Βιώσιμη Ανάπτυξη Ορεινών Οικισμών και Περιοχών

Παρατίθεται η εισήγηση του κ. Βέργου αναλυτικά

Βιώσιμη ανάπτυξη ορεινών  οικισμών και περιοχών

του Στέργιου Γ. Βέργου - Δρα Δασολόγου, πρώην καθηγητή ΤΕΙ/Λ

1. Εισαγωγή.

Κατά τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται στη χώρα μας πλούσιος προβληματισμός και ανάλογος διάλογος για την αειφόρο ή βιώσιμη ανάπτυξη ορεινών περιοχών γενικά και ορεινών οικισμών ειδικότερα. Η κινητικότητα του όλου θέματος ήρθε ως συνέπεια ορισμένων σημαντικών ανακατατάξεων και διαπιστώσεων, οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι:

• ότι  το περιβάλλον απειλείται πολλαπλά σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό, αλλά και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και ότι μαζί με αυτό απειλείται και η ποιότητα ζωής και γιατί όχι και η ίδια η ζωή του ανθρώπου

• ότι η ποιότητα ζωής στα αστικά κέντρα και το περιβάλλον στις πεδινές, τις αστικές και παράκτιες περιοχές, ως συνέπεια της πολιτικής ανάπτυξης του παρελθόντος, υποβαθμίστηκαν σημαντικά και συνεχίζουν να υποβαθμίζονται περαιτέρω και ότι το κόστος της αποκατάστασής τους είναι πλέον τεράστιο

• ότι αξιοπρόσεκτες διέξοδοι προσφέρονται μόνο στις ορεινές περιοχές και η διαμορφούμενη αναζήτησή τους θεωρείται  πλέον δεδομένη και μη αναστρέψιμη

• ότι οι ορεινές περιοχές καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος του φυσικού περιβάλλοντος και εμπερικλείουν σημαντικούς πολιτισμικούς και ιδιαίτερα σημαντικούς σε ποσότητα και ποιότητα φυσικούς πόρους, καθώς και

• ότι οι ορεινές περιοχές διαθέτουν πολλαπλές οικοτουριστικές λειτουργίες, οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν προς όφελος των τοπικών και αστικών πληθυσμών.

Όπως όμως κι αν έχουν τα πράγματα και κάτω από όποια ανάγκη κι αν δρομολογήθηκε μια τέτοια εξέλιξη, αυτή δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί θετική, τουλάχιστον για τις συνθήκες της χώρας μας και μπορεί να αποτελέσει την κατάλληλη ευκαιρία για ισόρροπη, οικολογικά και περιβαλλοντικά προσαρμοσμένη, κοινωνικά αποδεκτή και εξ αιτίας αυτών των χαρακτηριστικών, βιώσιμη ανάπτυξη των ορεινών οικισμών και περιοχών.

Η χώρα διαθέτει σήμερα σημαντική γνώση, αξιόλογη τεχνολογία και τεχνογνωσία, πολυάριθμο καλά καταρτισμένο επιστημονικό δυναμικό και βέβαια χρήσιμη εμπειρία από λάθη του παρελθόντος, ειδικότερα σ’ ό,τι αφορά στην ανάπτυξη αστικών και παράκτιων περιοχών, καθώς και εμπειρία από την ληστρική εκμετάλλευση των πόρων που διέθεταν ή διαθέτουν ακόμη οι πεδινές περιοχές της χώρας. Η περίπτωση της Θεσσαλίας αποτελεί ένα καλό παράδειγμα.

2. Η αειφορία ως έννοια.

 

Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα η «αρχή της αειφορίας των καρπώσεων» αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί μέχρι και σήμερα, με μικρή μόνο διαφοροποίηση «αρχή της αειφορίας των πολλαπλών λειτουργιών του δάσους», τη βασική αρχή της Δασολογικής επιστήμης και τεχνικής. Το ουσιαστικό περιεχόμενό της δεν είναι άλλο από την κατάλληλη διαχείριση των φυσικών πόρων, με τρόπο ώστε να διατηρείται η ικανότητά τους να παρέχουν διαρκώς και σε άριστο συνδυασμό τουλάχιστον την ίδια αν όχι περισσότερη και καλύτερη πρόσοδο και όλα αυτά βέβαια για την ευημερία και ευτυχία του κοινωνικού συνόλου. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως η έννοια της αειφορίας δεν είναι μονοσήμαντη και δεν προσδιορίζει μόνο ποσοτικά την ωφέλεια από την αξιοποίηση ενός πόρου, αλλά και ποιοτικά. Εμπεριέχει επιπλέον η έννοια της αειφορίας έντονη την ανθρωποκεντρική διάσταση, με ισχυρές μάλιστα ηθικές δεσμεύσεις απέναντι στην κοινωνία, στην οποία ανήκουν οι πόροι και η οποία τους διαθέτει για αξιοποίηση και ανάπτυξη.

Επομένως η έννοια της αειφορίας είναι στενά δεμένη με τη διαχείριση πόρων. Όταν βέβαια αυτή χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό της ανάπτυξης, έστω και λίγο αδόκιμα, δεν χάνει κάτι από την αξία της, ούτε και από το περιεχόμενό της. Όλες οι δεσμεύσεις που ισχύουν κατά την αειφορική διαχείριση των πόρων ισχύουν πολλαπλασιαστικά και κατά την επιδίωξη της αειφόρου ή καλύτερα της βιώσιμης ανάπτυξης.

Η βιώσιμη ανάπτυξη ορεινών οικισμών και ευρύτερα ορεινών περιοχών πρέπει επομένως να εμπεριέχει όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ωφέλειας και ευημερίας και φυσικά την ηθική δέσμευση απέναντι στην κοινωνία και κυρίως απέναντι στην κοινωνία του μέλλοντος.

3. Προϋποθέσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη

 

Βασική προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη μιας περιοχής ή ενός οικισμού αποτελεί η αειφορική διαχείριση όλων των πόρων, που δρουν στη συγκεκριμένη περιοχή ή στον οικισμό. Οι πόροι αυτοί μπορεί να είναι φυσικοί, οικονομικοί, ανθρώπινοι, πολιτισμικοί, περιβαλλοντικοί και άλλοι, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες που ο κάθε οικισμός και η περιοχή παρουσιάζει.

Για την ικανοποίηση της πρώτης αυτής βασικής προϋπόθεσης θα πρέπει να τηρηθούν μια σειρά από άλλες επιμέρους προϋποθέσεις και δράσεις, σπουδαιότερες από τις οποίες είναι:

• ακριβής χαρτογράφηση και καταγραφή των πόρων, που δρουν σε κάθε περιοχή, ώστε να διευκολυνθεί η δημιουργία μιας αξιόπιστης βάσης δεδομένων, καθώς και η παρακολούθηση της εξέλιξής τους (Monitoring)

• λεπτομερής ανάλυση και αξιολόγηση του κάθε πόρου, αλλά και συνολική, η οποία με τη σειρά της θα διευκολύνει την κατάλληλη διαμόρφωση στόχων διαχείρισης και πολιτικής

• ανάλυση και κατανόηση των πολιτικών που εφαρμόσθηκαν μέχρι σήμερα και αξιολόγηση της ανάπτυξης που αυτές δημιούργησαν

• διερεύνηση δυνατοτήτων και επιδίωξη συνεργασίας με τοπικούς φορείς και κοινωνικές ομάδες

• ανάλυση και κατανόηση της δυναμικής ανάπτυξης του οικισμού, της περιοχής, ώστε να διευκολυνθεί η επιτάχυνση ή η αλλαγή της πορείας της

• δημιουργία κατάλληλης και εύχρηστης βάσης δεδομένων και τέλος

• σύνταξη ενός λεπτομερούς σχεδίου διαχείρισης των πόρων, διαμόρφωσης κατάλληλων πολιτικών και στόχων, που θα έχουν ως κύρια κατεύθυνση την ευημερία των τοπικών πληθυσμών, αλλά και του κοινωνικού συνόλου γενικότερα.

4. Βιώσιμη ανάπτυξη ορεινών περιοχών και οικισμών

 

Οι ορεινές περιοχές της χώρας μας και οι οικισμοί που περιέχονται μέσα σ’ αυτές καταλαμβάνουν κατά κανόνα μεγάλες εκτάσεις γης και παρουσιάζονται σε διαφορετική κατάσταση και με διαφορετική δυναμική, από άποψη φυσικών και κλιματικών χαρακτηριστικών, από άποψη υφιστάμενων φυσικών και ανθρώπινων πόρων, καθώς και από άποψη ανάπτυξης και προϋποθέσεων ανάπτυξης.

Είναι φυσικό και απαραίτητο, πριν από την διαμόρφωση και εφαρμογή οποιασδήποτε πολιτικής για τις περιοχές αυτές, να δημιουργηθεί το κατάλληλο σύστημα πληροφόρησης, το οποίο και θα εφοδιάζει τους φορείς διαμόρφωσης, αλλά και τους φορείς στήριξης και εφαρμογής της πολιτικής αυτής, με τις κατάλληλες για τον σκοπό αυτό πληροφορίες.

Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς η ανάγκη για λεπτομερή καταγραφή, ανάλυση και αξιολόγηση όλων των πόρων και συνθηκών, που χαρακτηρίζουν μια περιοχή, με σκοπό την δημιουργία μιας «βάσης δεδομένων», η οποία στον κατάλληλο κάθε φορά χρόνο θα παρέχει τις απαραίτητες ποιοτικά και ποσοτικά πληροφορίες, ώστε να διαμορφώνεται και να εφαρμόζεται η καλύτερη δυνατή πολιτική στις ορεινές περιοχές, ανάλογα με την υφιστάμενη κατάσταση και την δυναμική τους. Με τη βοήθεια ενός τέτοιου εργαλείου ανάπτυξης θα είναι ακόμη εύκολη και η διάκριση «τύπων ορεινών περιοχών», αλλά και  ανάπτυξης ενός συστήματος «τυπολογίας», εάν και εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο σε εθνικό ή και περιφερειακό επίπεδο.

Κρίνουμε απαραίτητο στο σημείο αυτό να επισημάνουμε πως η ανάπτυξη ορεινών περιοχών και συνακόλουθα ορεινών οικισμών είναι σκόπιμο να σχεδιάζεται και να επιδιώκεται σε μεγάλες σχετικά γεωγραφικές περιοχές, ώστε να υπάρχει πολλαπλότητα δυνατοτήτων και στόχων, συμπληρωματικότητα δραστηριοτήτων και περιορισμός του κόστους για έργα υποδομής, αλλά και έργων ανάπτυξης.

Εξειδικεύοντας σε συντομία τις απαραίτητες εργασίες και καταγραφές για το σωστό σχεδιασμό της ανάπτυξης, αλλά και τη δημιουργία της κατάλληλης βάσης δεδομένων, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στις σημαντικότερες από αυτές:

• Φυσικά, κλιματικά, οικολογικά και χλωριδικά δεδομένα. Στην ομάδα αυτή πληροφοριών εντάσσονται γεωγραφία, τοπογραφία, έκταση, ανάγλυφο, κλίσεις, κλίμα, γεωλογία, έδαφος, τύποι οικοσυστημάτων, βλάστηση κ.ά.

• Διαθέσιμοι φυσικοί πόροι. Στην κατηγορία αυτή των πόρων περιλαμβάνονται όλοι οι αξιοποιήσιμοι φυσικοί πόροι, που απαντώνται σε κάθε περιοχή και μάλιστα τόσο οι αξιοποιήσιμοι σήμερα, όσο και οι εν δυνάμει αξιοποιήσιμοι. Η αξιολόγηση της κατάστασης των πόρων από άποψη ποσότητας, ποιότητας και αειφορικότητας κρίνεται επίσης σκόπιμη.

• Ανθρώπινοι πόροι. Με δεδομένο ότι η διαμόρφωση και στήριξη μιας πολιτικής ανάπτυξης για τις ορεινές περιοχές προϋποθέτει ανθρώπινους πόρους, με τη βοήθεια των οποίων αυτή θα υλοποιηθεί και σε όφελος των οποίων κυρίως αυτή θα αποβλέπει, κρίνεται απαραίτητη η απογραφή και αξιολόγηση τους, τόσο από  άποψη πυκνότητας και διασποράς του πληθυσμού, όσο και από άποψη δημογραφικής εξέλιξης.

• Πολιτισμικοί πόροι. Οι πόροι αυτοί είναι το αποτέλεσμα σύνθετης δημιουργίας και καλλιτεχνικής έκφρασης - εξέλιξης ολόκληρων γενεών στο συγκεκριμένο κάθε φορά φυσικό και δομημένο περιβάλλον. Η απομόνωση για πολλά χρόνια των ορεινών περιοχών, πέρα από τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις, απελευθέρωσε αξιοζήλευτες λαϊκές εμπνεύσεις, δεξιότητες και δημιουργίες, οι οποίες σήμερα αποτελούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ορεινού χώρου, δηλαδή την ταυτότητά του. Με την έννοια αυτή, από την μία πλευρά συνιστούν στοιχεία πολιτισμικής ποικιλότητας και πολιτισμικό θησαυρό σημαντικής αξίας σε τοπικό ιδιαίτερα, αλλά και σε ευρύτερα εθνικό επίπεδο, από την άλλη οι πόροι αυτοί, κάτω από κατάλληλες προϋποθέσεις και ανάλογη αξιοποίηση, μπορούν να αποτελέσουν σημαντικούς  αναπτυξιακούς πόρους.

• Η κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος. Το περιβάλλον των ορεινών περιοχών, τόσο το φυσικό, όσο και το ανθρωπογενές (δομημένο ή υπαίθριο), είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί σχολαστικά, ιδιαίτερα ως προς τις επιβαρύνσεις και αλλοιώσεις που δέχτηκε κατά το παρελθόν. Επίσης θα πρέπει να γίνει λεπτομερής καταγραφή ενδημικών ειδών χλωρίδας και πανίδας, ειδών που κινδυνεύουν με εξαφάνιση, να αξιολογηθεί η κατάσταση της βιοποικιλότητας ειδών, οικοσυστημάτων, τοπίων, γενετικών πόρων κ.ά. Είναι γνωστό σε όλους πως οι νέες κατευθύνσεις της περιβαλλοντικής, αλλά και της αναπτυξιακής πολιτικής, τόσο σε εθνικό και ευρωπαϊκό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, προϋποθέτουν την αειφορική διαχείριση των φυσικών πόρων. Ειδικότερα με προτροπή των διεθνών οργανισμών, οι διάφορες περιοχές που διαθέτουν προστατευόμενα είδη, βιοτόπους και άλλους πολύτιμους πόρους, δεν χαρακτηρίζονται από μη χρήση αυτών, αλλά από μια σωστά σχεδιασμένη αειφορική διαχείριση. Μια ανάπτυξη που δεν επικεντρώνεται μόνο στο να διατηρηθούν οι πολύτιμες οικολογικές τους αξίες, αλλά να ικανοποιηθούν συγχρόνως και οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί στόχοι.

• Το επίπεδο ανάπτυξης. Οι ορεινές περιοχές είναι σκόπιμο να διακριθούν με βάση το επίπεδο ανάπτυξης και ανάλογα να ταξινομηθούν. Μία τέτοια διάκριση, συνδυαζόμενη με την διερεύνηση των αιτίων που οδήγησαν στο συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης, συμβάλλει στην αξιολόγηση των δυνατοτήτων και των προοπτικών μιας νέας πολιτικής για τον ορεινό χώρο. Η διάκριση αυτή διευκολύνει την διαπίστωση συγκριτικών πλεονεκτημάτων και διαφοροποιημένων προοπτικών κατά τομέα, καθώς και τον  συνδυασμό δράσεων στους τομείς με τα περισσότερα - μεγαλύτερα συγκριτικά πλεονεκτήματα.

• Οι διαμορφωμένες πολιτικές. Η μελέτη των ορεινών περιοχών, με βάση τις πολιτικές που εφαρμόσθηκαν σε αυτές στο παρελθόν, η διάκριση σχετικών τύπων, η ταξινόμηση των περιοχών στους τύπους και ο εμπλουτισμός της βάσης με τέτοια στοιχεία μπορεί να οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα και αποτελεσματικά εργαλεία για την διαμόρφωση και την εφαρμογή της νέας πολιτικής, ιδιαίτερα αν τα στοιχεία αυτά συνδυαστούν με τους πόρους (φυσικούς, ανθρώπινους, οικονομικούς), που χρησιμοποιήθηκαν για τις πολιτικές αυτές, καθώς και με τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους. 

• Η σημασία των ορεινών όγκων. Από όσα έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα, αλλά και από τη σχετική γνώση που έχει αποκτησθεί, γίνεται φανερό πως οι ορεινές περιοχές της χώρας μας διαθέτουν πολλαπλή περιβαλλοντική, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική αξία. Η περίπτωση της Δυτικής Θεσσαλίας αποτελεί ίσως το καλύτερο παράδειγμα. Σε σχέση όμως με την κατεύθυνση προς την οποία η αξία αυτή αναπτύσσεται και συνεπώς σε σχέση με την σημασία η οποία προκύπτει, αυτή μπορεί να διακριθεί σε εσωτερική, όταν απευθύνεται στις ορεινές περιοχές και στους ορεινούς πληθυσμούς και σε εξωτερική, όταν  πρόκειται για την σημασία την οποία αντιπροσωπεύουν οι ορεινές περιοχές για τους εκτός αυτών σε μικρή ή μεγάλη απόσταση κατοικούντες πληθυσμούς. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει κανείς κατά το σχεδιασμό της ανάπτυξης να προβλέψει ανάλογα αντισταθμιστικά οφέλη για τις ορεινές περιοχές.

5. Συμπεράσματα – Προτάσεις

 

Από όσα προαναφέρθηκαν γίνεται σαφές ότι η ανάπτυξη των ορεινών περιοχών κρίνεται πλέον επιβεβλημένη και θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα κάθε τοπικού ή περιφερειακού αναπτυξιακού σχεδιασμού. Ωστόσο ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, να σέβεται την παράδοση, τον πολιτισμό, τις τοπικές κοινωνίες, ακόμη και αυτή την ίδια την υστέρηση των περιοχών, που συχνά αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα, σε σχέση με «αναπτυγμένες» περιοχές (παράκτιες).

Η κινητοποίηση των τοπικών φορέων κρίνεται επίσης αναγκαία στην προσπάθεια συμμετοχής, συνδιαμόρφωσης και συνευθύνης στην όλη αναπτυξιακή προοπτική. Ιδέες και δυνατότητες των τοπικών πληθυσμών είναι σκόπιμο και πολλαπλά ωφέλιμο να απελευθερώνονται δημιουργικά για να καθιστούν αποτελεσματικότερη την αναπτυξιακή προσπάθεια.

Οι δομές υπάρχουν και οι κοινωνίες έχουν εξοικειωθεί με τις διαδικασίες συμμετοχής. Έχουν εξοικειωθεί ακόμη με την αναγκαιότητα ανάπτυξης των ορεινών περιοχών και τη συμβολή τους στην ποιότητα ζωής και στο ξαναζωντάνεμα της υπαίθρου. Η συγκυρία είναι κατάλληλη και πρέπει να αξιοποιηθεί προς όφελος των τοπικών κοινωνιών, της οικονομίας της περιοχής και βέβαια προς όφελος της διατήρησης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα το φυσικό περιβάλλον των ορεινών περιοχών αποτελεί σπουδαίο αναπτυξιακό πόρο (κεφάλαιο) και ταυτόχρονα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Η σωστή διαχείριση και αξιοποίησή του, σε αρμονία με την ανάπτυξη, διασφαλίζει την αειφορία και εγγυάται τη βιώσιμη ανάπτυξη των ορεινών περιοχών. 

Choose language

elenfrdeitessv

Who's Online

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 181 επισκέπτες και κανένα μέλος