Όπως ήταν φυσικό – και λόγω των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων – τα προβλήματα στην περιοχή ήταν ιδιαιτέρως οξυμένα. Οι αμοιβές των εργατών ήταν χαμηλές, η εργάσιμη ημέρα ξεπερνούσε τις 10 ώρες και η αργία της Κυριακής δεν εφαρμοζόταν παντού. Οι αγρότες υπέφεραν. Οι απαλλοτριώσεις παρά τους νόμους δεν προχωρούσαν. Μεγάλος τσιφλικάς στην περιοχή των Τρικάλων αυτή την εποχή είναι η Εκκλησία και συγκεκριμένα τα μοναστήρια που επί Τουρκοκρατίας έπαιρναν τα κτήματα των χριστιανών για να τους προστατεύσουν από τους Τούρκους, αλλά μετά την απελευθέρωση δεν τα επέστρεψαν στους δικαιούχους τους. Γι’ αυτό κι ένα από τα βασικά αιτήματα των αγροτών εκείνη την εποχή ήταν να τους επιστραφούν τα κτήματά τους από τα μοναστήρια και τις εκκλησίες. Δεινή, για την εποχή που εξετάζουμε, ήταν και η θέση των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης, που περίμεναν να ζήσουν από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού, τους αγρότες και τους εργάτες, δηλαδή από τάξεις και κοινωνικά στρώματα, τα οποία ζούσαν σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, με το γυρισμό δηλαδή των εξαθλιωμένων στρατιωτών και την εισροή χιλιάδων προσφύγων
Τέτοια ήταν η κατάσταση σε γενικές γραμμές, όταν το Φλεβάρη του ’25 ξέσπασε η λαϊκή εξέγερση των Τρικάλων.
Της εξέγερσης των Τρικάλων είχε προηγηθεί ο ξεσηκωμός στο Καστράκι και η κατάληψη από τους αγρότες των μοναστηριακών κτημάτων. Ο ξεσηκωμός στο Καστράκι είχε αποφασιστεί από την Ένωση Παλαιών Πολεμιστών και σημείωσε μεγάλη επιτυχία, γεγονός που τρομοκράτησε τις αρχές, με αποτέλεσμα να πολιορκηθεί το χωριό από δυνάμεις του στρατού και χωροφύλακες και να απειληθεί αιματοχυσία, η οποία αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Στο απόσπασμα χωροφυλακής που πήγε να τους βγάλει αντιστάθηκαν. Βρισκόνταν οπλισμένοι πίσω απ’ τους βράχους και οι χωροφύλακες υποχώρησαν.
Το πρωινό της 2ας Φεβρουαρίου ήταν ένα ζεστό ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό, ενώ τα Τρίκαλα έσφυζαν από ζωή, αφού τούτη η μέρα ήταν ημέρα του παζαριού και πολλοί αγρότες είχαν μαζευτεί στην πόλη. Οι εργάτες του Εργατικού Κέντρου μοίρασαν από νωρίς το πρωί προκηρύξεις στους χωρικούς, με αιτήματα την απαλλοτρίωση των κτημάτων, κατά του πολέμου και κατά της ακρίβειας. Κατά τις δύο το μεσημέρι, οι εργάτες βγήκαν από το Εργατικό Κέντρο κρατώντας μαύρες σημαίες και λάβαρα με συνθήματα. Οι αγρότες ενώθηκαν μαζί τους και τους μίλησε ο κουρέας Σταύρος Καραγκούνης. Υστερα όλοι μαζί βάδισαν προς τη Νομαρχία, με σκοπό να επιδώσουν ψήφισμα. Εκείνο το ψήφισμα έλεγε:
«Σύμπας εργατοαγροτικός λαός Τρικάλων και περιχώρων κατόπιν προσκλήσεως διά προκηρύξεων υπό Κεντρικής Ενώσεως Πολεμιστών Τρικάλων, εξηγούσας καταδίωξιν συναδέλφων Καστρακιωτών καταλαβόντας μοναστηριακά, συνελθόντες εις πάνδημον συναγερμόν ακούσαντες λόγους ρητόρων εξηγούντας καταδιώξεις εργατοαγροτών, αξιοί:
1) Αμεσον ανάκλησιν σταλέντος Καστράκιον στρατού,
2) Αμεσον απόλυσιν ηγετών εργατοαγροτικής τάξεως και δη γραμματέα Κεντρικής Ενώσεως «Μέλλον», σιδηροδρομικών Καρβούνην
3) Επαναφοράν εξορίστων άμεσον
4) Αμεσον απαλλοτρίωσιν μοναστηριακών κτημάτων, τσιφλικίων, αυτοκαλλιεργουμένων, χωρίς αποζημίωσιν εις ακτήμονας εφέδρους και παροχήν γεωργικών εργαλείων, σπόρου, λιπασμάτων
5) Τη μη εφαρμογήν νέου δασμολογίου πλήττοντος λαϊκάς τάξεις
6) Αμεσον διάλυσιν φασιστικών οργανώσεων και καταδίωξιν οργανωτών
7) Καταδίκη εις θάνατον καταχραστών σακαράκιδων λαϊκού ιδρώτος
8) Πλήρη ελευθερίαν συνελεύσεων και συγκεντρώσεων.
9) Καταβολήν φόρου εκ πολέμου ευκόλως πλουτίσαντας.
10) Επίσης Κυβέρνησις παύσει προπαρασκευήν πολέμου καθόσον εφαρμόσωμεν σύνθημα πόλεμος κατά πολέμου.
Η Επιτροπή Λαού».
Κατευθυνόμενη προς τη Νομαρχία, η πορεία πέρασε από τις δυο γέφυρες, την Κεντρική και της Μαρούγκενας, τις οποίες φρουρούσαν δυνάμεις Χωροφυλακής βοηθούμενες και από διάφορους τραμπούκους (φύλακες φυλακών, αγροφύλακες και άλλους). «Μπροστά σ’ αυτές τις γέφυρες για να σπάσει η ζώνη της Χωροφυλακής, δόθηκε μια πραγματική μάχη που κράτησε κάμποση ώρα, αλλά, τελικά, η ορμητικότητα των διαδηλωτών ήταν τόση μεγάλη, ώστε έσπασε τη ζώνη των χωροφυλάκων».
Έτσι η λαοθάλασσα ξεχύθηκε στο δρόμο που οδηγούσε στη Νομαρχία. Οι εργάτες και οι αγρότες ζήτησαν να βγει ο νομάρχης να του μιλήσουν. Αυτός αρνήθηκε και κάλεσε το στρατό. Έφτασε ο διοικητής του Συντάγματος Χρ. Καβράκος (ο ίδιος που την άνοιξη του ’41 παρέδωσε την Αθήνα στους Γερμανούς) με 100 στρατιώτες. Άρχισε η σύγκρουση με τους διαδηλωτές.
Ο Καβράκος διέταξε τους στρατιώτες να πυροβολήσουν το πλήθος στο ψαχνό, αλλά τον υπάκουσαν μόνον ορισμένοι επιτελείς του και φυσικά οι χωροφύλακες, με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν έξι και να τραυματιστούν πολλοί, από τους διαδηλωτές εργάτες και αγρότες. Έγιναν επίσης πολλές συλλήψεις. Από τους πρώτους νεκρούς ο Μιχ. Ράδος, εργάτης ξυλουργός, πατέρας του ταμία του Εργατικού Κέντρου, ο Γιώργος Ντάλλας, καρεκλάς, ο Νικ. Νταβάρας καπνεργάτης, ο Νικ Σταφίκος, εργάτης. Σκοτώθηκαν επίσης οι αγρότες Κων. Βουτσελάς απ’ τον Πυργετό, Δημ. Κούτρας απ’ τις Καρυές. Οι τραυματισμένοι είναι πολύ περισσότεροι. Σοβαρά τραυματισμένος στο μάτι είναι ο Χρήστος Μπρέντας, αγρότης από το Μισδάνι, ο Γ. Πράσσας, σοφέρ από τη Λάρισα (επιπόλαια τραυματισμένος από σφαίρα Μπράουνιγκ), ο Γεώργ. Αντωνόπουλος, αγρότης απ’ το Φλαμούλι, ο Απ. Τσιτσάβας, αγρότης από την Μπάγια και άλλοι πολλοί.
Στις 31 Μαρτίου του 1925 άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης στο στρατοδικείο της Λάρισας με αποτέλεσμα από τους 27 κατηγορούμενους να καταδικαστούν 13, από 8 χρόνια ειρκτή έως ένα χρόνο φυλακή. Συνολικά, το δικαστήριο επέβαλε 62 χρόνια φυλακή, και οι βαρύτερα καταδικασμένοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Κέρκυρας, για να αμνηστευτούν, σε λίγο, μετά την ανατροπή της Παγκαλικής δικτατορίας.