Πώς λειτουργεί;
Η Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (CSA) είναι ένα σχετικά νέο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο παραγωγής τροφίμων, πώλησης και διανομής, αγροτικών προϊόντων. Αυτό το είδος καλλιέργειας λειτουργεί με σημαντικά μεγαλύτερη ανάμειξη των καταναλωτών και των υπόλοιπων ενδιαφερόμενων μελών, έχοντας ως αποτέλεσμα μία στενότερη από το συνηθισμένο σχέση καταναλωτή - παραγωγού. Το βασικό σχέδιο περιλαμβάνει την ανάπτυξη μίας συνεκτικής ομάδας καταναλωτών, η οποία προτίθεται να χρηματοδοτήσει τον προϋπολογισμό μίας ολόκληρης σεζόν προκειμένου να έχει ποιοτικά τρόφιμα. Το σύστημα έχει πολλές παραλλαγές στο πώς υποστηρίζεται ο προϋπολογισμός της φάρμας από τους καταναλωτές και το πώς οι παραγωγοί παραδίδουν τα τρόφιμα. Έτσι, τα άτομα, οι οικογένειες ή οι ομάδες δεν πληρώνουν για συγκεκριμένα γραμμάρια ή κιλά παραγωγής, αλλά υποστηρίζουν τον προϋπολογισμό όλου του κτήματος και λαμβάνουν εβδομαδιαία, ότι είναι εποχιακά ώριμο. Η κάθε ομάδα πληρώνει μία προκαθορισμένη τιμή για κάθε παράδοση, ενώ έχει τη δυνατότητα να ξεκινήσει ή να σταματήσει τη συμμετοχή της όποτε θέλει. Αυτό το είδος ρύθμισης ονομάζεται και επιμερισμός σοδειάς ή σύστημα καλαθιού. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο αγρότης μπορεί να συμπληρώνει το κάθε καλάθι με προϊόντα που φέρνει από γειτονικές φάρμες για μεγαλύτερη ποικιλία. Λαχανικά και φρούτα είναι οι πιο συνήθεις σοδειές στις CSA.
Ορισμένες φάρμες διαθέτουν αποκλειστικά τα προϊόντα τους με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, ενώ άλλες πουλάνε επίσης σε πάγκους στο κτήμα, σε λαϊκές αγορές και άλλα δίκτυα αγοράς.
Οι καταναλωτές έχουν οργανώσει τα δικά τους σχέδια CSA, πολλές μάλιστα φορές οι ίδιοι νοικιάζουν γη και στη συνέχεια προσλαμβάνουν καλλιεργητή. Πολλές CSA έχουν ένα κεντρικό πυρήνα μελών που βοηθά στα διοικητικά τους. Κάποιες απαιτούν και κάποιες το προσφέρουν ως επιλογή στα μέλη, να προσφέρουν εργασία ως μέρος του κόστους του μεριδίου. Τα μέλη της έχουν ενεργή συμμετοχή στην παραγωγή, παρέχοντας ένα είδος άμεσης χρηματοδότησης μέσω του προαγορασμένου μεριδίου και βοηθώντας με τη διανομή παίρνοντας τα δικά τους μερίδια. Πολλές φορές, τα καλλιεργούμενα προϊόντα και οι καλλιεργητικές μέθοδοι συναποφασίζονται σε συνελεύσεις, χτίζοντας έτσι μία ισχυρή σχέση μεταξύ καταναλωτή και παραγωγού. Γενικά οι φάρμες CSA είναι μικρές, ανεξάρτητες και οικογενειακές φάρμες.
Ιστορία
Η καταγωγή της κοινωνικά υποστηριζόμενης γεωργίας δεν είναι εντελώς ξεκάθαρη. Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στην Γερμανία, την Ελβετία και την Ιαπωνία ως απάντηση στην ανησυχία για την ασφάλεια της τροφής και την αστικοποίηση της αγροτικής γης. Στην Ευρώπη, πολλές από τις φάρμες της κοινωνικά υποστηριζόμενης γεωργίας εμπνεύστηκαν από τις οικονομικές θεωρίες του Αυστριακού φιλόσοφου Rudolf Steiner και πειραματίστηκαν με κοινοτικές φάρμες εφαρμόζοντας βιοδυναμικές καλλιέργειες. Το 1965 στην Ιαπωνία, ομάδες μητέρων οι οποίες προβληματίζονταν και ανησυχούσαν για την αύξηση τη εισαγόμενης τροφής και την απώλεια καλλιεργήσιμης γης, ξεκίνησαν τα πρώτα πλάνα για τη δημιουργία CSA, τα λεγόμενα «teikei».
Η Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία ξεκίνησε στις ΗΠΑ το 1984, όταν ο Jan Vander Tuin, έφερε αυτή την ιδέα από την Ευρώπη στη Βόρεια Αμερική. Από τότε μέχρι σήμερα, οργανώθηκαν πολλές και μεγάλες φάρμες τέτοιου τύπου σε όλη τη Βόρεια Αμερική και κυρίως Βορειοανατολικά, την ακτή του Ειρηνικού και τις άνω μεσοδυτικές πολιτείες και τον Καναδά. Στην Β. Αμερική τώρα υπάρχουν τουλάχιστον 1.300 CSA φάρμες με τις εκτιμήσεις να τις υπολογίζουν μέχρι και 3.000. Σήμερα, εκατομμύρια Ιάπωνες καταναλωτές συμμετέχουν στο σύστημα «teikei», που αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μερίδιο της κατανάλωσης φρέσκων προϊόντων. Στην Ευρώπη, οι αριθμοί δεν είναι αντίστοιχοι αλλά υπάρχουν αρκετά αγροκτήματα τέτοιου τύπου και οργανώσεις σε πολλές χώρες. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία οι φάρμες της κοινωνικά υποστηριζόμενης γεωργίας ονομάζονται Pergola και στην Γαλλία AMAP.
Στόχοι:
Εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού σε μία αγορά τροφίμων που ευνοεί συνήθως τη μεγάλης κλίμακας βιομηχανοποιημένη γεωργία έναντι της τοπικής παραγωγής τροφίμων.
Μείωση της πιθανότητας απώλειας τροφίμων και τους οικονομικούς κινδύνους για τους παραγωγούς.
Βελτίωση της ποιότητας της τροφής όσο και της φροντίδας που δίνεται στη γη, τα φυτά και τα ζώα.
Στην πιο επίσημη και δομημένη μορφή της στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική, η CSA εστιάζει στο να έχει:
Ένα διαφανή προϋπολογισμό για όλη τη σεζόν, για την παραγωγή συγκεκριμένου ευρέως φάσματος προϊόντων και για προκαθορισμένο αριθμό εβδομάδων τον χρόνο.
Ένα κοινό σύστημα τιμολόγησης, όπου παραγωγοί και καταναλωτές συζητούν και δημοκρατικά αποφασίζουν τις τιμές, βασιζόμενοι στην αποδοχή του προϋπολογισμού
Συμφωνία «μοιρασμένου κινδύνου και κέρδους» π.χ. ότι οι καταναλωτές θα τρώνε ότι οι παραγωγοί καλλιεργούν, ακόμη και με τις ιδιομορφίες της καλλιεργητικής περιόδου.
Τι προσφέρει;
Ο γεωργός εξασφαλίζει εκ των προτέρων το εισόδημά του, μειώνεται το κόστος παραγωγής και οι κίνδυνοι της αγοράς.
Προωθείται η δημιουργία μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων.
Επιτυγχάνονται για τον καταναλωτή χαμηλότερες και ανταγωνιστικές τιμές σε σύγκριση με τα συμβατικά καλλιεργούμενα προϊόντα, λόγω κυρίως της μείωσης του κόστους μεταφορών και διανομής.
Καταργούνται οι μεσάζοντες και η αισχροκέρδεια ορισμένων εξ αυτών.
Παράγονται καλύτερης ποιότητας προϊόντα, τα οποία τις περισσότερες περιπτώσεις καλλιεργούνται με βάση της αρχές της βιολογικής ή βιοδυναμικής γεωργίας.
Οι καταναλωτές έχουν την ευκαιρία κάποια στιγμή να επισκεφτούν τα αγροκτήματα και τις φάρμες στις οποίες παράγονται τα προϊόντα που προμηθεύονται και να διαπιστώσουν από κοντά τον τρόπο και τις συνθήκες παραγωγής.
Τα προϊόντα είναι πιο φρέσκα καθώς δε χρειάζεται να μεταφερθούν σε μεγάλες αποστάσεις.
Μειώνεται η μόλυνση του περιβάλλοντος από τις μεταφορές.
Θα μπορούσε να αποτελέσει μία καλή λύση για την Ελλάδα του σήμερα, όπου χιλιάδες ελληνικές οικογένειες δοκιμάζονται από την οικονομική κρίση, την ανεργία και ταυτόχρονα την εξωφρενική αύξηση των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης. Αντίστοιχα και για τους Έλληνες παραγωγούς είναι μία καλή ευκαιρία να απαγκιστρωθούν από τους χονδρεμπόρους, που αρκετές φορές αγοράζουν τα προϊόντα τους σε εξευτελιστικές τιμές. Η ελληνική κοινωνία απέδειξε πρόσφατα με το«κίνημα της πατάτας» ότι αναζητεί επίμονα εναλλακτικούς τρόπους προμήθειας των βασικών ειδών διατροφής. Ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου η φτώχια έχει κάνει πιο αισθητή την παρουσία της, μία τέτοια πρόταση θα μπορούσε να βρει μεγάλη ανταπόκριση. Αρκεί να προσπαθήσουμε όλοι να αλλάξουμε ορισμένες νοοτροπίες που μας εμποδίζουν να σκεφτούμε ομαδικά. Είναι καιρός να συνεργαστούμε και να ξαναχτίσουμε σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσά μας.
Ελένη Πισιμίση
Γεωπόνος Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής, M.Sc