Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

                Η ισότητα είναι μια βασανισμένη έννοια και αρχή της νεωτερικής πολιτείας. Εκφράζεται ήδη από τα θεμελιώδη κείμενα σε πολύ αδρές γραμμές και στην ουσία αντιπροσωπεύει ένα, αποκλειστικά, περιεχόμενο. Είναι, μόνον ή ακόμη και πολύ μοναχικά, μια ισότητα έναντι του νόμου. Η δίκαιη κριτική τοποθέτηση, έναντι αυτής της αρχής, αποκαλύπτει ότι η επιβολή της αποτελεί μια τεράστια θετική μετατόπιση σε σύγκριση με το προηγούμενο καθεστώς. Είναι, ωστόσο, περιορισμένη, ανεπαρκής και σε πολλές κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις της εξαιρετικά υποκριτική. 

                Επειδή η απληστία δεν είναι αρετή, αλλά αγυρτεία, τα δημιουργήματά της δεν είναι συνώνυμα της έντιμης οικονομικής δράσης. Ο μεγάλος πλούτος είναι δημιούργημα, συνήθως, της κληρονομίας, της συγχώνευσης περιουσιών, διά των σχέσεων αγχιστείας, και του τυπικού ή άτυπου επιχειρηματικού συνεταιρισμού που εγκαθιδρύει συντριπτικές ή καταστροφικές συνθήκες για τους ανταγωνιστές, εκτός και αν αποτελεί έκδοχο της υπεξαίρεσης, της απάτης, κάθε άλλης μορφής της ασύλληπτης παρανομίας και της επιβαρυντικής για τους πολλούς οικονομικής παραπλάνησης. Η οικονομική ανισότητα δεν έπαψε οποτεδήποτε στην ιστορία της νεωτερικότητας να αποτελεί ένα τεράστιο βάρος για την πολιτεία και την κοινωνία και μια πολύ συχνά ανεξήγητη κατάσταση (καθώς σπανίως μπορεί να αποδοθεί στην ξεχωριστή ευφυΐα, εκτός αν η τελευταία ταυτίζεται με την ασύδοτη πονηρία), ενώ σίγουρα λειτουργεί ως η αιτία μιας απαράδεκτης κοινωνικής διαφοράς. Ο πιθανός τονισμός από κάποιους της εύνοιας από την απαράμιλλη τύχη είναι τουλάχιστον προσβολή της ευφυΐας του σύγχρονου ανθρώπου και της εκλεπτυσμένης κουλτούρας του σημερινού κόσμου.

                Η διαφορά πλούτου και φτώχειας είναι από μόνη της αιτία της ανισότητας, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί περιττά προνόμια για τους έχοντες και αποκλεισμούς για τους ενδεείς. Κάνει προφανή τη σπατάλη και την αχρεία πρόκληση, μια από τις αφετηρίες και της φθονερής σύγκρισης για όσους στερούνται πολλά, ίσως και μερικά από τα απολύτως απαραίτητα για την ύπαρξη, μπορεί και όσα είναι χαρακτηριστικά για την αξιοπρέπεια. Μαζί με τον πλούτο διατάσσονται δυνατότητες και ευκαιρίες που για τις μεγάλες μάζες των πολιτών είναι αδιανόητες. Η υπέρ-επάρκεια αγαθών συνοδεύει την εύκολη πρόσβαση στην υψηλού επιπέδου εκπαίδευση, την ευχερή πρόσκτηση της απαιτητικής γνώσης και την ενδιαφέρουσα για την οικονομική δράση, αλλά και την προσοδοφόρο, πληροφόρηση. Η απαιτητική εκπαίδευση και η εξαιρετική πληροφόρηση είναι προϋποθέσεις ανάλογα υψηλών επαγγελματικών, τεχνικών, διοικητικών και πολιτικών προσόντων που παρακολουθούν τον πλούτο. Ήδη από τις διαφορές στην πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα γνωστικά αγαθά καθίσταται εμφανές, ότι οι κατώτερες τάξεις δεν είχαν αυτές τις πολυτέλειες, για τουλάχιστον εκατόν χρόνια μετά την επαναστατική διαδικασία και η πρόσβαση στο βασικό αγαθό της παιδείας και της κουλτούρας έφτασε να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της πραγματικότητας, για τις πλειονότητες των πολιτών και των τέκνων τους, πολύ πρόσφατα. Η ανισότητα είναι πιο περίοπτη από τη διακηρυγμένη ισότητα στις νεωτερικές πολιτείες και, κατ’ αυτήν την έννοια, η επίσημη επίκληση της νοηματικής ισχύος της, σαν να αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, ηχεί ως ειρωνεία.                                 

                Τα νεώτερα μέλη της κοινωνίας ξεκινούν, με αφετηρία την ισοδύναμη ατομική αθωότητα, την επαγγελματική, οικονομική και πολιτική ζωή τους με εντελώς διαφορετικά πλαίσια, τα οποία είναι απολύτως αντίθετα με την ισότητα. Τα τέκνα των εχόντων και πολιτικά ισχυρών ενδυναμώνονται από τις πραγματικές και συμβολικές διαστάσεις της κληρονομίας. Η μεγάλη ακίνητη και βιομηχανική ιδιοκτησία, με τη συνοδεία από την αμέτρητη χρηματική ρευστότητα και τις προνομίες από τη συμμετοχή σε ανώτερους κύκλους, της επιχειρηματικής ισχύος, της πολιτικής δύναμης, της μόρφωσης και της κουλτούρας, προσανατολίζουν, με τις ιδιότητες του αυτοματισμού, σε μια πανάκριβη ανώτατη εκπαίδευση (απρόσιτη στους πολλούς), στη γρήγορη ενσωμάτωση στις ηγετικές θέσεις των επιχειρήσεων και ενδεχομένως του κράτους, αλλά και την εύκολη κατάκτηση δημόσιων αξιωμάτων, συχνά με την «ηθική εξαργύρωση» των γνωστών οικογενειακών επιθέτων (ίσως και μέρους των περιουσιών τους).

Εντελώς αντίθετες προϋποθέσεις έχουν τα τέκνα των ενδεών, ακόμη και αν οι επιδόσεις και οι προσωπικές τους ικανότητες είναι απείρως περισσότερες από τους προκείμενους. Οι ελλείψεις, οι αδυναμίες της ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις, η επιβεβλημένη επικοινωνία με την απαραίτητη και μόνον εκπαίδευση, κάνουν ακόμη και την επιτυχία τους να αποτελεί προϋπόθεση για την αγχωτική κάλυψη αναγκών, που έχουν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της πρόσκτησης προσόντων. Καθώς η αξιοπρεπής επιβίωση και όχι η επιτυχία έχει σημασία, η υπαγωγή σε κατώτερες εργασιακές θέσεις απεικονίζει υποχρεωτικές επιλογές και όχι θετικές προσδοκίες. Η αναρρίχηση στην κλίμακα της ιεραρχίας των επιχειρήσεων και των επαγγελμάτων, μέχρι τις μεσαίες βαθμίδες, είναι μια πιθανή εκτόνωση, αλλά και η μόνη πραγματική υλοποίηση της πολυδιαφημισμένης «κοινωνικής κινητικότητας», για ένα περιορισμένο κλάσμα ανθρώπων που προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Πολύ περισσότερο από τις θέσεις στις επιχειρήσεις, η συμμετοχή στις ανώτατες διοικητικές θέσεις ευθύνης στο Δημόσιο και ιδίως στα νομοθετικά σώματα ή τις ηγετικές πολιτικές θέσεις είναι μάλλον μια τυχαία κατάσταση, μπορεί και ακραίως τυχαία.

Οι ηγετικές θέσεις των επιχειρήσεων και οι θέσεις της διαχείρισης της πολιτικής δύναμης ανήκουν κατά τεράστια πλειονότητα στους άνδρες πολίτες, ενώ η γυναικεία συμμετοχή, παρά τις θετικές εξελίξεις πρόσφατα, είναι πολύ συνεσταλμένη σε σχέση με την αναλογία των γυναικών στον γενικό πληθυσμό και τα άλματά τους στην κατάκτηση γνωστικών, ανώτερων εκπαιδευτικών και απαιτητικών επαγγελματικών προσόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στις πρωτοπόρες νεωτερικές χώρες, στο καθεστώς των εργοδοτών, αλλά και των αυτοαπασχολουμένων, οι άνδρες δεσπόζουν είτε στα 3/5 είτε στα 2/3 των σχετικών θέσεων. Η ηγεσία των επιχειρήσεων έχει ένα χαρακτηριστικό φύλο, δηλαδή το ανδρικό. Χρειάζεται μεγάλους αγώνες για να συγκλίνουν οι γυναίκες πολίτες με τους άνδρες στα επιχειρηματικά εγχειρήματα. Δεν απαιτείται πολλή συζήτηση για τις γυναίκες πολιτικούς και νομοθέτες.[3] Είναι ακόμη μειονότητα, στις εκπροσωπήσεις, τους θεσμούς και τις θέσεις ευθύνης. Ανάλογη με την άνιση θέση των γυναικών είναι και η διαχείριση των αμοιβών τους. Είναι χαμηλότερες. Η ισότητα και σε αυτό το επίπεδο είναι ανυπόστατη και δημιουργεί την έντονη οφειλή για την προσέγγισή της στο μέλλον. Το παρόν, μάλλον, ξεπέρασε την πολιτεία που πραγματοποιεί, όπως συμβαίνει και με την ελευθερία, κυρίως όρκους στην ισότητα.   

                Νέες εκδηλώσεις απόκλισης από την ισότητα ή, κάτι ακόμη πιο δύσκολο, νέες υπενθυμίσεις της υπαρκτής ανισότητας και των συνεπειών της αναφύονται από τις διακρίσεις που υφίστανται οι πολίτες και οι κάτοικοι ή οι εργαζόμενοι της νεωτερικής νομιμότητας, οι οποίοι έχουν διαφορετική καταγωγή ή θρησκευτική πίστη και ιδιαίτερη κουλτούρα από την πλειονότητα της σύγχρονης πολιτείας ή, ακόμη, διαφορετική επιλογή ταυτότητας φύλου από τη βιολογικά προσδιορισθείσα. Κάθε φορά που αμφισβητείται το δικαίωμα στη διαφορά ελλοχεύει η απειλή του φασισμού και του ναζισμού, για τους οποίους είναι χαρακτηριστική η άρνηση της διαφοράς και έτσι η ισότητα έχει νόημα μόνον μεταξύ των ομοίων. Οι ενδιάμεσες συνθήκες ανάμεσα στις πραγματικές διαφορές και το φασισμό γεννούν πλήθη από απαράδεκτες καταστάσεις, που διατηρούν, επιτείνουν ή και επεκτείνουν τις ανισότητες. 

                Στην εποχή μας, ολοένα και περισσότεροι μετανάστες καλούνται, είναι θετικά ή αναγκαστικά υποδεκτοί στις νεωτερικές χώρες, και συμβάλλουν στην παραγωγική ανάπτυξή τους. Η πρόσκληση ή, έστω, η υποδοχή τους και η παραμονή τους στη χώρα διανθίζεται από πλήθος διακρίσεων σε βάρος τους. Στην εργασία γίνονται δέκτες, συχνά, απίστευτων παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους. Στο επίπεδο των αμοιβών σπανίως οι αποζημιώσεις της συνεισφοράς τους ισορροπούν με την εύλογη διεκδικητική αρχή: ίση αμοιβή για ίση εργασία. Καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα της παραμονής τους στη χώρα έχουν προβλήματα προσαρμογής στις προϋποθέσεις της νομοθεσίας ή η παραμονή και η εργασία τους είναι υπό αίρεση και εφόσον δεν είναι πολίτες, είναι άνθρωποι χωρίς δικαιώματα ή, έστω, με περιορισμένα δικαιώματα. Οι ιστορικές ενθυμήσεις μας υποδεικνύουν ότι εργαζόμενοι σε μια πολιτεία που δεν πολίτες και δεν έχουν δικαιώματα έχουν βασικά έναν δυσάρεστο, στο άκουσμα, χαρακτηρισμό: δούλοι. Αντέχει και ανέχεται η πολιτεία της ελευθερίας και της ισότητας την «εκδορά» της ανθρώπινης κατάστασης.

                Οφείλουμε, μετά τις προηγούμενες σύντομες και εξ ανάγκης ελλειπτικές επισημάνσεις, να επισκεφτούμε εκ νέου τη θεμελιώδη σημασία της ισότητας, ως ισότητα έναντι του νόμου. Είναι σίγουρο, ότι δεν υπάρχει ισότητα μεταξύ άνισων. Όταν η ανισότητα κυριαρχεί, χωρίς μέριμνες για την ταχεία αποκατάστασή της ισότητας, τότε η επίκληση της προαναφερθείσας αρχής είναι προσχηματική και ειρωνική για την κατάσταση και τα θύματα της ανισότητας, τα οποία αποτελούν μεγάλο μέρος, ενδεχομένως, και την πλειονότητα των σημερινών πληθυσμών. 

                Μείζον ζήτημα, σχετικά με τη συγκεκριμένη αρχή είναι το ακόλουθο ερώτημα: ποιος νομοθετεί; Τα πρώτα εκατόν, με εκατόν είκοσι περίπου χρόνια μετά τις αστικές επαναστάσεις, η απάντηση είναι πιο εύκολη: μια πολύ μικρή μειονότητα έναντι των λίγων που είχαν το δικαίωμα της ψήφου. Από την εποχή που αναγνωρίστηκε το γενικό δικαίωμα της ψήφου και του εκλέγεσθαι για τους άνδρες και αρκετά αργότερα για τις γυναίκες τα πράγματα έγιναν πιο σύνθετα, αλλά δεν αναίρεσαν τη βαριά επιβολή των συνθηκών ανισότητας, στο περιεχόμενο των νόμων και τη διαδικασία της νομοθέτησης.

                Σημαντικό ποσοστό των νομοθετών, αλλά και οι μέτοχοι της εκτελεστικής εξουσίας με νομοθετική πρωτοβουλία, ήταν και είναι οι ίδιοι επιχειρηματίες ή στελέχη εντεταγμένα κατά το παρελθόν στο μισθολόγιο των μεγάλων βιομηχανικών, εμπορικών, χρηματοοικονομικών και τραπεζικών επιχειρήσεων. Η ελεύθερη βούλησή τους επιβοηθείται από τη λειτουργία και την πίεση των λόμπυ που διοργανώνουν οι δεσπόζουσες μονοπωλιακές και πολυεθνικές επιχειρήσεις. Η διαμόρφωση των συνθηκών, για την εισαγωγή, τη διαβούλευση, σχετικά με το περιεχόμενο των νόμων, και την ψήφιση, φορτίζεται από τις παρεμβολές των πανίσχυρων μέσων ενημέρωσης, τα οποία συνήθως ανήκουν στις δεσπόζουσες οικονομικά οικογένειες και συμμαχίες επιχειρήσεων. Είναι εύλογο ότι όλοι οι προηγούμενοι επιθυμούν, διακαώς, να εξυπηρετήσουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα και τα τελευταία να καθορίσουν τους κανόνες της νομιμότητας. Σε αυτήν την εδραιωμένη κατάσταση, οι νόμοι αρκετές φορές αδιαφορούν για την υπάρχουσα και δεδηλωμένη ανισότητα ή, συστηματικά και κυνικά, ιδιοποιούνται την επίδρασή της  ή, ακόμη, και διευρύνουν τις συνέπειές της. Αξίζει να σκεφτούμε ότι κάποιοι «αδέκαστοι» δικαστές θα επιβάλλουν, στους παραβάτες αυτών των νόμων, ποινές στερητικές της ελευθερίας τους, δηλαδή θα μεταβάλλουν τους άνισους σε δυστυχισμένους ή, στις βαρύτερες περιπτώσεις, και σε καταραμένους. Οφείλουμε να αξιολογήσουμε, εκ νέου, την έντιμη προσπάθεια και συμβολή τους. Τα αισθήματα της θλίψης είναι τα προοίμια της δραστικής αλλαγής. Μέχρι τότε η αρχή της ισότητας έναντι του νόμου, παραβιάζοντας το θεμελιώδες περιεχόμενό της, είναι επωφελής για τους προνομιούχους και διωκτική για τα θύματα της ευρείας ανισότητας. Ας σκεφτούμε κάτι ακόμη. Προβάλλεται, είτε με αφέλεια είτε με πονηρία, η αξίωση να επιβάλλεται αναντίρρητα και απροϋπόθετα το «κράτος δικαίου» (the rule of law). Ανήκουν στο πλαίσιο του «κράτους δικαίου» οι νόμοι που αντιμετωπίζουν με αποχαύνωση ή διατηρούν επιτακτικά την πραγματική ανισότητα;

____________________________

Η ισότητα είναι μια ισότητα έναντι του νόμου, στην παρούσα νομιμότητα. Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμιά ισότητα μεταξύ ανίσων. Η ίδια έννοια είναι προβληματική από τη θεμελίωση της. Θα μπορούσε, ως ένα βαθμό, να εξισορροπηθεί από την ενισχυμένη αρχή της αδελφότητας, εφόσον υπήρχαν προβλέψεις για την αποφασιστική ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Καθώς η συνοδεία της ισότητας από την αδελφότητα έμεινε αιωρούμενη και ανεκπλήρωτη, η ισότητα μετεωρίζεται μεταξύ της ειρωνείας και της προκλητικότητας.

Σε τελευταία ανάλυση, η ισότητα έναντι του νόμου λαμβάνει, συχνότατα, και αρνητικό περιεχόμενο, με την έννοια ότι στο επίπεδο των διεκδικήσεων και της δυνατότητας της άσκησης δικαιωμάτων (στο πεδίο της κρίσης από τη δικαστική εξουσία) μεταβάλλεται και σε διωκτική ή καταλογιστική, σε βάρος των αδυνάτων και των ενδεών. Τα δύο αμβλύτερα παραδείγματα αυτής της προεξάρχουσας ανισότητας, την οποία υποστηρίζει η ισότητα έναντι του νόμου, είναι η αντιμετώπιση και η εκδίκαση των διαφορών μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων και των αντίστοιχων διαφορών μεταξύ του νομικού προσώπου του δημοσίου και των φυσικών προσώπων. Τα νομικά πρόσωπα παρότι εκφράζονται ενιαία, ως προς την νομική τους μορφή, είναι αποτέλεσμα ενός συνεταιρισμού μεταξύ φυσικών προσώπων και η οικονομική τους δύναμη είναι συχνά πολλαπλάσια από την συγκυριακή οικονομική δύναμη του αθροίσματος των φυσικών προσώπων που τα απαρτίζουν. Έχουν έναν ισχυρότατο διοικητικό μηχανισμό και μια ανυπέρβλητη για τον κοινό άνθρωπο νομική υποστήριξη, για να προασπίζονται τα ιδιοτελή συμφέροντά τους και μάλιστα στον μακρύ χρόνο. Απέναντι τους το φυσικό πρόσωπο είναι ένας αντιδικών «νάνος», ο οποίος είναι αδύνατον να αντέξει την οικονομική και δικονομική πίεση, ιδίως στη μακρά διάρκεια. Η έκβαση μιας παρόμοιας αντιδικίας, για έναν αδύναμο ή ενδεή, είναι προκαθοριμένη από την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου. Η θετική έκβαση είναι απίθανη και όσες φορές συμβαίνει ισοδυναμεί με την ανέλπιστη επιτυχία στην κλήρωση των λαχείων. Η αντιπαράθεση μεταξύ των φυσικών προσώπων με τη διοίκηση και εν γένει το νομικό πρόσωπο του δημοσίου δημιουργεί τεράστιες ανισοδυναμίες για τον μέσο πολίτη και ιδίως εκείνον που θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξεργασμένη και συντονισμένη αυθαιρεσία. Η σχέση μεταξύ τους είναι λεόντιος σε βάρος του πολίτη και ο φόβος του για τον εγκλωβισμό του σε μακροχρόνιες, οικονομικά επιβαρείς και ατελέσφορες δικαστικές διαμάχες τόν οδηγούν σε αναγκαίους και θεσμικά οριακούς (ή και εκτός των αποδεκτών ορίων) συμβιβασμούς με τους δημόσιους λειτουργούς. Αμφότερες οι περιπτώσεις είναι απαράδεκτες και ακυρώνουν ακόμη και τον στοιχειωδέστερο προσδιορισμό της ισότητας. Είναι μια οφειλή της νομιμότητας να εμπλουτίσει το περιεχόμενο της ισότητας στη νεωτερική πολιτεία. Η αποχή από την αναρρύθμιση εμποδίζει και ενοχλεί την ισότητα∙ εδώ η πραγματικότητα ομοιάζει με τα αποτελέσματα της άσκησης της βίας.

Για να τεκμηριωθεί η ισότητα έναντι του νόμου απαιτείται ενεργέστερη επικοινωνία του πολίτη με τη διαδικασία της νομοθέτησης. Αυτό σημαίνει την μείωση της δυνατότητας επανεκλογής (ίσως για δύο ή τρεις θητείες) των πολιτών στα νομοθετικά σώματα. Η ταχύτερη εναλλαγή των πολιτών στα νομοθετικά σώματα επισημαίνει την ενεργή ικανότητα περισσοτέρων, σε σχέση με την παρούσα στιγμή, να εξασκούν τη νομοθετική λειτουργία και αποξενώνει σταδιακά τους προνομιούχους, από το να έχουν κάποιες διαρκείς προσβάσεις στην κατάρτιση των κανόνων λειτουργίας της δημοκρατίας. Ακόμη η διαδικασία της νομοθέτησης μπορεί να εμπεριέχει την εξουσιοδότηση του κεντρικού βουλευτικού σώματος προς τα περιφερειακά και τοπικά αποφασιστικά σώματα, να δημιουργούν και να αναθεωρούν τους κανόνες των τοπικών κοινωνιών, εντός του γενικού-εθνικού πλαισίου. Αντίστοιχα ,τα νομοθετικά σώματα απαγορεύεται, εκτός των απολύτως εκτάκτων γεγονότων, να εξουσιοδοτούν την εκτελεστική εξουσία και τη διοίκηση να νομοθετούν, για οποιοδήποτε αντικείμενο. Η νεωτερική πολιτεία οφείλει να διασφαλίζει ότι όλοι οι πολίτες έχουν ίσο δικαίωμα στη νομοθέτηση, διά της εκλογής τους στα σχετικά σώματα.

Οι πολίτες των δύο φύλων έχουν ίση εκπροσώπηση, με την αναλογία τους στο νόμιμο πληθυσμό, στα νομοθετικά σώματα. Η αναγνώριση κάποιας αναγκαστικής, αλλά μικρότερης, αναλογίας είναι στην ουσία μια παραχώρηση, που δεν έχει σχέση με την ισότητα∙ είναι η ρητή παραδοχή της νομιμότητας ότι δεν υπάρχει η ισότητα και πως αυτή δεν πρόκειται να αποκατασταθεί.

Πλήρη πολιτικά δικαιώματα οφείλονται από τη νεωτερική πολιτεία σε όλους τους κατοίκους που έχουν γεννηθεί στη χώρα και διαμένουν συνεχώς σε αυτήν. Ανάλογα δικαιώματα οφείλονται σε όλους τους διά μακρόν διαμένοντες και τους τακτικά εργαζόμενους, για μια διάρκεια που είναι εύλογη, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους.

Η συχνή διαδικασία της κωδικοποίησης και η διαρκής ενημέρωση των πολιτών για την ουσία, το πνεύμα και τις συνέπειες του νομικού πλαισίου είναι αδήριτη υποχρέωση της νομιμότητας. Το δικαίωμα των πολιτών, να ζητούν την αλλαγή ή την τροποποίηση των νόμων, είναι αυτονόητο. Η πρόβλεψη ανάλογων διαδικασιών αυξάνει την κοινωνική αποδοχή και την εφαρμογή των κανόνων.   

Η νεωτερική πολιτεία μεριμνά διαρκώς για την ισότητα των νέων πολιτών, αποσβαίνοντας τις συνέπειες των έντονων οικονομικών διαφορών και την πρώιμη ανισότητα ευκαιριών. Οι παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, οι κοινωνικές παροχές ή υποστηρίξεις και το φορολογικό σύστημα μπορούν να αμβλύνουν τις συνέπειες της ταξικής διαφοράς, της οικονομικής ανισότητας και, ενδεχομένως, τις επιπτώσεις του κληρονομικού δικαίου. Στην πορεία του ανθρώπινου βίου οι μέριμνες εξισορροπούν τις εισοδηματικές ανισότητες, ενώ εγγυώνται την αξιοπρεπή επιβίωση, όπως και την ασφαλή μακροημέρευση των πολιτών.

Η νομιμότητα της ελευθερίας επιλαμβάνεται την τήρηση της ισότητας και εκτός του δημόσιου χώρου. Φροντίζει να σχηματίζονται όροι που δεν αίρουν την αρχή της ισότητας στις επαγγελματικές δραστηριότητες, τις επιχειρηματικές οργανώσεις ή εν γένει στους θεσμούς της οικονομίας. Η υπερβολική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, από τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων και τους εκπροσώπους τους στους διοικητικούς μηχανισμούς, αποτρέπεται, ενώ η εκδήλωση πρακτικών που περιορίζουν την ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των εργαζομένων θεωρείται απαράδεκτη. Η σύγχρονη πολιτεία προτρέπει τους θεσμούς της οικονομίας να προάγουν την παραγωγικότητα, την αποτελεσματικότητα και την οικονομική τους αποδοτικότητα, με τη γόνιμη διαχείριση των μετρήσιμων και ποσοτικών αποτελεσμάτων στο χρόνο, σε αντίθεση με τις μεθόδους άσκησης διοικητικής δύναμης (ενίοτε και πειθαρχικής) επί των προσώπων, δηλαδή με τρόπους που περιορίζουν την ισότητα στην πράξη. Δεν παραδεκτό στη σύγχρονη πολιτεία, να αμφισβητείται (πέραν του γεγονότος της περιουσιακής ανισότητας) και να προσβάλλεται η ισότητα κατά την λειτουργική άσκηση της εργασίας. Ο πολίτης έχει πλήρη δικαιώματα και τις ώρες της εργασίας.  

Σύντομο Βιογραφικό

Ο Ανδρέας Ν. Λύτρας γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει διατελέσει Διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας, Διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, Διοικητής στο ΓΝΑ «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο-ΕΕΣ», Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου (για τρεις θητείες), Αντιπρύτανης στο Πάντειον Πανεπιστήμιο και Πρόεδρος του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Το συγγραφικό του έργο (στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα) περιλαμβάνει είκοσι δύο αυτοτελείς εργασίες, αλλά και πολλές συμμετοχές σε συλλογικά έργα, άρθρα, εκθέσεις, μελέτες και ανακοινώσεις σε συνέδρια. Τα περισσότερα έργα του έχουν πολλές αναφορές, διεθνώς. Βιβλία του για πολλά χρόνια χρησιμοποιούνται, ως διδακτικά, σε τέσσερα ελληνικά πανεπιστήμια. Τα περισσότερα από τα δημοσιευμένα έργα του έχουν ενταχθεί σε πάνω από εβδομήντα ελληνικές και ξένες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες (και σε εθνικές βιβλιοθήκες).


[1] Liberté, égalité, fraternité. ΤοσύνθημαθεωρείταιότιαναφέρεταιγιαπρώτηφοράεπίσημααπότονMaximilien RobespierreστηνομιλίατουγιατηνοργάνωσητηςΕθνικήςΦρουράς, στηνόποίαλέειταακόλουθα: “Elles porteront sur leur poitrine ces mots gravés : LE PEUPLE FRANÇAIS, & au-dessous : LIBERTÉ, ÉGALITÉ, FRATERNITÉ. Les mêmes mots seront inscrits sur leurs drapeaux, qui porteront les trois couleurs de la nation” («Αυτοίθαφέρουνστιςστολέςτουςτιςπαρακάτωλέξεις: ΟΓαλλικόςΛαόςκαιαπόκάτω: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα. Οι ίδιες λέξεις θα γράφονται πάνω στη σημαία τους, που θα φέρουν τα τρία χρώματα του έθνους»). Πβ., M. Robespierre,Discours sur l’organisation des gardes nationals” (5-12-1790), Oeuvres de Maximilien Robespierre, Tome VI., Presses Universitaires de France, 1950, σ. 643

[2] “French Third Republic” (La Troisième Républiqueou La IIIe République), Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/French_Third_Republic.  

[3] Με μικρότερες συμμετοχές γυναικών βουλευτών στα κοινοβούλια είναι οι ακόλουθες αναπτυγμένες χώρες: η Ιαπωνία με 9,47%, η Ν. Κορέα με 16,33%, οι ΗΠΑ με 19,31%, η Ελλάδα με 21%, το ΗΒ με 22,76%, ο Καναδάς με 25,16%, η Γαλλία με 26,16%, η Αυστραλία με 26,66%, στην Ιταλία με 30,95% και η Πορτογαλία με 31,30%. Για την σημαντικά μεγαλύτερη συμμετοχή διακρίνονται οι παρακάτω χώρες: η Σουηδία με το 43,55%, η Φιλανδία με 41,26%, η Ισπανία με 41,14%, η Νορβηγία με 39,64% και η Γερμανία 36,45%. Πβ., OECD, Government at a Glance 2015, OECD Publishing, Paris, 2015, DOI: http://dx.doi.org/10.1787/gov_glance-2015-en.

Choose language

elenfrdeitessv

Who's Online

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 64 επισκέπτες και κανένα μέλος