Ένα προκλητικό ερώτημα είναι το ακόλουθο: πως ακριβώς είναι η εικόνα του πλούσιου; Επιπρόσθετα: μήπως είναι αδύνατον να δώσουμε μια ρεαλιστική απάντηση στο ερώτημα αυτό; Ο μέσος άνθρωπος δεν βλέπτει και δεν συναντά ποτέ τους πλούσιους, στην κανονική ζωή του. Οι πλούσιοι δεν εργάζονται κανονικά ή τουλάχιστον από κάποια επιτακτική υποχρέωση. Ακόμη και αν ξυπνάνε νωρίς δεν είναι υποχρεωμένοι να πηγαίνουν αξημέρωτα στη δουλειά, δεν κτυπάνε κάρτα άφιξης στην εργασία, όπως οι ίδιοι υποχρεώνουν όλους τους υπόλοιπους, δεν κοπιάζουν σαν τις μεγάλες μάζες για να κερδίσουν το ψωμί και τα καθημερινά καλούδια τους. Οι πλούσιοι δεν χρησιμοποιούν μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν συγχνωτίζονται συνήθως με άλλους ανθρώπους στις λαϊκές διασκεδάσεις και δεν στέκονται σε ουρές αναμονής στις τράπεζες και τα αεροδρόμια. Πολύ σπάνια δοκιμάζουν ακόμη και τις πιο ακραίες εξυπηρετήσεις των πολυτελών ή υπέρ-πολυτελών ξενοδοχείων. Ακόμη και αν συνοικούν στην ίδια χώρα, μένουν προστατευμένοι σαν να ζουν σε «άλλη χώρα».
Ο μέσος άνθρωπος ή «ανθρωπάκος» μπερδεύεται, σχετικά με την σημασία της έννοιας και του πραγματικού πλούσιου. Συγχέει τον πολύ εύπορο ή τον σχετικά πλούσιο άνθρωπο (με μερικά εκατομμύρια δολάρια) με τους αληθώς πλούσιους, για τους οποίους οι αμέσως προηγούμενοι είναι αμελητέοι ή απλώς «τιποτένιοι». Οι αληθώς πλούσιοι έχουν αμέτρητο πλούτο και η φυσική τους παρουσία διαφεύγει της προσοχής της κοινωνίας. Οι φευγαλέες και φαντασμαγορικές εμφανίσεις τους είναι σπάνιες και επιτηδευμένες, ενώ οι κάποιες ευτράπελες και προκλητικές εμφανίσεις των μελών των οικογενειών τους αποτελούν διαφυγές από την κανονικότητα, συχνά επεξεργασμένες από τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης που ελέγχουν οι ίδιοι ή επηρεάζουν μέσα από χρηματοδοτικές δολιχοδρομίες. Είναι οι άνθρωποι που ταξιδεύουν με ιδιωτικό τζετ, όταν οι άλλοι συνωθούνται στα επιβατικά αεροσκάφη. Είναι οι διάσημοι που κάνουν διακοπές σε υπερπολυτελείς θαλαμηγούς, την ώρα που ακόμη και οι εύποροι τουρίστες προσεγγίζουν τους πιο επιθυμητούς προορισμούς με φτηνά τσάρτερ και επιβατηγά πλοία, ενδεχομένως, και στην πρώτη θέση. Είναι οι πολύ απαιτητικοί τουρίστες που κάνουν διακοπές σε βίλλες, συνοδευόμενοι από την ασφάλεια, τους ομοίους τους και τους διασκεδαστές τους. Είναι οι άνθρωποι που επιβάλλουν τη μόδα και τα γούστα τους (κομψά λέγεται life-styling), σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο και με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν στα πρότυπα της κατανάλωσης∙ επομένως επιβοηθούν την κερδοφορία τους. Ήδη, πρέπει να είναι εμφανές ότι οι πραγματικά πλούσιοι είναι τόσο μακριά από τις κοινωνίες, από τις οποίες ιδιοπούνται τον πλούτο, ώστε είναι σχεδόν αόρατοι. Τους βλέπουμε κάθε φορά που τα περιοδικά Fortune και Forbes παρουσιάζουν τα ονόματά τους, με τις εικόνες τους, και αραδιάζουν τα δισεκατομμύρια τους.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι ίσως το επόμενο: Πόσοι είναι οι πλούσιοι και πόσο πλούτο κατέχουν; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι πολύ πιο εύκολες. Είναι πολύ λίγοι, ίσως και εξωφρενικά λίγοι σε σχέση με τον αμύθητο πλούτο που βρίσκεται στην κατοχή τους. Πιο απερίφραστη είναι η απάντηση της Oxfam International,[3] η οποία επισημαίνει ότι οι εξαιρετικά πλούσιοι είναι εξήντα δύο άτομα που έχουν περίπου τον ίδιο πλούτο με 3,6 δισ. ανθρώπους (από τα περίπου επτά δισεκατομμύρια του παγκόσμιου πληθυσμού). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2010 η ίδια ισοδυναμία αφορούσε σε 388 πλούσιους∙ δηλαδή στα παρελθόντα χρόνια ο πλούτος συγκεντρώθηκε σε ακόμη λιγότερους. Η Oxfam International εξηγεί ότι το 46% της αύξησης του πλούτου, από το 1988 έως το 2011, έγινε αντικείμενο ιδιοποίησης από το πλουσιώτερο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αν η θύμηση είναι σωστή, αυτό ονομάζεται εκμετάλλευση. Η Credit Suisse δεν έχει προβεί σε τόσο εντυπωσιακούς ισχυρισμούς όσο η Oxfam International, αλλά μας δίνει μια ευρύτερη εικόνα των πλουσίων εκφρασμένη σε μια παγκόσμια αναλογία. Λοιπόν, το 0,7% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού ελέγχει το 45,2% του διεθνούς πλούτου, κατά το 2015. Την ίδια στιγμή 3,4 δισ. ενήλικες κερδίζουν κάτω από 10.000 δολάρια το χρόνο.[4] Φαντάζομαι ότι οι δύο κατηγορίες σε διεθνή κλίμακα δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη. Όποιος προβάλλει μια παρόμοια άποψη απλά εθελοτυφλεί ή παραποιεί την κοινωνική μας πραγματικότητα. Οι τάξεις είναι προκλητικά παρούσες στη σύγχρονη εποχή, αλλά εφόσον ο πλούτος κρύβεται στα ελάχιστα ποσοστά και στην κομψότητά του, εκείνη που ξεχωρίζει, ως πιο περίοπτη, είναι η φτώχεια. Αυτή είναι πιο φανταχτερή στα απεριποίητα ρούχα της, στο μετρημένο φαγητό της, τα συχνά οικονομικά προβλήματα, την συνεχή ανασφάλεια και τη δύσκολη μοίρα των ανθρώπων της. Σίγουρα, όλα αυτά δεν είναι φυσική επιλογή και, ασφαλώς, δεν αποτελούν παράλληλη πραγματικότητα με τον πλούτο, χωρίς άμεση και αιτιώδη σχέση μεταξύ τους.
Οι απαντήσεις, πέραν των εντυπώσεων, μπορεί και να πρόσθεσαν απορίες στους αναγνώστες. Από πού προέρχεται ο πλούτος των ολίγιστων πάμπλουτων ανθρώπων; Οι αδιαφάνειες των διεθνών οικονομικών δεδομένων, οι οποίες διαφαίνονται σε ορισμένες από τις σύγχρονες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, δεν είναι ικανές να συγκαλύψουν τα πασιφανή στοιχεία που είναι απολύτως γνωστά. Πολύ συχνά τα προσπερνούν οι σχετικές ειδήσεις και ορισμένες φορές διστάζει να αναφερθεί σε αυτά η επιστημονική έρευνα (άλλοτε προσδιορισμένη από την ιδεολογία των λειτουργών της και άλλοτε περιορισμένη από την πιθανή διακοπή της χρηματοδότησης). Υπάρχουν, ωστόσο, σε βάσεις δεδομένων των διεθνών οργανισμών και είναι κραυγαλέα. Οι πλούσιοι του σημερινού κόσμου είναι επιχειρηματίες, δηλαδή είναι παράλληλα και εργοδότες, στις υπηρεσίες, τη βιομηχανία και σε μικρότερο μερίδιο στην πρωτογενή παραγωγή (στον εν γένει αγροτικό τομέα). Πολύ λίγοι από τους προφανώς πλούσιους δεν είναι αμέσως εργοδότες. Αυτή η πραγματικότητα μάς δίνει να καταλάβουμε με ευθύτητα και χωρίς περιστροφές ότι, εφόσον οι ίδιοι δεν δουλεύουν κανονικά, ο πλούτος τους συνδέεται με την εργασία των άλλων, δηλαδή των υπαλλήλων τους, των εργατών τους και των κάθε λογής μισθοδοτούμενων από το επιχειρηματικό τους ταμείο.
Μερικές ενδείξεις από αυτές τις παγκόσμιες πραγματικότητες είναι και οι παρακάτω: Οι εργοδότες στις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες είναι μια ισχνή μειονότητα και, παρά την μικρή τους αναλογία στην απασχόληση, μειώνονται ακόμη περισσότερο, όσο περνούν τα χρόνια. Ελάχιστα περιστατικά αντίστροφης κατεύθυνσης μπορούν να καταγραφούν και να τεκμηριωθεί η σταθερότητά τους. Στην Αυστραλία, το 1987, το σύνολο των μικρών και μεγάλων εργοδοτών ήταν το 4,85% των απασχολούμενων και το 2013 αποτελούν το 2,1% του εργαζόμενου πληθυσμού. Στην Ιαπωνία, το 1987, η ίδια ομάδα ήταν το 3,35% και το 2013 καταλήγει να είναι το 2,2%. Στο ΗΒ το 2013 οι εργοδότες (μικροί και μεγάλοι) είναι το 2,5% των απασχολουμένων, ενώ στην Ολλανδία είναι το 3,8%, στη Γαλλία αποτελούν το 4,3%, στη Γερμανία, όπως και τον Καναδά, το 4,7%, στην Ισπανία και την Πορτογαλία αντιπροσωπεύουν το 5,2% και 5,1% της απασχόλησης αντίστοιχα.[5]
Οι μισθωτοί είναι το 89,8% στην Αυστραλία, 89,4% στη Σουηδία, το 88,8% στη Γερμανία, το 88,7% στη Γαλλία, το 88% στην Ιαπωνία, το 85% στο ΗΒ, το 83,9% του συνόλου της απασχόλησης στην Ολλανδία, το 2013. Το κορυφαίο ποσοστό των μισθωτών εμφανίζεται στην μεγαλύτερη οικονομική δύναμη, δηλαδή στις ΗΠΑ, με 93,4% το 2013, την στιγμή που μειώνεται αισθητά η αναλογία του αθροίσματος εργοδοτών και αυτοαπασχολουμένων από το 7% το 2009, στο 6,5% το 2013 (οι ΗΠΑ καταγράφουν και απεικονίζουν σε μια ενιαία στατιστική κατηγορία τους εργοδότες και τους αυτοαπασχολούμενους).[6] Όλα αυτά μας βεβαιώνουν, πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι η εξωφρενικά μικρή μειονότητα των εργοδοτών απασχολεί (αν εξαιρεθεί το κράτος) την εξαιρετικά μεγάλη πλειονότητα (αγγίζει τα όρια της καθολικότητας) των ανθρώπων που εργάζονται, με οποιοδήποτε υπόδειγμα της μισθωτής εργασίας. Μόνο η νοσηρή φαντασία θα ενέτασσε αυτές της εργασιακές ομάδες (τους εργοδότες και τους μισθωτούς) στην ίδια κοινωνική τάξη και πολύ περισσότερο στη «μεσαία τάξη». Άλλωστε και η ίδια η έννοια της «μεσαίας τάξης» σημαίνει την ταυτόχρονη ύπαρξη της ανώτερης και της κατώτερης τάξης. Η περιγραφή που απορρέει από τα αδιαμφισβητητα δεδομένα κάνει σαφή την εργασιακή και την κοινωνική πόλωση, η οποία ισορροπεί απολύτως με την εικόνα από την παγκόσμια κατανομή του πλούτου και της φτώχειας.
Μην αναρωτιέστε από πού, ακριβώς, αποκτάται ο πρόσθετος πλούτος των πλουσίων. Κατά το μάλλον προέρχεται από τη σκληρή, καθημερινή και αποδοτική εργασία των μισθωτών. Δεν υπάρχει εναλλακτική τοποθέτηση από αυτήν που διατυπώνει ο A. Smith, περί της απόκτησης του νέου πλούτου. Οι μισθωτοί, με την εργασία τους, αναπληρώνουν το σύνολο της αξίας (μαζί και την αξία του μισθού τους), το οποίο έχει προκαταβάλλει ο (κάτοχος του αποθέματος και) εργοδότης τους, και παράγουν στο ακέραιο το κέρδος του κατόχου του αποθέματος.[7] Ακόμη και οι εκπρόσωποι της νεοκλασικής θεωρίας δεν έχουν ισχυριστεί, οποιαδήποτε στιγμή, ο,τιδήποτε διαφορετικό. Η ίδια διαπίστωση, με τους θεωρητικούς μετασχηματισμούς της μαρξιστικής ανάλυσης, θεμελιώνει την έννοια της υπεραξίας, ως την υλική αποτύπωση της εκμετάλλευσης των εργατών από τους καπιταλιστές.[8]
Στη νεωτερική κοινωνία η δημιουργία των απίστευτων κερδών της ισχνής ομάδας των πολύ πλούσιων εργοδοτών προέρχεται αποκλειστικά από την απόσπαση του πλούτου, τον οποίο δημιουργεί η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων. Η μισθωτή εργασία των συντριπτικών πλειονοτήτων των εργαζόμενων πληθυσμών του πλανήτη, στις πιο ταπεινές ή τις πιο επιτηδευμένες και απαιτητικές εργασίες, δημιουργεί την τεράστια μάζα της αξίας που ιδιοποιείται η μειονότητα των εργοδοτών. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα της εμφάνισης των τάξεων, με αντίστροφα συμφέροντα, στην πράξη. Η ίδια κατάσταση παρουσιάζει και το γενικό πλαίσιο της ανισότητας, όπως δύναται να είναι διακριτό από τα δεδομένα της απασχόλησης.
Μια σημαντική ομάδα απασχολουμένων παραμένει παρούσα, παρά τη φθίνουσα πορεία της στο χρόνο, με ξεχωριστή ιδιότητα το γεγονός ότι τα μέλη της είναι εργαζόμενοι για δικό τους λογαριασμό. Είναι, δηλαδή, εκείνοι που δεν αποτελούν ούτε εργοδότες ούτε μισθωτούς (από τα διάφορα υποδείγματα της μισθωτής εργασίας). Στις πιο γνωστές περιπτώσεις χωρών και λειτουργίας της οικονομίας είναι αυτοαπασχολούμενοι αγρότες, βιοτέχνες (παραγωγοί, συντηρητές, επισκευαστές κλπ), έμποροι και εκπρόσωποι των επαγγελμάτων των υπηρεσιών (δικηγόροι, λογιστές, ασφαλιστές, ανεξάρτητοι εκπαιδευτικοί κλπ). Οι αυτοαπασχολούμενοι δεν απασχολούν άλλους εργαζόμενους, ως μισθωτούς, αν εξαιρέσουμε τα απλήρωτα συμβοηθούντα μέλη της οικογένειας (μια κατηγορία που καταγράφεται στις επίσημες στατιστικές της απασχόλησης). Στα πιο παραδοσιακά επαγγέλματα είναι συνήθως ιδιοκτήτες της γης, των αστικών ακινήτων και των εργαλείων ή των μηχανημάτων, τα οποία είναι απαραίτητα για την επιτέλεση της δραστηριότητας τους. Στα πιο σύγχρονα επαγγέλματα (λειτουργοί της πληροφορικής, εργαζόμενοι στις διαδικτυακές πωλήσεις, πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών κλπ) και δραστηριότητες, η κατοχή κάποιας σημαντικής ατομικής ιδιοκτησίας, που συνδέεται με το αντικείμενο της ενασχόλησης, παρουσιάζει μικρότερη πυκνότητα εμφάνισης ή απουσιάζει εντελώς.
Στις περισσότερες αναπτυγμένες και σημερινές πρωτοπόρες χώρες οι αυτοαπασχολούμενοι ήταν, το 2013, λιγότεροι από το 10% του εργαζόμενου πληθυσμού. Συγκεκριμένα, στην Αυστραλία αποτελούν το 7,8%, στην Ιαπωνία και την Γαλλία αντιπροσωπεύουν το 6,6% και στη Γερμανία είναι το 6%. Υπάρχουν παραδείγματα αναπτυγμένων χωρών που έχουν παρουσιάσει μια ανάκαμψη των αυτοαπασχολουμένων, οι οποίοι μάλλον αφορούν στα σύγχρονα επαγγέλματα χωρίς ιδιοκτησία, όπως το ΗΒ (11,7% το 2013) και η Ολλανδία (11,8% το 2013). Σημειώνουμε ότι το ποσοστό (6,5% της απασχόλησης) του αθροίσματος εργοδοτών και αυτοαπασχολουμένων στις ΗΠΑ, το ίδιο έτος, στο μεγαλύτερο μέρος του (περί τα δύο τρίτα) εκτιμάται πως αφορά σε αυτοαπασχολούμενους. Παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα σε σχέση με τους εργοδότες, οι αυτοαπασχολούμενοι αντανακλούν μια περιορισμένη αναλογία στην απασχόληση και την κοινωνική οργάνωση.[9] Η δεδομένη φθίνουσα εξέλιξη αυτών των εργασιακών ομάδων, εκτός των δεδηλωμένων εξαιρέσεων και των δημιουργημάτων των οικονομικών συγκυριών,[10] επαναλαμβάνεται στις χώρες που εκσυγχρονίζονται ταχέως. Εκεί οι αναλογίες των αυτοαπασχολουμένων μειώνονται, συνεχώς, ενώ την ίδια περίοδο αυξάνονται οι αναλογίες της μισθωτής εργασίας.
Τα προαναφερθέντα, σχετικά με την απασχόληση, επικυρώνουν, δίχως πολλά περιθώρια αμφισβητήσεων (εκτός ελασσόνων ζητημάτων και ήσσονος σημασίας εξαιρέσεων), την κοινωνική πόλωση. Υπάρχουν, βεβαίως, πρόσθετα στοιχεία που αφορούν και σε μη-εργαζόμενους, είτε αυτοί είναι άνεργοι είτε δεν συμμετέχουν για διάφορους λόγους στο εργατικό δυναμικό. Τα δεδομένα για την αναλογία των φτωχών στις αναπτυγμένες χώρες ενδυναμώνουν τις προηγούμενες εκτιμήσεις και διαπιστώσεις. Τα πρώτα χρόνια της δεύτερης δεκαετίας (ή στην πιο πρόσφατη μέτρηση μέχρι το 2012) του εικοστού πρώτου αιώνα, στις ΗΠΑ οι φτωχοί αντιπροσωπεύουν το 17,39%, στην Ιαπωνία το 16,03% (2009), στην Ελλάδα το 15,22%, στην Ισπανία το 15,09%, στη Δημοκρατία της Κορέας (Ν. Κορέα) το 14,64%, στην Αυστραλία το 13,80%, στην Ιταλία το 12,60%, και στην Πορτογαλία το 11,87% (για να αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα).[11] Πρέπει να σκεφτούμε πως κάποιοι από τους καταγεγραμμένους ενδεείς είναι είτε πολύ χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι από όλες τις κατηγορίες (εκτός βεβαίως των εργοδοτών) είτε περιθωριοποιημένοι συγκυριακά ή πιο σταθερά από την απασχόληση και τα υποφερτά εισοδήματα οποιασδήποτε δόκιμης προέλευσης. Η ένδεια στον αναπτυγμένο κόσμο μπορεί να δίνει δυσάρεστη εικόνα για τις χώρες, τις οποίες είναι συνηθισμένο να θεωρούμε συνώνυμες με τις «πολιτισμένες». Είναι μέγιστη οφειλή μας, να μην λησμονούμε ότι η κοινωνική κατάσταση, εκτός των πρωτοπόρων και των σχετικά πιο πλούσιων χωρών, και η συνακόλουθη κοινωνική πόλωση είναι απλά αφόρητη.
Μόνο η αναισθησία μπορεί να κάνει όλη αυτή την πραγματικότητα ανεκτή ή αποδεκτή. Η κοινωνική δημοκρατία του μέλλοντός μας οφείλει να μεταβάλλει τις διεθνείς και εθνικές κατανομές του πλούτου. Είναι δέον να συνεισφέρει σε μια ανασύνθεση με στόχο τη βιώσιμη λειτουργία της οικονομίας και της εργασίας για τις μεγάλες πλειονότητες, ακόμη και με παρεμβάσεις στους συσχετισμούς των καθεστώτων της απασχόλησης. Όποιος ομνύει στην ισότητα απαιτείται να τήν προωθεί με ενεργητικά μέτρα. Όσοι θεωρούν, ότι η ελευθερία περιλαμβάνει το δικαίωμα των ισχυρών να διεκδικούν την εδραίωση της ανισότητάς τους, δηλαδή των προνομίων τους, προσβάλλουν τα θεμελιώδη περιεχόμενα, τα οποία αποκρυσταλλώνουν τον κοινό πολιτισμό μας.
*Ο Ανδρέας Ν. Λύτρας γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει διατελέσει Διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας, Διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, Διοικητής στο ΓΝΑ «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο-ΕΕΣ», Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου (για τρεις θητείες), Αντιπρύτανης στο Πάντειον Πανεπιστήμιο και Πρόεδρος του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Το συγγραφικό του έργο (στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα) περιλαμβάνει είκοσι δύο αυτοτελείς εργασίες, αλλά και πολλές συμμετοχές σε συλλογικά έργα, άρθρα, εκθέσεις, μελέτες και ανακοινώσεις σε συνέδρια. Τα περισσότερα έργα του έχουν πολλές αναφορές, διεθνώς. Βιβλία του για πολλά χρόνια χρησιμοποιούνται, ως διδακτικά, σε τέσσερα ελληνικά πανεπιστήμια. Τα περισσότερα από τα δημοσιευμένα έργα του έχουν ενταχθεί σε πάνω από εβδομήντα ελληνικές και ξένες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες (και σε εθνικές βιβλιοθήκες).
[1]U.S. Department Of Commerce (Economics and Statistics Administration), Office of the Vice President of the United States (Middle Class Task Force), Middle Class in America, Washington D.C., 2010 (January)∙ A. Banerjee, E. Duflo, “What is Middle Class about the Middle Classes Around the World?”, MIT, Department of Economics, Working Papers, No. 07-29, Cambridge Mass., 2007.
[2]H. Kharas, “The Emerging Middle Class in Developing Countries”, OECD, Development Centre, Working Papers, No. 285, 2010 (January).
[3]Oxfam International, “An economy for the 1%. How privilege and power in the economy drive extreme inequality and how this can be stopped”, Oxfam Briefing Papers, Oxford, Oxfam GB, 2016 (January), No, 210, σσ. 2-3, 9, 11, 12-15.
[4]M. Stierli, “Preface”, Credit Suisse Research Institute, Global Wealth Databook 2015, Zurich, Credit Suisse Research Institute (www.credit-suisse.com/researchinstitute), 2015 (October), σ. 3.
[5] ILO, Labor sta, Employment by Status in Employment, 1986-2008 (www.ilo.org)∙ ILO, ILO STAT, Employment by Status in Employment, 2009-2013 (www.ilo.org)∙ A.N. Lytras, A Radical Policy for Combating Unemployment, Athens, Papazissis Publishers, 2017 (eBook).
[6] ILO, Labor sta, Employment by Status in Employment, 1986-2008 (www.ilo.org)∙ ILO, ILO STAT, Employment by Status in Employment, 2009-2013 (www.ilo.org)∙ A.N. Lytras, Wage Labour in Modern Society, Athens, Papazissis Publishers, 2016 (eBook).
[7]«Από τη στιγμή που συσσωρεύτηκε απόθεμα στα χέρια συγκεκριμένων ατόμων, κάποια απ’ αυτά είναι φυσικό να το χρησιμοποιήσουν βάζοντας φιλόπονους ανθρώπους να δουλέψουν, παρέχοντας τους υλικά και μέσα ατο μικής συντήρησης, προκειμένου να πραγματοποιήσουν κέρδος από την πώληση της εργασίας τους ή από αυτό που προσθέτει η εργασία των εργατών στην αξία των υλικών. Κατά την ανταλλαγή της συνολικής παραγωγής είτε με χρήματα είτε με ανθρώπινη εργασία είτε με άλλα αγαθά, σε τιμή ανώτερη από όσο είναι αρκετό για να πληρωθεί η τιμή των υλικών και της εργασίας, ένα ποσό πρέπει να δοθεί για τα κέρδη του επιχειρηματία που διακινδύνευσε το απόθεμά του σε αυτήν την περιπέτεια. Η αξία επομένως, που προσθέτουν οι εργάτες στα υλικά αναλύεται στην περίπτωση αυτή σε δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο πληρώνει τους μισθούς τους και το δεύτερο τα κέρδη του εργοδότη τους για το συνολικό απόθεμα που προκατέβαλε για τα υλικά και τους μισθούς. Ο επιχειρηματίας δεν θα είχε οποιοδήποτε συμφέρον να τους απασχολήσει, αν δεν προσδοκούσε από την πώληση του προϊόντος κάτι περισσότερο από αυτό που χρειαζόταν για την αναπλήρωση του αποθέματός του· και δεν θα είχε συμφέρον να χρησιμοποιήσει ένα μεγάλο απόθεμα σε σχέση με ένα μικρότερο, παρά μόνον αν τα κέρδη του έχουν κάποια αναλογία με το μέγεθος του χρησιμοποιηθέντος κεφαλαίου». A. Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, London, G. Bell and Sons, 1887, Vol. I, σσ. 48-49.
[8]«…ένα μέρος από την καθημερινή εργασία του εργάτη πληρώνεται, ενώ το άλλο μέρος μένει απλήρωτο, και ενώ αυτή η απλήρωτη εργασία, η υπερεργασία, αποτελεί ακριβώς το ποσό από το οποίο σχηματίζεται η υπεραξία ή το κέρδος, ωστόσο φαίνεται σαν όλη η εργασία να είναι πληρωμένη εργασία…». K. Marx, «Μισθός, Τιμή, Κέρδος», K. Marx, F. Engels, Διαλεχτά Έργα, Αθήνα, Γνώσεις, τ. 1, σσ. 466-531, και ιδίως, σ. 507.
[9] ILO, ILO STAT, Employment by Status in Employment, 2009-2013 (www.ilo.org)∙ A.N. Lytras, A Radical Policy for Combating Unemployment, όπ.π.
[10] Μια ποσοστιαία ανάκαμψη των αυτοαπασχολουμένων (παρά την αριθμητική τους μείωση) συμβαίνει περισσότερο στην Ελλάδα και λιγότερο στην Ισπανία, στα χρόνια της έξαρσης της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην μείωση της συνολικής απασχόλησης.
[11]OECD, PovertyIndex(http//:www.oecd.org).