Η κινητοποίηση τοπικών φορέων και πληθυσμών κρίνεται σε αυτή την περίπτωση αναγκαία στην προσπάθεια συμμετοχής, συνδιαμόρφωσης και συνευθύνης της όλης αναπτυξιακής προοπτικής. Ιδέες και δυνατότητες των τοπικών πληθυσμών είναι σκόπιμο και πολλαπλά ωφέλιμο να απελευθερώνονται δημιουργικά για να καθιστούν αποτελεσματικότερη την αναπτυξιακή προσπάθεια. Οι δομές υπάρχουν και οι κοινωνίες είναι πλέον εξοικειωμένες με συμμετοχικές διαδικασίες. Η συγκυρία είναι ευνοϊκή και πρέπει να αξιοποιηθεί προς όφελος των τοπικών κοινωνιών, της οικονομίας της περιοχής και βέβαια προς όφελος της διατήρησης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα το φυσικό περιβάλλον των ορεινών περιοχών και οικισμών αποτελεί σπουδαίο αναπτυξιακό πόρο και ταυτόχρονα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Η σωστή διαχείριση και αξιοποίησή του, σε αρμονία με τις αναπτυξιακές διαδικασίες, διασφαλίζει την αειφορία και εγγυάται τη βιώσιμη ανάπτυξη των ορεινών περιοχών.
1. Εισαγωγή.
Κατά τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται στη χώρα μας πλούσιος προβληματισμός και ανάλογος διάλογος για την αειφόρο ή βιώσιμη ανάπτυξη ορεινών περιοχών γενικά και ορεινών οικισμών ειδικότερα. Η κινητικότητα του όλου θέματος ήρθε ως συνέπεια ορισμένων σημαντικών ανακατατάξεων και διαπιστώσεων, οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι:
Όπως όμως κι αν έχουν τα πράγματα και κάτω από όποια ανάγκη κι αν δρομολογήθηκε μια τέτοια εξέλιξη, αυτή δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί θετική, τουλάχιστον για τις συνθήκες της χώρας μας και μπορεί να αποτελέσει την κατάλληλη ευκαιρία για ισόρροπη, οικολογικά και περιβαλλοντικά προσαρμοσμένη, κοινωνικά αποδεκτή και εξ αιτίας αυτών των χαρακτηριστικών, βιώσιμη ανάπτυξη των ορεινών οικισμών και περιοχών.
Η χώρα διαθέτει σήμερα σημαντική γνώση, αξιόλογη τεχνολογία και τεχνογνωσία, πολυάριθμο καλά καταρτισμένο επιστημονικό δυναμικό και βέβαια χρήσιμη εμπειρία από λάθη του παρελθόντος, ειδικότερα σ’ ό,τι αφορά στην ανάπτυξη αστικών και παράκτιων περιοχών, καθώς και εμπειρία από την ληστρική εκμετάλλευση των πόρων που διέθεταν ή διαθέτουν ακόμη οι πεδινές περιοχές της χώρας. Η περίπτωση της Θεσσαλίας αποτελεί ένα καλό παράδειγμα.
2. Η αειφορία ως έννοια.
Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα η «αρχή της αειφορίας των καρπώσεων» αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί μέχρι και σήμερα, με μικρή μόνο διαφοροποίηση «αρχή της αειφορίας των πολλαπλών λειτουργιών του δάσους», τη βασική αρχή της Δασολογικής επιστήμης και τεχνικής. Το ουσιαστικό περιεχόμενό της δεν είναι άλλο από την κατάλληλη διαχείριση των φυσικών πόρων, με τρόπο ώστε να διατηρείται η ικανότητά τους να παρέχουν διαρκώς και σε άριστο συνδυασμό τουλάχιστον την ίδια αν όχι περισσότερη και καλύτερη πρόσοδο και όλα αυτά βέβαια για την ευημερία και ευτυχία του κοινωνικού συνόλου. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως η έννοια της αειφορίας δεν είναι μονοσήμαντη και δεν προσδιορίζει μόνο ποσοτικά την ωφέλεια από την αξιοποίηση ενός πόρου, αλλά και ποιοτικά. Εμπεριέχει επιπλέον η έννοια της αειφορίας έντονη την ανθρωποκεντρική διάσταση, με ισχυρές μάλιστα ηθικές δεσμεύσεις απέναντι στην κοινωνία, στην οποία ανήκουν οι πόροι και η οποία τους διαθέτει για αξιοποίηση και ανάπτυξη.
Επομένως η έννοια της αειφορίας είναι στενά δεμένη με τη διαχείριση πόρων. Όταν βέβαια αυτή χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό της ανάπτυξης, έστω και λίγο αδόκιμα, δεν χάνει κάτι από την αξία της, ούτε και από το περιεχόμενό της. Όλες οι δεσμεύσεις που ισχύουν κατά την αειφορική διαχείριση των πόρων ισχύουν πολλαπλασιαστικά και κατά την επιδίωξη της αειφόρου ή καλύτερα της βιώσιμης ανάπτυξης.
Η βιώσιμη ανάπτυξη ορεινών οικισμών και ευρύτερα ορεινών περιοχών πρέπει επομένως να εμπεριέχει όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ωφέλειας και ευημερίας και φυσικά την ηθική δέσμευση απέναντι στην κοινωνία και κυρίως απέναντι στην κοινωνία του μέλλοντος.
3. Προϋποθέσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Βασική προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη μιας περιοχής ή ενός οικισμού αποτελεί η αειφορική διαχείριση όλων των πόρων, που δρουν στη συγκεκριμένη περιοχή ή στον οικισμό. Οι πόροι αυτοί μπορεί να είναι φυσικοί, οικονομικοί, ανθρώπινοι, πολιτισμικοί, περιβαλλοντικοί και άλλοι, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες που ο κάθε οικισμός και η περιοχή παρουσιάζει.
Για την ικανοποίηση της πρώτης αυτής βασικής προϋπόθεσης θα πρέπει να τηρηθούν μια σειρά από άλλες επιμέρους προϋποθέσεις και δράσεις, σπουδαιότερες από τις οποίες είναι:
4. Βιώσιμη ανάπτυξη ορεινών περιοχών και οικισμών.
Οι ορεινές περιοχές της χώρας μας και οι οικισμοί που περιέχονται μέσα σ’ αυτές καταλαμβάνουν κατά κανόνα μεγάλες εκτάσεις γης και παρουσιάζονται σε διαφορετική κατάσταση και με διαφορετική δυναμική, από άποψη φυσικών και κλιματικών χαρακτηριστικών, από άποψη υφιστάμενων φυσικών και ανθρώπινων πόρων, καθώς και από άποψη ανάπτυξης και προϋποθέσεων ανάπτυξης.
Είναι φυσικό και απαραίτητο, πριν από την διαμόρφωση και εφαρμογή οποιασδήποτε πολιτικής για τις περιοχές αυτές, να δημιουργηθεί το κατάλληλο σύστημα πληροφόρησης, το οποίο και θα εφοδιάζει τους φορείς διαμόρφωσης, αλλά και τους φορείς στήριξης και εφαρμογής της πολιτικής αυτής, με τις κατάλληλες για τον σκοπό αυτό πληροφορίες.
Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς η ανάγκη για λεπτομερή καταγραφή, ανάλυση και αξιολόγηση όλων των πόρων και συνθηκών, που χαρακτηρίζουν μια περιοχή, με σκοπό την δημιουργία μιας «βάσης δεδομένων», η οποία στον κατάλληλο κάθε φορά χρόνο θα παρέχει τις απαραίτητες ποιοτικά και ποσοτικά πληροφορίες, ώστε να διαμορφώνεται και να εφαρμόζεται η καλύτερη δυνατή πολιτική στις ορεινές περιοχές, ανάλογα με την υφιστάμενη κατάσταση και την δυναμική τους. Με τη βοήθεια ενός τέτοιου εργαλείου ανάπτυξης θα είναι ακόμη εύκολη και η διάκριση «τύπων ορεινών περιοχών», αλλά και ανάπτυξης ενός συστήματος «τυπολογίας», εάν και εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο σε εθνικό ή και περιφερειακό επίπεδο .
Κρίνουμε απαραίτητο στο σημείο αυτό να επισημάνουμε πως η ανάπτυξη ορεινών περιοχών και συνακόλουθα ορεινών οικισμών είναι σκόπιμο να σχεδιάζεται και να επιδιώκεται σε μεγάλες σχετικά γεωγραφικές περιοχές, ώστε να υπάρχει πολλαπλότητα δυνατοτήτων και στόχων, συμπληρωματικότητα δραστηριοτήτων και περιορισμός του κόστους για έργα υποδομής, αλλά και έργων ανάπτυξης.
Εξειδικεύοντας σε συντομία τις απαραίτητες εργασίες και καταγραφές για το σωστό σχεδιασμό της ανάπτυξης, αλλά και τη δημιουργία της κατάλληλης βάσης δεδομένων, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στις σημαντικότερες από αυτές:
5. Συμπεράσματα – Προτάσεις.
Από όσα προαναφέρθηκαν γίνεται σαφές ότι η ανάπτυξη των ορεινών περιοχών κρίνεται πλέον επιβεβλημένη και θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα κάθε τοπικού ή περιφερειακού αναπτυξιακού σχεδιασμού. Ωστόσο ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, να σέβεται την παράδοση, τον πολιτισμό, τις τοπικές κοινωνίες, ακόμη και αυτή την ίδια την υστέρηση των περιοχών, που συχνά αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα, σε σχέση με «αναπτυγμένες» περιοχές (παράκτιες). Η κινητοποίηση των τοπικών φορέων κρίνεται επίσης αναγκαία στην προσπάθεια συμμετοχής, συνδιαμόρφωσης και συνευθύνης στην όλη αναπτυξιακή προοπτική. Ιδέες και δυνατότητες των τοπικών πληθυσμών είναι σκόπιμο και πολλαπλά ωφέλιμο να απελευθερώνονται δημιουργικά για να καθιστούν αποτελεσματικότερη την αναπτυξιακή προσπάθεια. Οι δομές υπάρχουν και οι κοινωνίες έχουν εξοικειωθεί με τις διαδικασίες συμμετοχής. Έχουν εξοικειωθεί ακόμη με την αναγκαιότητα ανάπτυξης των ορεινών περιοχών και τη συμβολή τους στην ποιότητα ζωής και στο ξαναζωντάνεμα της υπαίθρου. Η συγκυρία είναι κατάλληλη και πρέπει να αξιοποιηθεί προς όφελος των τοπικών κοινωνιών, της οικονομίας της περιοχής και βέβαια προς όφελος της διατήρησης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα το φυσικό περιβάλλον των ορεινών περιοχών αποτελεί σπουδαίο αναπτυξιακό πόρο (κεφάλαιο) και ταυτόχρονα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Η σωστή διαχείριση και αξιοποίησή του, σε αρμονία με την ανάπτυξη, διασφαλίζει την αειφορία και εγγυάται τη βιώσιμη ανάπτυξη των ορεινών περιοχών.