και τις κοινωνίες, με αόριστες και ασαφείς εξουσιοδοτήσεις.

Οι αποφάσεις τους κατασκευάζουν μια νέα θεσμική πραγματικότητα, η οποία είναι υποχρεωτική στην εφαρμογή της από τα κράτη-μέλη. Στο πεδίο της ΟΝΕ η νομιμοποίηση των οργάνων και των αποφάσεων είναι ακόμη πιο αόριστη, αλλά πολύ πιο δύσκαμπτη. Εδώ τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμα και ένας ιδιότυπος χώρος, που συναπαρτίζεται από ένα άτυπο όργανο (Eurogroup), υπόφορο σε ένα συγκεντρωτικό πολιτικό όργανο (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο), και μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) που μέλη της είναι οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών και έχει το προνόμιο της έκδοσης του νομίσματος.

Όλοι αυτοί οι, περίπλοκοι και οι απομακρυσμένοι από τον δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο, μηχανισμοί έχουν εξεργαστεί την άρση ή την αδυναμία άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων και έχουν ουσιωδώς περιστείλει την λειτουργία της δημοκρατίας. Αυτές οι πραγματικότητες δεν είναι ανεκτές και είναι οφειλή της νεωτερικής οργάνωσης, να επεξεργαστεί τις εναλλακτικές δυνατότητες για την στήριξη των αδύναμων και των ενδεών, ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική συμμετοχή και να λειτουργήσει με διεξοδικότητα η δημοκρατία του μέλλοντός μας.

*Ο Ανδρέας Ν. Λύτρας γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει διατελέσει Διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας, Διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, Διοικητής στο ΓΝΑ «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο-ΕΕΣ», Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου (για τρεις θητείες), Αντιπρύτανης στο Πάντειον Πανεπιστήμιο και Πρόεδρος του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Το συγγραφικό του έργο (στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα) περιλαμβάνει είκοσι δύο αυτοτελείς εργασίες, αλλά και πολλές συμμετοχές σε συλλογικά έργα, άρθρα, εκθέσεις, μελέτες και ανακοινώσεις σε συνέδρια. Τα περισσότερα έργα του έχουν πολλές αναφορές, διεθνώς. Βιβλία του για πολλά χρόνια χρησιμοποιούνται, ως διδακτικά, σε τέσσερα ελληνικά πανεπιστήμια. Τα περισσότερα από τα δημοσιευμένα έργα του έχουν ενταχθεί σε πάνω από εβδομήντα ελληνικές και ξένες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες (και σε εθνικές βιβλιοθήκες).

 


[1] Liberté, égalité, fraternité. ΤοσύνθημαθεωρείταιότιαναφέρεταιγιαπρώτηφοράεπίσημααπότονMaximilien RobespierreστηνομιλίατουγιατηνοργάνωσητηςΕθνικήςΦρουράς, στηνόποίαλέειταακόλουθα: “Elles porteront sur leur poitrine ces mots gravés : LE PEUPLE FRANÇAIS, & au-dessous : LIBERTÉ, ÉGALITÉ, FRATERNITÉ. Les mêmes mots seront inscrits sur leurs drapeaux, qui porteront les trois couleurs de la nation” («Αυτοίθαφέρουνστιςστολέςτουςτιςπαρακάτωλέξεις: ΟΓαλλικόςΛαόςκαιαπόκάτω: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα. Οι ίδιες λέξεις θα γράφονται πάνω στη σημαία τους, που θα φέρουν τα τρία χρώματα του έθνους»). Πβ., M. Robespierre,Discours sur l’organisation des gardes nationals” (5-12-1790), Ouvres de Maximilien Robespierre, Tome VI., Presses Universitaires de France, 1950, σ. 643

[2] “French Third Republic” (La Troisième Républiqueou La IIIe République), Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/French_Third_Republic.  

[3] Rochdale Pioneers Museum, Our Story,  Hollinwood, Oldham, Co-operative Heritage Trust, 2013, http://www.rochdalepioneersmuseum.coop/wp-content/uploads/2013/02/Our-Story.pdf.

[4]Κ. Μarx, F. Εngels, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», Διαλεχτά Έργα, Αθήνα, Γνώσεις, τ. 1, σσ. 19-58.

[5]Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα. Ατομικές Ελευθερίες, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1982, τ. α΄, σσ. 19-20, 22-25.

[6]J.M. Keynes, The General Theory of Employment, Interest and Money, London, Macmillan 2007 (1936).

[7]W. Beveridge, Social Insurance and Allied Services, London, H.M. Stationary Office, Cmd. 6404, 1942∙ W. Beveridge, Social Insurance and Allied Services: Memoranda from Organizations, London, H.M. Stationary Office, Cmd. 6405, 1942∙ W. Beveridge, Full Employment in a Free Society. A Summary, London, The New Statesman and Nation-Reynolds News, 1944.

[8]P.Α. Baran, P.Μ. Sweezy, Monopoly Capital. An essay on the American economic and social order, New York, Modern Reader, 1968 (1966), σ. 146.

[9]K. Galbraith, Η Καλή Κοινωνία, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1997, σσ. 228-229∙ L. Thurow, Το Μέλλον του Καπιταλισμού. Πως οι σύγχρονες οικονομικές δυνάμεις διαμορφώνουν τον κόσμο του αύριο, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1997, σ. 367.

[10]M. Friedman, Capitalism and Freedom, Chicago, Chicago University Press, 2002 (1962), σσ. 192-195.

[11] Το πρόγραμμα αποτέλεσε τη νέα πολιτική για την καταπολέμηση της φτώχειας και της ανεργίας και τό εισηγήθηκε ο Πρόεδρος Κλίντον. Πβ., [USA], Personal Responsibility and Work Opportunity Reconciliation Act-PRWORA, (USA) Public Law 104-193, Aug. 22, 1996. Η ψήφιση του νόμου δημιούργησε μια νέα παρέμβαση για τις άπορες οικογένειες (Temporary Assistance for Needy Families-TANF).

[12][Ευρωπαϊκή Ένωση], «Ενοποιημένη Απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση», Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 115/15 (EL), 9-5-2008∙ [Ευρωπαϊκή Ένωση], «Ενοποιημένη Απόδοση της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 83/49 (EL), 30-3-2010.