Κοινωνική επιχειρηματικότητα
Ο όρος «κοινωνική επιχειρηματικότητα» εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1990 στις αγγλοσαξονικές χώρες. Καλύπτει ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και πρωτοβουλιών, περιλαμβανομένων των κοινωνικών πρωτοβουλιών που εκδηλώνονται από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, θεσμικών φορέων που ρητά επιδιώκουν κάποιον κοινωνικό σκοπό, σχέσεων και πρακτικών που αποφέρουν κοινωνικά οφέλη, επιχειρηματικών τάσεων σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, και εγχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του δημόσιου τομέα. Τέτοιες πρωτοβουλίες μπορούν να αναλαμβάνονται από ιδιώτες, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, δημόσιους φορείς ή μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς σε συνεργασία με κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης των εταιρικών κερδών και μια δέσμευσης κοινωνικής ευθύνης. Δεν είναι απαραιτήτως ολοκληρωμένες, ούτε αναμένεται να μένουν αναλλοίωτες με την πάροδο του χρόνου. Εν γένει, η κοινωνική επιχειρηματικότητα ερμηνεύεται ως μια δραστηριότητα που αναλαμβάνουν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες, χωρίς αναφορά στα οργανωτικά χαρακτηριστικά και τους περιορισμούς (πρότυπα διακυβέρνησης, μη διανομή των κερδών κτλ.) που υποστηρίζουν την επιδίωξη κοινωνικών σκοπών.