Πρόλογος: Η κοινωνική οικονομία στη προσφορά και ζήτηση εργασίας

 
 
Η μελέτη αυτή εξετάζει τη δυναμική της κοινωνικής Οικονομίας σε σχέση με
την αντιμετώπιση της ανεργίας και ειδικότερα της ανεργίας των νέων ΝΕΕΤΣ
στα πλαίσια του προγράμματος  social need.
Σκοπός της μελέτης είναι να διαμορφώσει έναν οδηγό θεωρίας και πράξης
που θα αξιοποιήσει την εμπειρία του συγκεκριμένου προγράμματος στο
φόντο της πανευρωπαϊκής εμπειρίας του τρίτου τομέα της οικονομίας. Για
αυτό το σκοπό εξετάζει την ιδιαιτερότητα της προσφοράς και ζήτησης θέσεων
εργασίας στον τομέα των κοινωνικών επιχειρήσεων.
Προσδιορίζει το αντικείμενο και το υποκείμενο της κοινωνικής
επιχειρηματικότητας και τις θεσμικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες,
για  ανάπτυξη του  τρίτου τομέα της οικονομίας, με τελικό σκοπό την
δημιουργία απασχόλησης και εισοδήματος.
Η ανεργία των νέων είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα που έχει σημαντικές
μακροπρόθεσμες συνέπειες για τα άτομα, τις κοινότητες, τις οικονομίες και τις
κοινωνίες. Η ουσιαστική λύση δεν μπορεί να προκύψει μόνο με παραδοσιακές
πρακτικές κατάρτισης και επανακατάρτισης αλλά και με εναλλακτικές μορφές
επιχειρηματικότητας που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας όπως είναι
η αναδυόμενη κοινωνική οικονομία. Αυτό είναι και το ζητούμενο που
πραγματεύεται και η παρούσα μελέτη.
Οι σχετικές έρευνες εργατικού δυναμικού δείχνουν ότι η ανεργία των νέων
έχει αυξηθεί σε όλες τις χώρες της ΕΕ από το 2008 και μετά. Το υψηλό
ποσοστό ανεργίας για τους νέους και ιδιαίτερα για τους ΝΕΕΤΣ  στις
μεσογειακές χώρες φθάνει το 30% και θεωρείται πλέον διαρθρωτικό
πρόβλημα στην οικονομία της αγοράς - της προσφοράς ζήτησης θέσεων
εργασίας.
Αντικειμενικά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της αυτορρύθμισης
της αγοράς εργασίας, της προσφοράς και της ζήτησης. Ούτε μόνο από τον
κρατικό παρεμβατισμό, ούτε από προγράμματα κατάρτισης και της
υπερεξειδίκευσης.
Αυτές οι προσεγγίσεις αφορούν το 35% των νέων που μπορούν να βρουν
εργασία στις επιχειρήσεις προηγμένης τεχνολογίας, δεν αφορούν τους νέους
με παραδοσιακές δεξιότητες που μπορούν να εργαστούν σε χειρωνακτικές και
συμβατικές υπηρεσίες, όπως: εργάτες γης, δασεργάτες, εργατοτεχνίτες,
πωλητές, οδηγοί , φύλακες, βοηθητικό νοσηλευτικό προσωπικό και
κοινωνικής μέριμνας, τους σερβιτόρους καμαριέρες στα ξενοδοχεία τους
ντιληβεράδες, φροντιστές τρίτης ηλικίας, παιδικών σταθμών, οικιακών
βοηθών,  μικροκαλλιεργητές, βιοτέχνες τους συλλέκτες ανακυκλώσιμου
υλικού.
 
Σ΄ αυτά και άλλα παρόμοια επαγγέλματα έντασης εργασίας μπορούν οι
ΝΕΕΤΣ να βρουν εργασία. Επιπλέον ζήτηση υπάρχει για διαχειριστές
διαδικτύου και διαχειριστές ηλεκτρονικού εμπορίου, που να χρειάζονται
κάποια κατάρτιση αλλά κυρίως δεξιότητες κοινωνικής οργάνωσης.
Το πρόβλημα για αυτό το επίπεδο προσόντων των νέων προσφοράς
εργασίας είναι ότι, παρά τις ανάγκες στην πραγματική οικονομία, που ποτέ
δεν έπαψαν να υπάρχουν, έχει ελαττωθεί το επιχειρηματικό ενδιαφέρον, η
ιδιωτική επιχειρηματικότητα σε τομείς έντασης εργασίας.
Παράλληλα, έχουν στενέψει τα περιθώρια κέρδους για τον εργοδότη και δεν
υπάρχουν οι απαραίτητες επενδύσεις για επαρκείς θέσεις εργασίας. Ακόμη
και εκεί που υπάρχουν καταγεγραμμένες ανάγκες δεν υπάρχει η ανάλογη
προσφορά για κοινωνικούς λόγους.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι από το 2008 και μετά το 1/3 των μικρομεσαίων
ιδιωτικών επιχειρήσεων για παράδειγμα στην Ελλάδα έχει κλείσει.
Συνακόλουθα έχουν χαθεί και οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας με αποτέλεσμα
να υπάρχουν αναξιοποίητοι φυσικοί, υλικοί και ανθρώπινοι πόροι σε αντίθεση
με τις ανάγκες για εισόδημα και εργασία που δεν καλύπτονται.
Με αυτά τα δεδομένα η ενίσχυση της ζήτησης της αγοράς εργασίας για τους
ΝΕΕΤΣ περνάει σε μεγάλο βαθμό μέσα από ένα πιο σύνθετο πεδίο που έχει
να κάνει με την ανάδειξη του φυσικού αντικειμένου και του επιχειρηματικού
υποκειμένου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις είναι ανάγκη να αναλάβουν
επιχειρηματικές πρωτοβουλίες οι ίδιοι οι υποψήφιοι για εργασία ως
συνεταιριζόμενοι (συνέταιροι) ή αυτοαπασχολούμενοι. Εδώ βρίσκεται το
κρίσιμο ζήτημα της κοινωνικής καινοτομίας.
Έτσι, παράλληλα με την ανάγκη της ζήτησης εργασίας προκύπτει η ανάγκη
για την προώθηση της Κοινωνικής επιχειρηματικότητας, που προϋπόθεση
για την αξιοποίηση της είναι η αξιοποίηση και βελτιστοποίηση των ανενεργών
φυσικών και ανθρώπινων πόρων. Το παραγωγικό μοντέλο που ενοποιεί και
κινητοποιεί αυτούς τους πόρους προς χάριν των τοπικών κοινωνιών και των
οικονομικά ευάλωτων ομάδων.
Η κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι ο θεσμός που μπορεί να
αποκαταστήσει την συρρίκνωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που
κλείνουν λόγω ανταγωνιστικότητας και χαμηλής κερδοφορίας μειώνοντας
δραστικά το κόστος για τον καταναλωτή.
Είναι χαρακτηριστικό σήμερα ότι το κενό που υπάρχει σε ορισμένα
περιφρονημένα αλλά αναγκαία επαγγέλματα όπως εργάτες γης καλύπτεται εν
μέρει από τους οικονομικούς μετανάστες και την άδηλη οικονομία. Το
πρόβλημα αυτό θα παραμένει όσο η κοινωνική και οικονομική οργάνωση
αγνοεί κομμάτια της πραγματικής οικονομίας και ως εκ τούτου υπάρχουν
ανενεργοί ανθρώπινοι πόροι.
Χρειάζεται επομένως, ένα παραδειγματικό μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας
και κοινωνικής επιχειρηματικότητας που Θα καλύψει αυτό το  έλλειμμα.
Στόχος η εκπόνηση ενός στρατηγικού εγχειριδίου (αξιοποίηση της γνώσης
 
από το έργο) που παρουσιάζει μια ολιστική προσέγγιση για τη δημιουργία
απασχόλησης μέσω του τρίτου τομέα οικονομίας (Μοντέλο SOCIALNEET).
Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό η στρατηγική της κοινωνικής οικονομίας για την
απασχόληση, διαφέρει ριζικά από την στρατηγική του ιδιωτικού τομέα της
οικονομίας. Η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση (ΕΣΑ) έχει θέσει
ως κατεύθυνση, ήδη από τη Συνθήκη της Ρώμης, την  πλήρη απασχόληση, η
οποία αποτελούσε πάντα έναν από τους στόχους της κοινότητας (ή
κοινωνίας)
Σε αυτό το πλαίσιο η  λειτουργία του,  Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου
(ΕΚΤ) που είναι όργανο βοήθειας για την προώθηση της απασχόλησης και
της κινητικότητας των εργαζομένων διαθέτει ειδικούς πόρους γι΄ αυτό τον
σκοπό. Είναι δηλωμένος ο στόχος άλλωστε, η καταπολέμηση της
μακροχρόνιας ανεργίας και της ανεργίας των νέων και ο εκσυγχρονισμός των
συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Η στρατηγική αυτή προτείνει τη μείωση σε σημαντικό βαθμό του κόστους που
προκύπτει από την πρόσληψη ενός πρόσθετου εργαζομένου, τη διευκόλυνση
της μετάβασης στην ανεξάρτητη απασχόληση και τη δημιουργία μικρών
επιχειρήσεων. Και επιδιώκει την προσαρμοστικότητα: στον εκσυγχρονισμό
της οργάνωσης και της ευελιξίας της εργασίας και την εφαρμογή συμβάσεων
προσαρμόσιμων σε διάφορους τύπους εργασίας, την υποστήριξη
προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης εντός των επιχειρήσεων
προβάλλοντας την  ισότητα των ευκαιριών.
Η στρατηγική αυτή όμως, παρόλο που αναγνωρίζει θεωρητικά τα διαρθρωτικά
προβλήματα της οικονομίας και απασχόλησης, παραμένει εμμονικά
συστηματικά και επαναλαμβανόμενα στον ίδιο τρόπο προσέγγισης. Ενώ στον
πυρήνα της, κυριαρχεί το γνωστό δόγμα για το έλλειμμα δεξιοτήτων των
εργαζομένων.
Για να καλυφθεί αυτό το έλλειμμα δεν χρειάζεται μόνο να γίνουν παρεμβάσεις
στην παραγωγή αλλά από τους ίδιους τους εργαζόμενους, οι οποίοι οφείλουν
μέσω της κατάρτισης και της διά βίου μάθησης να γίνουν «απασχολήσιμοι».
Αυτή η προσέγγιση ωστόσο δεν συλλαμβάνει την αντικειμενική συρρίκνωση
της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, που προκύπτει λόγω
της εξέλιξης των τεχνολογιών και της απροθυμίας του ιδιωτικού κεφαλαίου να
επενδύσει σε τομείς με χαμηλή κερδοφορία για τις επιχειρήσεις. Το ίδιο δεν
προσλαμβάνει την αδυναμία του Κράτους να επεκταθεί περεταίρω ως
«επιχειρηματίας» σε κοινωνικά αναγκαίες θέσεις εργασίας.
Αναφερόμαστε σε τομείς που έχουν στόχο την άρση του οικονομικού και
κοινωνικού αποκλεισμού και  σε κάθε περίπτωση δημιουργούν απασχόληση
για τις κοινωνικά ευαίσθητες ομάδες. Σε αυτές τις ομάδες ανήκουν και οι
ΝΕΕΤΣ Βέβαια, η παραδοχή ότι το Κράτος και η Ε.Ε χρηματοδοτούν πλείστα
προγράμματα κατάρτισης και επαγγελματικού προσανατολισμού, δείχνει ότι
το δόγμα  της αυτορρύθμισης της αγοράς εργασίας δεν λειτουργεί
τουλάχιστον στην έκταση που επιχειρείται. Αντίθετα ο συνεχής ο κρατικός
παρεμβατισμός  για τη δημιουργία θέσεων εργασίας με επιδοτούμενα
 
προγράμματα, είναι μια σοβαρή ένδειξη της ανάγκης για θεσμική παρέμβαση
πέρα από την επιχειρηματικότητα του ιδιωτικού τομέα και του κράτους.
Σε αντίθεση με το κρατικό παρεμβατισμό η στρατηγική της Κοινωνικής
Οικονομίας και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας διαφέρει ακριβώς στις
κινητήριες δυνάμεις που εκκινούν την επιχειρηματικότητα. Διαφέρει στην
αλληλεξάρτηση της προσφοράς και ζήτησης Εργασίας, που υπάρχει στο
αντικείμενο και στο συλλογικό υποκείμενο της κοινωνικής
επιχειρηματικότητας  που ας σημειώσουμε, δεν διαχωρίζεται σε εργοδότες και
εργαζόμενους αλλά ταυτίζεται με κοινά συμφέροντα .
Επομένως, οι κοινωνικές επιχειρήσεις λειτουργούν με ένα ιδιαίτερο τρόπο
στην προσφορά και ζήτηση εργασίας. Η αλληλεπίδραση σε αυτό το δίπολο
δεν καθορίζεται μονοσήμαντα από την προσφορά και τη ζήτηση  εργασίας
από τους εργαζόμενους αλλά και από τους εργοδότες. Και αυτό συμβαίνει
απλούστατα ακριβώς σε ένα συνεταιρισμό, γιατί οι εργαζόμενοι και οι
εργοδότες ταυτίζονται και είναι τα ίδια πρόσωπα και έχουν αναγκαστικά τις
ίδιες επιδιώξεις και οικονομικούς σκοπούς.
Στο ερώτημα ποια είναι τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής
επιχειρηματικότητας έναντι της κερδοσκοπικής οικονομίας συνοπτικά
μπορούμε να απαντήσουμε:
I. η μείωση του κόστους των συναλλαγών
II. η αξιοποίηση ανενεργών ανθρώπινων και υλικών πόρων
III. η αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου των συλλογικοτήτων ως
υποκειμένου της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Το μειωμένο κόστος παραγωγής και συναλλαγών εξασφαλίζει την
βιωσιμότητα  των μικρομεσαίων επιχειρήσεων εκεί που η οικονομία του
κέρδους και της αγοράς δεν έχει ενδιαφέρον για το επιχειρείν.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις  συμβάλλουν ακριβώς στην αξιοποίηση
ανενεργών ανθρώπινων και υλικών πόρων,  με τη συνένωση των
κατακερματισμένων πόρων μικροϊδιοκτητών και με θεσμικό εργαλείο το
συνεργατισμό.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις μπορούν να αξιοποιήσουν  τα  ανενεργά ακίνητα
και γαίες του δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης παρέχοντας σε αυτούς
τους ανενεργούς πόρους προς εκμετάλλευση μέσω των Συνεταιρισμών.
Υπάρχει, βέβαια, ακόμη το διττό ερώτημα αφενός πώς μειώνεται το κόστος με
την κοινωνική επιχειρηματικότητα και αφετέρου πως αυτό γίνεται πλεονέκτημα
σε αντίθεση με την οικονομία της αγοράς;
Η συμπεριληπτική απάντηση είναι ότι, στην κοινωνική επιχειρηματικότητα  δεν
υπάρχουν μεσάζοντες, ο εργοδότης και ο καταναλωτής είναι η ίδια η τοπική
κοινότητα, και επομένως στην αλυσίδα κόστους   δεν προστίθεται στη τιμή το
κέρδος των διαμεσολαβήσεων   και των πρόσθετων φόρων της εφοδιαστικής
αλυσίδας. Με αυτό τον τρόπο έχουμε το μειωμένο κόστος υπέρ της
κοινότητας των καταναλωτών. Υπάρχει πλήθος επιτυχημένων
 
παραδειγμάτων συνεταιρισμών και κοινωνικών επιχειρήσεων που
επιβεβαιώνουν αυτή την παραδοχή.
Ένα κορυφαίο σύγχρονο παράδειγμα τα τελευταία χρόνια είναι  οι ενεργειακές
κοινότητες ( ενεργειακοί συνεταιρισμοί)  όπου παραγωγός ενέργειας είναι ο
ίδιος ο καταναλωτής, με αποτέλεσμα να παράγει μόνος του το ρεύμα που
καταναλώνει  και  όταν πρόκειται για ενεργειακό συμψηφισμό  μειώνει το
κόστος της ενέργειας τουλάχιστον κατά 70%. Με αυτό τον τρόπο
αντιμετωπίζεται προοπτικά η ενεργειακή φτώχεια αλλά και εξασφαλίζεται η
ανθεκτικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε μια σειρά από τομείς.
Στη μελέτη αυτή, επισημαίνεται ότι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις της αγοράς, η
Προσφορά και η Ζήτηση είναι δύο ξεχωριστές δυνάμεις που η καθεμιά τους
προσδιορίζεται από διαφορετικούς παράγοντες. Από την μια μεριά είναι οι
παραγωγικές επιχειρήσεις και οι έμποροι και από την άλλη οι καταναλωτές.
Στη κοινωνική επιχειρηματικότητα οι μέτοχοι συνεταιριστές είναι ταυτόχρονα
και καταναλωτές- ωφελούμενοι.
Το κεντρικό πρόβλημα είναι ότι  παγκοσμίως υπάρχει μειωμένη ζήτηση
εργασίας από τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, σε τέτοια επίπεδα που δεν
μπορεί να καλύψει ο κρατικός παρεμβατισμός για τη ζήτηση εργασίας.
Το γεγονός αυτό  της μειωμένης ζήτησης Εργασίας πιστοποιείται  από την
γενική καθήλωση των μισθών  με εξαίρεση ένα πολύ μικρό ποσοστό το 1%
που εργάζεται στην υψηλή τεχνολογία.  Εάν υπήρχε επαρκής  ζήτηση
σύμφωνα με το νόμο προσφοράς και ζήτησης τότε οι μισθοί θα ήταν προς
άνοδο  και όχι προς την κάθοδο που βρίσκονται σήμερα.
Αναζητώντας την τόνωση της ζήτησης, η κοινωνική οικονομία παρουσιάζει το
μοντέλο και  το πλεονέκτημα του μειωμένου κόστους για τους καταναλωτές
από τη στιγμή που οι ίδιοι οι καταναλωτές και χρήστες υπηρεσιών
συμμετέχουν στην κοινωνική επιχειρηματικότητα  και σε συνεταιρισμούς
Καταναλωτών.
Ο συνεργατισμός, έχει ευθύνες και δεν είναι μία εύκολη επιλογή για αυτόν που
έχει μάθει να εργάζεται ως μισθωτός. Είναι αναγκαία όμως επιλογή και
συνειδητή πράξη για τη βελτίωση του εισοδήματος των Καταναλωτών,
προσφέροντας ταυτόχρονα και νέες θέσεις εργασίας.
Ας λάβουμε υπόψη τα τρία βασικά αγαθά: ενέργεια,  διατροφή και υγεία. Σ΄
αυτούς τους τομείς υπάρχουν πετυχημένες εφαρμογές Κοινωνικών
επιχειρήσεων και συνεταιρισμών που δίνουν λύσεις στο πρόβλημα και νέες
θέσεις εργασίας.  Το ζήτημα είναι λοιπόν αυτές οι επιλογές  θεσμικά  να
πολλαπλασιαστούν  και να αποτελέσουν τον τρίτο πυλώνα της οικονομίας της
προσφοράς και της ζήτησης εργασίας.
 
Από τη μελέτη του Βασίλη Τακτικού διευθυντή του Ινστιτούτου μελετών κοινωνικής οικονομίας,
για την προσφορά και ζήτηση εργασίας, στο Πλαίσιο του τρίτου τομέα της οικονομίας.

Η συγκρότηση κοινωνικού κεφαλαίου – θεσμοί αλληλεγγύης – δίκτυα

 
Οι θεσμοί της Κοινωνικής Οικονομίας, στο βαθμό που έχουν αναπτυχθεί μέχρι
σήμερα, δεν προέκυψαν, όπως επισημάναμε ήδη, ούτε από μια μεγάλη
θεωρία, ούτε επιβλήθηκαν εξωτερικά από κάποια πολιτική εξουσία σε μια
συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Γεννήθηκαν υπό την πίεση της ανάγκης για συνεργατισμό στην οικονομία από
τα κάτω και από τη συνεταιριστική πρακτική, καθώς δεν υπήρχε άλλη
εναλλακτική επιλογή, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Έτσι, έχουμε μια διαρκή
εξέλιξη οδηγούμενη από τις ανάγκες της κοινωνίας, οι οποίες εν μέρει
ενσωματώνονται στο σύστημα μέσα από μια πραγματιστική διαδικασία, που
προσφέρει λύσεις στην ανεργία, καλύπτοντας παράλληλα τα κενά που αφήνει
το κράτος πρόνοιας. Εκ των πραγμάτων κατ' αυτόν τον τρόπο, η πολιτική
εξουσία αναφορικά με την Κοινωνική Οικονομία δεν προπορεύεται αλλά
ακολουθεί τις πρωτοβουλίες της κοινωνίας και τις θεσμοθετεί.
Πρόκειται περισσότερο για μια αυθόρμητη κοινωνική διαδικασία που
αναπτύσσεται οριζόντια και λιγότερο μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες
μεγάλης κλίμακας. Γι' αυτό και στην ανάλυση δεν εξετάζουμε την πολιτική
βούληση μόνο των κυβερνήσεων, αλλά τη συνειδητοποίηση που
αναπτύσσεται από τα κάτω στην κοινωνία και αναδεικνύει τάσεις και θεσμούς.
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η συνείδηση στην ολότητα ενός
προγράμματος Κοινωνικής Οικονομίας έρχεται εκ των υστέρων εμπειρικά,
από τη συμμετοχή ακτιβιστών σε πλήθος από καλές πρακτικές απ' όλο τον
κόσμο. Οργανωτικά, αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί μόνο η βιωματική
εμπειρία δημιουργεί προϋποθέσεις εφαρμογών βιωσιμότητας στην Κοινωνική
Οικονομία.
Ωστόσο, ο κοινωνικός ακτιβισμός των κοινωνικών κινημάτων, που κινεί σε
μεγάλο βαθμό και τους ιμάντες της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν συνιστά ενιαίο
πολιτικό πρόγραμμα. Δεν συνιστά ένα ενιαίο πολιτικό θεσμό, αλλά θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί προπομπός των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα
στην οικονομία.
Οι όποιες κυβερνητικές πρωτοβουλίες λαμβάνονται μέχρι σήμερα είναι
αποσπασματικές, ακόμη και από εκείνες τις διακρατικές οντότητες, όπως η
Ε.Ε., οι οποίες αναγνωρίζουν μεν την υψηλή σημασία της Κοινωνικής
Οικονομίας, διστάζουν δε, να περιορίσουν την οικονομική εξουσία των
κρατών, που δυσφορούν όταν πρόκειται να αυτοπεριοριστούν υπέρ των
αξιώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.
Ο λόγος προφανώς είναι, το γεγονός ότι οι θεσμοί της Κοινωνικής Οικονομίας
αμφισβητούν με την πρακτική τους εφαρμογή την έλλειψη ορθολογισμού στη
διαχείριση υλικών και ανθρώπινων πόρων από τα κράτη και τις
χρηματαγορές. Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι θεσμοί της
Κοινωνικής Οικονομίας δεν βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την πολιτική
εξουσία, προβάλλοντας μια άλλη εξουσία όπως κάνουν τα κόμματα.
 
Ωστόσο, παρατηρείται ότι φοβίζουν τον ανορθολογισμό του συστήματος και
την ψευδοεπιστημονική του υπόσταση, την απόλυτη πίστη στις αγορές, τον
εκχρηματισμό των πάντων στις ανθρώπινες σχέσεις, στα αγαθά και τις
υπηρεσίες. Ο φόβος αυτός εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, όπως θα δούμε
στη συνέχεια και πρώτα από όλα με τη δυσφήμιση των Οργανώσεων της
Κοινωνίας Πολιτών.
Η κρατούσα πολιτική συντηρεί τις αυταπάτες της αυτορρύθμισης των αγορών,
επικαλούμενη την ψευδοεπιστήμη της οικονομίας. Παράλληλα αποφεύγει να
υιοθετήσει την «επιστήμη κατά της φτώχειας» με βάση την οργανωτική
τεχνολογία της Κοινωνικής Οικονομίας, που κατά τεκμήριο εξασφαλίζει
πόρους για το σύνολο της κοινωνίας.
Δεν σκοπεύουμε, εδώ, να υποβαθμίσουμε την τεράστια σημασία του
εκχρηματισμού της οικονομίας στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως συμβαίνει τα
τελευταία τρείς χιλιάδες χρόνια. Ούτε να εκμηδενίσουμε την πρόοδο που
οφείλεται σ' αυτή τη διαδικασία σε μια από τις σημαντικότερες επινοήσεις του
ανθρώπου όπως είναι το νόμισμα.
Θέλουμε να επισημάνουμε απλώς, όπως πολλοί άλλοι άλλωστε, την
υπερβολή, την αλαζονεία, την ύβρη κατά της ανθρωπότητας που κρύβεται
πίσω από το μετασχηματισμό της ανταλλακτικής αξίας, που είναι το χρήμα, σε
προϊόν με απόλυτη αξία και εξουσία. Μια στρέβλωση αξιών που δημιουργεί
αχαλίνωτη κερδοσκοπία και καταδικάζει στην απόλυτη φτώχεια μεγάλα
τμήματα πληθυσμού, ενώ στις κρίσεις χάνονται οι κόποι μιας ζωής.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι το χρήμα από μόνο του «γεννά» χρήμα μέσα στις
τράπεζες, μέσα από τις κεφαλαιαγορές, τα χρηματιστήρια και όπως συμβαίνει
πολλές φορές, εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Αυτή είναι η
διαπίστωση και από την πρόσφατη οικονομική κρίση.
Το αντίδοτο λοιπόν στην απολυταρχία του χρήματος δεν είναι κάτι άλλο από
τους θεσμούς της Κοινωνικής Οικονομίας, που αφενός μπορούν να
αναχαιτίσουν την ανεργία και τη φτώχεια και αφετέρου να εξασφαλίσουν τα
απαραίτητα αγαθά της ζωής με λιγότερα χρήματα, ελαχιστοποιώντας το
κόστος των συναλλαγών.
Πώς γίνεται όμως όλη αυτή η διαδικασία στην πράξη, όταν οι περισσότεροι
άνθρωποι δε γνωρίζουν πέρα από τους επιφανειακούς θεσμούς εξουσίας
άλλους δρόμους;
Ακριβώς με τη συνειδητοποίηση των βαθύτερων θεσμών της κοινωνίας, που
δεν αποτυπώνονται κατ' ανάγκη σε νόμους, αλλά λειτουργούν όπως οι όροι
«κοινωνικό κεφάλαιο», «εθελοντισμός», «κοινωνικά δίκτυα», «Οργανώσεις
της Κοινωνίας Πολιτών», «κοινωνικός ακτιβισμός», «δια βίου μάθηση»,
«Συμμετοχική Δημοκρατία».
Αυτές οι έννοιες είναι τελικά που συντελούν στη θέσμιση της Κοινωνικής
Οικονομίας.
 
Κοινωνικό κεφάλαιο
Το Κοινωνικό Κεφάλαιο μπορεί να ορισθεί ως συσσώρευση συλλογικής
γνώσης, οργανωτικής κουλτούρας, αλληλεγγύης, κοινής εμπιστοσύνης και
δημιουργικής θεσμικής λειτουργίας. Τα κοινωνικά δίκτυα και ο εθελοντισμός
είναι οι βασικοί συντελεστές για τη συγκρότησή του.
Το κοινωνικό κεφάλαιο συμπυκνώνει το συνεργατισμό και το αλληλέγγυο
πνεύμα. Ακόμα, συμπληρώνει και υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό, το
οικονομικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για τις επενδύσεις δημιουργώντας
εμπιστοσύνη στις συναλλαγές και μείωση του κόστους, καθώς ενισχύει την
πιστοληπτική ικανότητα.
Σύμφωνα με αντίστοιχες μελέτες, το κοινωνικό κεφάλαιο είναι έννοια σύμφυτη
με την κοινωνική δομή, διευκολύνει την ατομική και συλλογική δράση και
νοηματοδοτεί τις συνεργασίες και τις Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις.
Η σταδιακή επίγνωση ότι ούτε το κράτος ούτε η αγορά μπορούν να λύσουν,
κατ' αποκλειστικότητα, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, έχει φέρει
στο προσκήνιο την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, που γεφυρώνει τη
δημόσια με την ιδιωτική σφαίρα.
Ο όρος «κοινωνικό κεφάλαιο» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο ως
έννοια αλληλένδετη με την κοινωνία πολιτών, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν,
εφόσον περιλαμβάνει τόσο τα τυπικά, όσο και τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα και
τις κοινές αξίες.
 
Ο ορισμός του Woolcock (1998) ότι το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει όλες
τις αξίες και τα δίκτυα που διευκολύνουν την ομαδική δράση, βασίζεται σε
αυτήν ακριβώς την αλληλεπίδραση με την Κοινωνία των Πολιτών.
Στη διεθνή συζήτηση η σύνδεση των μη κυβερνητικών οργανώσεων με την
έννοια της «κοινωνίας των πολιτών» γίνεται με αναφορά κυρίως στο
Τοκβιλιανό παράδειγμα. Σύμφωνα με αυτό η «κοινωνία των πολιτών» είναι
ένας χώρος όπου οι οργανωμένοι πολίτες αξιοποιούν την ελευθερία του
συνεταιρίζεσθαι ως θεσμικό αντίβαρο στον κρατικό αυταρχισμό, ως δύναμη
εκδημοκρατισμού «από τα κάτω», ως «σχολείο δημοκρατίας», ως μέθοδο
παραγωγής «κοινωνικού κεφαλαίου» και ακόμη ως όχημα για κοινωνικές
δράσεις που συμβάλλουν στο «κοινό καλό».
 
Οι θεσμοί αλληλεγγύης
Οι σύγχρονοι θεσμοί αλληλεγγύης έχουν μακρά ιστορία προέλευσης στο
ανθρωπιστικό κίνημα. Ωστόσο, η διαρκής αναβάθμιση τους σε συνάρτηση με
την προσφορά υπηρεσιών από την πλευρά των Οργανώσεων της Κοινωνίας
Πολιτών τις τελευταίες δεκαετίες αποκρυσταλλώνεται σε θεσμούς και
επιχειρήσεις αναπαραγωγής της αλληλέγγυας οικονομίας.
Οι θεσμοί αλληλεγγύης είναι εκείνοι που αναπτύσσουν το «κοινωνικό
κεφάλαιο» που δεν είναι άλλο από τον συνεργατισμό και τον εθελοντισμό.
Θεσμοί δηλαδή που ενώ δεν αποσκοπούν στο κέρδος, συμβάλλουν στο
κοινωνικό εισόδημα και αποφέρουν κοινωνικό όφελος και απασχόληση,
ενσωματώνοντας παράλληλα την κοινωνική εταιρική ευθύνη.
Το Κοινωνικό Κεφάλαιο αποτελεί θεμελιώδη αξία, η οποία διαμορφώνεται
συνεργατικά από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τα κοινωνικά
δίκτυα και τους θεσμούς αλληλεγγύης. Συμβάλλει αποφασιστικά στην
κοινωνική, την πράσινη και την πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Αποτελεί τη
βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας ενώ
διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μορφές κεφαλαίου, γιατί κάποιος
μπορεί να επενδύσει σε αυτό, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη αργότερα
στον τομέα της απασχόλησης του.
Το Κοινωνικό Κεφάλαιο έχει το χαρακτηριστικό ότι ανήκει σε πολλούς, δεν
είναι περιουσία μιας οργάνωσης, μιας επιχείρησης, της αγοράς ή του κράτους,
παρόλο που όλοι μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία του. Είναι μια
διαδικασία «εκ των κάτω» και αφορά πολίτες, ίδιας ή διαφορετικής καταγωγής
και κουλτούρας, που συνδέονται κοινωνικά και δημιουργούν δίκτυα και
ενώσεις.
Σύμφωνα με τον ορισμό της «Παγκόσμιας Τράπεζας», το κοινωνικό κεφάλαιο
είναι η συνεκτική «κόλλα» που κρατά δεμένες τις κοινωνίες. Είναι ζήτημα
κοινωνικοποίησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο, αλλά
και ικανότητας για καινοτόμες πολιτικές επενδύσεων που πηγαίνουν την
κοινωνία μπροστά, περιλαμβάνοντας όλο το πλέγμα σχέσεων, θεσμών και
κανόνων που διαμορφώνουν την ποιότητα των κοινωνικών
 
αλληλοσυσχετίσεων και ωφελειών. Σημειωτέον ότι έχει την ίδια βαρύτητα με
το οικονομικό, το φυσικό ή το ανθρώπινο κεφάλαιο, σε ένα κόσμο με
ορθολογική οικονομική θεώρηση.
Επίσης, το κοινωνικό κεφάλαιο ενώ ανήκει στην μικροοικονομία, επηρεάζει
ακόμη και μακροοικονομικούς συντελεστές. Επομένως το κοινωνικό κεφάλαιο
μπορεί να μετρηθεί, και παράλληλα μπορούν να υπολογιστούν τα οφέλη τα
οποία προκύπτουν από αυτό για τις τοπικές κοινωνίες.
Παράλληλα, το κοινωνικό κεφάλαιο απαρτίζεται από επικαλυπτόμενα
κοινωνικά δίκτυα, τα οποία διαθέτουν κοινές αξίες, εμπιστοσύνη και κοινά
κριτήρια αποφάσεων που διευκολύνουν περεταίρω το συνεργατισμό στη
πράξη.
 
Κοινωνική εμπιστοσύνη
Αναζητώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινωνικού κεφαλαίου και της
οργανωμένης Κοινωνίας Πολιτών, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το κριτήριο της
εμπιστοσύνης είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι κοινοτήτων χωρίς
συνοχή.
Σε δίκτυα με υψηλό επίπεδο κοινωνικού κεφαλαίου επικρατεί η αρχή της
αμοιβαιότητας και της αλληλεγγύης που συμβάλλει στην ατομική ευημερία,
δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στην
πληροφορία ή άλλους πόρους, οι οποίοι αυξάνουν τις ευκαιρίες ατομικής
ολοκλήρωσης.
Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν τρεις βασικές παράμετροι οι οποίες
μεγιστοποιούν το κοινωνικό κεφαλαίο:
 Η εμπιστοσύνη, η οποία οικοδομείται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα
και διασφαλίζει ότι οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των μελών θα
διεκπεραιωθούν ομαλά.
 Η πληροφορία, η οποία διοχετεύεται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα
και τις κανονιστικές ρυθμίσεις και κυρώσεις που επιβάλλονται στα
μέλη των δικτύων.
 Η συνεργασία, την οποία εξασφαλίζουν οι ανθρώπινες κοινότητες με
συνοχή.
 
Παρόλο που το κοινωνικό κεφάλαιο διαθέτει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με
τις άλλες μορφές κεφαλαίου, είναι ριζικά διαφορετικό, κατά την άποψη ότι η
δημιουργία του προϋποθέτει αλληλοεπίδραση μεταξύ μιας μεγάλης ομάδας
ανθρώπων.
Η σχετική βιβλιογραφία έχει καταδείξει ότι πρόκειται για μια περίπλοκη
διαδικασία που επηρεάζεται από ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και
πολιτισμικούς παράγοντες, καθώς και από το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής
 
ανάπτυξης. Με λίγα λόγια το κοινωνικό κεφάλαιο αυξάνει, όταν οι άνθρωποι
συνεργάζονται σε εθελοντικές οργανώσεις και όταν επικοινωνούν μεταξύ
τους. Αυτό επιτυγχάνεται με:
 Εθελοντική συμμετοχή: Συμμετοχή σε δίκτυα, ατόμων ή ομάδων, στη
βάση της ισότητας των μελών. Το κοινωνικό κεφάλαιο αφορά
οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των μελών της κοινότητας και της
οικογένειας, αλλά και κάθετες μεταξύ των κοινοτήτων και των
διαφόρων θεσμών και φορέων και κυβερνητικών. Έχει άλλωστε
αναπτυχθεί και σχετική θεωρία, γνωστή ως «Θεωρία των Δικτύων».
 Αμοιβαιότητα: Τα άτομα παρέχουν υπηρεσίες στους άλλους ή
ενεργούν προς όφελος άλλων με προσωπικό κόστος, προσδοκώντας,
γενικώς και αορίστως, ότι θα υπάρξει ανταπόδοση σε κάποιο
απροσδιόριστο χρόνο στο μέλλον, όταν οι ίδιοι θα το χρειάζονται.
Δημιουργείται, δηλαδή, ένας συνδυασμός βραχυπρόθεσμου
αλτρουισμού και μακροπρόθεσμου συμφέροντος.
 Εμπιστοσύνη: Η εμπιστοσύνη επιτρέπει την ανάληψη ρίσκου, όταν
υπάρχει η πεποίθηση ότι οι άλλοι θα αντιδράσουν θετικά και
υποστηρικτικά ή τουλάχιστον δεν θα υπονομεύσουν την εκάστοτε
πρωτοβουλία. Η εμπιστοσύνη είναι εξαιρετικά σημαντική ακόμη και στο
επίπεδο του κράτους, όπου όσο μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση
υπάρχει, δηλαδή μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών
εταίρων, τόσο μεγαλύτερη η πρόοδος της χώρας.
 Κανόνες (νόρμες): Συνήθως είναι άγραφοι αλλά κατανοητοί κοινωνικοί
κανόνες και αρχές που παρέχουν το πλαίσιο για ανεπίσημο κοινωνικό
έλεγχο, χωρίς την προσφυγή σε θεσμικές διαδικασίες επιβολής
κυρώσεων. Πολλοί υποστηρίζουν ότι, όπου υπάρχει ισχυρό κοινωνικό
κεφάλαιο, εκεί η εγκληματικότητα καθώς και η ανάγκη για αστυνόμευση
είναι χαμηλή.
 Κοινότητα: Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης, των
δικτύων, των κανόνων και της αμοιβαιότητας δημιουργεί μια ισχυρή
κοινότητα, ικανή να απομακρύνει τον κίνδυνο οποιουδήποτε επίδοξου
οπορτουνιστή, που θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το κοινωνικό
κεφάλαιο της κοινότητας, χωρίς ο ίδιος να έχει προσφέρει. Η κοινότητα
δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, αλλά αξιοποιείται από όλους. Μόνο όπου
υπάρχει ένα ισχυρό ήθος εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας και
αποτελεσματικών κοινωνικών κυρώσεων εναντίον των παραβατών και
των «εισβολέων», η κοινότητα μπορεί να διατηρηθεί στο διηνεκές προς
όφελος όλων.
 Ανθρώπινο και Κοινωνικό Κεφάλαιο: Όπως έχουμε ήδη αναλύσει, το
ανθρώπινο κεφάλαιο αντιπροσωπεύει πολύτιμους πόρους, όπως είναι
η γνώση και οι δεξιότητες, που εκπορεύονται από την εκπαίδευση, την
κατάρτιση και την εμπειρία. Μερικά είδη ανθρώπινου κεφαλαίου, όπως
η ομαδική εργασία και η ικανότητα επικοινωνίας λειτουργούν
υποστηρικτικά προς το κοινωνικό κεφάλαιο. Επομένως, επενδύσεις
 
στο ανθρώπινο κεφάλαιο συμβάλλουν στην ανάπτυξη και των δύο
τύπων κεφαλαίου.
Στην εξέταση του ρόλου του κοινωνικού κεφαλαίου είναι χρήσιμο να λάβουμε
υπόψη τους τρεις βασικούς τύπους του κοινωνικού κεφαλαίου, όπως
προσδιορίζονται από τους ειδικούς:
 Bonding: Οι δεσμοί μεταξύ μελών της οικογένειας, μελών ίδιας
ομάδας, ή φίλων (Οι οικείοι).
 Brinding: Η γεφύρωση των διαφορών και η διάδραση μεταξύ
διαφορετικών εθνοτικών ομάδων, ηλικιών, συνεργατών ή και
κρατών. (Διαπολιτισμική συνεργασία).
 Linking: Η σύνδεση κι η κάθετη επικοινωνία μεταξύ διαφόρων και
διαφορετικών κοινωνικών ή/και πολιτικών επιπέδων. (Πελατειακές
σχέσεις).
 
Η μεγάλη πρόκληση για την έρευνα και τη θεωρία του κοινωνικού κεφαλαίου
είναι ο εντοπισμός και η ανάδειξη των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους
οποίους μπορούν να αξιοποιηθούν οι πραγματικά πολλές θετικές πλευρές του
και ταυτόχρονα να περιορισθούν ή να εξαλειφθούν οι αρνητικές, που άλλωστε
είναι σημαντικά λιγότερες.
 
Ο εθελοντισμός ως συντελεστής συγκρότησης
του κοινωνικού κεφαλαίου
Ο εθελοντισμός στην εποχή μας, είναι ο βασικός συντελεστής δημιουργίας
κοινωνικού κεφαλαίου. Αποτελεί κλειδί της εναλλακτικής ανάπτυξης της
Κοινωνικής Οικονομίας και της απασχόλησης, δημιουργώντας προστιθέμενη
αξία στην οικονομία.
Από τον πατριωτικό, φιλανθρωπικό και τοπικό εθελοντισμό, με τις μη
χρηματικές ανταλλαγές, που κυριαρχούσε στις παλαιότερες γενιές, έχουμε
περάσει πλέον σε έναν πολυδιάστατο-οικουμενικό, ανθρωπιστικό και
οικολογικό εθελοντισμό, με αυτονομία δράσης από την αγορά και το κράτος,
που ωστόσο λειτουργεί συμπληρωματικά προς αυτούς τους θεσμούς και
καλύπτει τα κενά της μικτής και κατά τα άλλα οικονομίας.
Ο εθελοντισμός σήμερα δεν είναι μόνον το συναίσθημα αλληλεγγύης, αλλά
λογική διαδικασία με ανταποδοτικότητα, δημιουργίας πρόσθετων πόρων στα
πλαίσια της Κοινωνικής Οικονομίας.
Δεν αναγνωρίζεται πλέον μόνο ως πράξη φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης σε
εκδηλώσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως κυρίως συνέβαινε σε κοινωνίες του
παρελθόντος, αλλά και ως θεσμική δραστηριότητα που παράγει και διαδίδει
διαρκή αγαθά στον πολιτισμό, στο περιβάλλον και στην κοινωνική μέριμνα,
ως ιδιότητα που αναπτύσσει τους ανθρώπινους πόρους. Πρόκειται,
επομένως, για μια διαδικασία που συνθέτει και εμπλουτίζει το κοινωνικό
κεφάλαιο.
 
Τα Κοινωνικά Δίκτυα
Συναφής προς τον όρο κοινωνικό κεφάλαιο είναι η έννοια των κοινωνικών
δικτύων. Ως κοινωνικά δίκτυα μπορούν να οριστούν τα πολυδιάστατα
συστήματα επικοινωνίας και διαμόρφωσης της ανθρώπινης πρακτικής και της
κοινωνικής ταυτότητας. Τα κοινωνικά δίκτυα ορίζονται άλλωστε και ως
άθροισμα των προσωπικών επαφών, μέσω των οποίων το άτομο διατηρεί την
κοινωνική του ταυτότητα, λαμβάνει συναισθηματική υποστήριξη, υλική
ενίσχυση και συμμετοχή στις υπηρεσίες, έχει πρόσβαση στις πληροφορίες,
δημιουργεί νέες κοινωνικές επαφές και αναπτύσσεται.
Οι εμπειρικές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι, όσο μεγαλύτερο είναι ένα δίκτυο και
όσο συχνότερη η επαφή των μελών του, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η
βοήθεια που προσφέρουν, για παράδειγμα στην εξασφάλιση επαγγελματικών
ευκαιριών και απασχόλησης στα μέλη τους, όταν το χρειάζονται.
Από την άλλη πλευρά, τα κοινωνικά δίκτυα μεταφέρουν σημαντικές
πληροφορίες τόσο στους εργαζόμενους όσο και στις επιχειρήσεις, αυξάνοντας
την παραγωγικότητα. Σημαντική, λοιπόν, επίδραση στην εξεύρεση εργασίας
σε μια περιοχή παίζει το κοινωνικό κεφάλαιο, εφόσον αλληλεπιδρά με τα
κοινωνικά δίκτυα.
Η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου συσχετίζεται άμεσα με τη συμμετοχή
στα κοινά και τα κοινωνικά δίκτυα που είναι οι νέες μορφές οργάνωσης, που
εξασφαλίζουν ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, αλλά και στις
παραγωγικές και οικονομικές λειτουργίες της κοινωνίας.
Τα δίκτυα με κοινωνική αποστολή έχουν τις ακόλουθες ιδιότητες:
 Μειώνουν το κόστος συναλλαγών.
 Λειτουργούν ως ταμιευτήρες κοινωνικού κεφαλαίου.
 Λειτουργούν ως προπομπός της κοινωνικής και πράσινης
επιχειρηματικότητας.
 Τα οριζόντια δίκτυα λειτουργούν υπέρ της κοινωνικοποίησης της
γνώσης και της τεχνογνωσίας.
 Συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό της πληροφορίας και της
ενέργειας.
 Κατευθύνουν τις επενδύσεις προς την περιφέρεια και τους
κοινωνικά αναγκαίους σκοπούς.
 Συγκροτούν Κοινωνικό Κεφάλαιο σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
 
ΜΟΡΦΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ
Καθώς η διείσδυση του διαδικτύου γίνεται όλο και μεγαλύτερη, τα διαδικτυακά
κοινωνικά δίκτυα γίνονται κι αυτά με τη σειρά τους, όλο και πιο δημοφιλή,
καθώς αποτελούν μια ευρύτατη πλατφόρμα επικοινωνίας. Ήδη τον τελευταίο
καιρό, τα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα (Facebook, Twitter, Instagram κ.ά.)
αναπτύσσονται ταχέως και όχι μόνο από ανθρώπους που αναζητούν την
 
κοινωνικοποίηση, αλλά από όλους, ανεβάζοντας διαρκώς τον μέσο όρο
ηλικίας των χρηστών.
Αντίστοιχα, η κοινωνικοποίηση σε τοπικό επίπεδο έρχεται σε συνδυασμό με
πιο παραδοσιακά μέσα, όπως είναι τα καταστήματα της γειτονιάς ή τα στέκια
της παρέας. Καθώς, τα κοινωνικά και επικοινωνιακά δίκτυα, προϋπήρξαν των
τεχνολογικών δικτύων. Η διαφορά σήμερα είναι ότι τα δίκτυα αυτά μπορεί να
είναι ενοποιητικά οριζόντια σε πολύ μεγάλη κλίμακα ενώ η ταχύτητα
διασύνδεσης των μελών τους έχει ελαχιστοποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι η
διασύνδεση πλέον έχει απαγκιστρωθεί από τα δεσμά του χωροχρόνου.
Έτσι, τα κοινωνικά δίκτυα με τη μορφή που τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα
αποτελούν μορφές online - διαδικτυακών κοινοτήτων, οι οποίες τρέφουν τη
σχέση, τη συμμετοχή και τη δικτύωση μεταξύ ατόμων. Συνδέουν ομάδες
ατόμων όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και γεωγραφικά.
Χάριν σ’ αυτά, είναι εύκολο να μοιράσει κανείς τις ιδέες του, τις συμπάθειες
και τις αντιπάθειές του με τον κόσμο γενικότερα ή με μια οικεία ομάδα ατόμων.
Μπορεί να βρει φίλους ή να αναπτύξει επιχειρηματικές επαφές και να γίνει
μέλος μιας κοινότητας.
Επομένως, τα κοινωνικά δίκτυα δίνουν στα άτομα κάτι που τα παραδοσιακά
μέσα ενημέρωσης δεν μπορούσαν ποτέ να δώσουν, δηλαδή την ευκαιρία της
δημιουργίας σχέσης και δικτύωσης με τους άλλους.
Σήμερα, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν καταστεί σημαντικά για την επικοινωνία
και δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να αγνοηθούν, αφού αποτελούν
αναπόσπαστο πλέον κομμάτι της καθημερινότητας σχεδόν όλων των
οργανώσεων. Μεγάλες και μικρές οργανώσεις πειραματίζονται καθημερινά με
τα κοινωνικά δίκτυα αποσκοπώντας στην άντληση ή τη διάχυση ενημέρωσης,
την προσέλκυση μελών κ.τ.λ. Τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να παίξουν ένα
σημαντικό ρόλο στο έργο μιας οργάνωσης κι έχει αποδειχτεί ότι αποτελούν
ένα σημαντικό εργαλείο δουλειάς.
Δεν θα πρέπει όμως, να ξεχνάμε ότι υπήρχαν πάντοτε δίκτυα εξουσίας, είτε
δίκτυα διεκδίκησης της εξουσίας, εθνικά δίκτυα, φυλετικά δίκτυα, εμπορικά,
ακόμη και απελευθερωτικά ή θρησκευτικά δίκτυα.
Εδώ, όμως, δεν αναφερόμαστε στα παραδοσιακά δίκτυα, τα οποία είχαν και
μια άλλη μορφή οργάνωσης: ιεραρχική, εξουσιαστική και διεκδικητική είτε για
την κρατική εξουσία, είτε κατά του κράτους. Δεν εξετάζουμε, δηλαδή, τα δίκτυα
που κατέχουν και διεκδικούν άμεσα εξουσία και συγκροτούν ταξικά ή εθνικά
συμφέροντα, αλλά τα δίκτυα κοινωνικής ευαισθησίας, με κίνητρο τον
εθελοντισμό, το περιβάλλον και την κοινωνική αλληλεγγύη, που η διάδοσή
τους είναι φαινόμενο αρκετά πρόσφατο στην ιστορία.
Ένα φαινόμενο που συνδιαμορφώνεται από την απελευθέρωση ανθρώπινης
ενέργειας, που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες διαδραστικής επικοινωνίας, όπως
είναι το διαδίκτυο και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Προσεγγίζουμε,
 
λοιπόν, τα δίκτυα και την οριζόντια συνεργασία από τη σκοπιά του
εθελοντισμού και της σύνθεσης του κοινωνικού κεφαλαίου.
Η κρίση εμπιστοσύνης, ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης,
αναδεικνύει σήμερα με δυναμικό τρόπο τη σημασία των κοινωνικών δικτύων
στην αντιμετώπιση αυτής της κοινωνικής ανισορροπίας, ιδιαίτερα μέσω της
Κοινωνικής Οικονομίας, η οποία δημιουργεί νέες δυνατότητες απασχόλησης.
Σαν επακόλουθο, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν μια σειρά από θετικά
αποτελέσματα, αφού συμβάλλουν στην κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία και
πρόνοια. Κύριο αποτέλεσμα είναι η μείωση κόστους συναλλαγών, είτε μιλάμε
για καταναλωτικά δίκτυα, είτε για δίκτυα επικοινωνίας, είτε ακόμη για δίκτυα
διάχυσης της τεχνογνωσίας, αφού διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στη
διάδοση της πληροφορίας και την ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας
μεταξύ κράτους και αγοράς, συνδυάζοντας τον εθελοντισμό με τη μη
κερδοσκοπική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η συμβολή
των κοινωνικών δικτύων είναι καθοριστική, σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής,
σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα
ονομάζουμε κοινωνικό δίκτυο εκείνο που παλιά ονομάζαμε απλά «γνωριμίες».
Αν λοιπόν σε κάποιους από τους παλαιότερους ακούγεται ξένος ή εξωτικός ο
όρος «κοινωνικό δίκτυο» ας αναλογιστούν ότι πάντα την καλύτερη δουλειά,
την καλύτερη καριέρα, την καλύτερη αμοιβή, τον καλύτερο γάμο, την καλύτερη
κοινωνική ανέλιξη την απολάμβαναν εκείνοι που είχαν τις καλύτερες
«γνωριμίες».
Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι, ενώ κάποτε οι «γνωριμίες» ήταν κλειστό
προνόμιο συγκεκριμένης κοινωνικής και οικονομικής κάστας, σήμερα η
συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα είναι ανοικτή σε όλους κι εξαρτάται μάλλον
από τις προσωπικές δυνατότητες του καθενός, παρά από το κληρονομικό
δικαίωμα.
Η συγκρότηση και ο συντονισμός των περιφερειακών και θεματικών δικτύων
είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση για την ενδυνάμωση της παρεμβατικότητας
της κοινωνίας των πολιτών απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα, που αδυνατεί
να εγγυηθεί και να προάγει τις αξίες ζωής και το οικολογικό μέλλον της χώρας.
Η μεγάλη σημασία της οριζόντιας επικοινωνίας, συνεργασίας και δικτύωσης
των χιλιάδων εθελοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα είναι ένα ζήτημα που
μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει να αναδεικνύεται στο δημόσιο διάλογο.

 

Από τη μελέτη του Βασίλη Τακτικού διευθυντή του Ινστιτούτου μελετών κοινωνικής οικονομίας,
για την προσφορά και ζήτηση εργασίας, στο Πλαίσιο του τρίτου τομέα της οικονομίας.
  

Ο ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ – ΒΙΟΠΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑΣ

Ο διατροφικός τομέας είναι ένας από τους τρεις βασικούς τομείς, από τους οποίους εξαρτάται ο βιοπορισμός των οικονομικών αδυνάτων, στα πιο απαραίτητα αγαθά που χρειάζονται στη διαβίωση. Για τις επίσης μικρές αγροτικές καλλιέργειες και κτηνοτροφία είναι ένα συμπληρωματικό εισόδημα, αυξάνει τους χαμηλούς αριθμούς καθώς προσφέρει και επιπλέον θέσεις για τις κοινωνικές ανάγκες. Για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας ο κατώτατος μισθός μόλις φτάνει για τις βασικές ανάγκες και καλύπτει μόνο την επιβίωση, όπως είναι η ενέργεια, η διατροφή και η κατοικία ενώ δεν καλύπτει τις ανάγκες για την παιδεία και την υγεία. Έτσι η συμμετοχή αυτών των πολιτών σε αγροτικούς ή καταναλωτικούς συνεταιρισμούς μπορεί να περιλαμβάνει συμπληρωματικό εισόδημα ή και να μειώσει το κόστος διαβίωσης.Επιπλέον μπορεί να δημιουργηθεί για ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης, εκεί που χρειάζεται μια οικονομία για να αξιοποιηθούν οι μικροκαλλιεργητές. Κι αυτό κάνει την προώθηση της κοινωνικής οικονομίας στον αγροτικό τομέα με τη μορφή των παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών. Γενικότερα, στην Ευρώπη παρατηρείται ότι υπάρχει η τάση αναγέννησης των συνεταιρισμών. Και όπως τονίσαμε και σε προηγούμενα κεφάλαια οι ανενεργοί πόροι τόσο στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όσο και στους μικροϊδιοκτήτες γης.

Περισσότερα...

Ο παρεμβατισμός της Τοπικής αυτοδιοίκησης στην κοινωνική οικονομία

Ο παρεμβατισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης στην κοινωνική οικονομία, με Πόρους και υποδομές λειτουργεί καθοριστικά στην ανάπτυξη και ιδιαίτερα στη δημιουργία τοπικής απασχόλησης. Κατ΄ αναλογία του κρατικού παρεμβατισμού στον ιδιωτικό τομέα όταν βρίσκεται σε οικονομική κρίση και μεγάλη ανεργία. Και αυτό συμβαίνει πρακτικά όπου η κοινωνική οικονομία στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης καθώς, συνεισφέρει με μετρήσεις στην αντιμετώπιση της ανεργίας και της φτωχοποίησης του πληθυσμού. Υπάρχουν Δήμοι με ενδεικτικά παραδείγματα αποτελεσμάτων που μπορούμε να αναφερθούμε όπως, ο δήμος της Μαδρίτης και ο δήμος της Βελαρκώνης που διοικούνται από δύο γυναίκες δημάρχους τη Μανουέλα Καρμένα, στη Μαδρίτη και τη Άντα Κολάου στη Βαρκελώνη.Ας σημειώσουμε ότι υπάρχουν και μικρότεροι Δήμοι με συγκεκριμένες ατζέντα πολιτικές για την κοινωνική οικονομία. Η δημοτική αρχή της Μαδρίτης θεσμοθέτησε το συμβούλιο αλληλέγγυας κοινωνικής και συνεργατικής οικονομίας, στο οποίο συμμετέχουν η Περιφερειακή ομοσπονδία συλλογικοτήτων από τις γειτονιές της ισπανικής πρωτεύουσας και το κοινωνικό δίκτυο αγώνα ενάντια στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό δράσεων που ενίσχυσαν την τοπική απασχόληση. Η δημοτική αρχή της Βαρκελώνης θεσμοθέτησε επίσης την αλληλέγγυα οικονομία ως έναν από τους πολιτικούς άξονες της τοπικής αυτοδιοίκησης με την προστασία της κοινωνικής κατοικίας και τη δημιουργία τοπικού νομίσματος.Επίσης, σε μία σειρά από δήμους στην Ευρώπη, Ισπανία, Βέλγιο, Δανία και Γερμανία οι πολίτες των τοπικών κοινοτήτων και η τοπική αυτοδιοίκηση έχουν συστήσει πάνω από 2.000 ενεργειακούς συνεταιρισμούς. Άλλοι μικρότεροι Δήμοι έχουν αναπτυχθεί δράσεις στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής φροντίδας με εξαιρετικά αποτελέσματα.

Περισσότερα...

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Το Κοινωνικό Κεφάλαιο μπορεί να ορισθεί ως συσσώρευση συλλογικής γνώσης, Οργανωτικής Κουλτούρας, Αλληλεγγύης, κοινής εμπιστοσύνης και δημιουργικής θεσμικής λειτουργίας. Τα κοινωνικά δίκτυα και ο εθελοντισμός είναι οι βασικοί συντελεστές για τη συγκρότησή του. Το κοινωνικό κεφάλαιο συμπυκνώνει το συνεργατισμό και το αλληλέγγυο πνεύμα. Ωστόσο, συμπληρώνει και υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό, το οικονομικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για τις επενδύσεις δημιουργώντας εμπιστοσύνη στις συναλλαγές και τη μείωση του κόστους, καθώς ενισχύει την πιστοληπτική ικανότητα. Σύμφωνα με τις αντίστοιχες μελέτες, το κοινωνικό κεφάλαιο είναι σύμφυτη με την κοινωνική δομή, διευκολύνει την ατομική και συλλογική δράση και νοηματοδοτεί τις συνεργασίες και τις Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις.Η σταδιακή επίγνωση ότι ούτε το κράτος ούτε η αγορά μπορεί να λύσει, κατ' αποκλειστικότητα, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, έχει φέρει στο προσκήνιο την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, που γεφυρώνει τη δημόσια με την ιδιωτική σφαίρα.

Ο όρος «κοινωνικό κεφάλαιο» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο ως έννοια αλληλένδετη με την κοινωνία πολιτών, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν, εφόσον περιλαμβάνει τόσο τα τυπικά, όσο και τα άλλα κοινωνικά δίκτυα και τις κοινές αξίες. Ο ορισμός του Woolcock (1998) ότι το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει όλες τις αξίες και τα δίκτυα που διευκολύνουν την ομαδική δράση, βασίζεται ακριβώς σε αυτήν την αλληλεπίδραση με την κοινωνία των πολιτών. Στη διεθνή συζήτηση η σύνδεση των μη κυβερνητικών οργανώσεων με την έννοια της «κοινωνίας των πολιτών» γίνεται με αναφορά κυρίως στο Τοκβιλιανό παράδειγμα.Σύμφωνα με αυτό η «κοινωνία των πολιτών» είναι ένας χώρος όπου οι οργανωμένοι πολίτες αξιοποιούν την ελευθερία του συνεταιρίζονται ως θεσμικό στον κρατικό αυταρχισμό, ως δύναμη εκδημοκρατισμού «από τα κάτω», ως «σχολείο δημοκρατίας», ως μέθοδος «κοινωνικού κεφαλαίου». και ακόμη ως όχημα συμβάλλουν για κοινωνικές δράσεις που στο «κοινό καλό».

Οι θεσμοί αλληλεγγύης

Οι σύγχρονοι θεσμοί αλληλεγγύης έχουν μακρά ιστορία προέλευσης στο ανθρωπιστικό κίνημα. Ωστόσο, η διαρκής αναβάθμισή τους σε συνάρτηση με τις υπηρεσίες από την πλευρά των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών τις τελευταίες δεκαετίες αποκρυσταλλώνεται σε θεσμούς και επιχειρήσεις αναπαραγωγής της αλληλέγγυας οικονομίας. Οι θεσμοί αλληλεγγύης είναι εκείνοι που αναπτύσσουν το «κοινωνικό κεφάλαιο» που δεν είναι άλλο από τον συνεργατισμό και τον εθελοντισμό. Θεσμοί δηλαδή που ενώ δεν αποσκοπούν κέρδο, συμβάλλουν στο κοινωνικό εισόδημα και αποφέρουν κοινωνικό όφελος και απασχόληση, ενσωματώνοντας παράλληλα την κοινωνική ευθύνη.Το Κοινωνικό Κεφάλαιο αποτελεί θεμελιώδη αξία, η οποία διαμορφώνεται συνεργατικά από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τα κοινωνικά δίκτυα και τους θεσμούς αλληλεγγύης. Συμβάλλει αποφασιστικά στην κοινωνική, την πράξη και την πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας ενώ διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μορφές κεφαλαίου, γιατί κάποιος μπορεί να επενδύσει σε αυτό, προκειμένου να αποκομίσει αργότερα στον τομέα της απασχόλησης του. Το Κοινωνικό Κεφάλαιο έχει το χαρακτηριστικό ότι ανήκει σε πολλούς, δεν είναι περιουσία μιας οργάνωσης, μιας επιχείρησης, της αγοράς ή του κράτους, παρόλο που όλοι μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία του.Είναι μια διαδικασία «εκ κάτω» και αφορά πολίτες, ίδιας ή διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας, που συνδέονται κοινωνικά και επηρεάζουν τα δίκτυα και τις ενώσεις. Σύμφωνα με τον ορισμό της «Παγκόσμιας Τράπεζας», το κοινωνικό κεφάλαιο είναι η συνεκτική «κόλλα» που κρατά δεμένες τις κοινωνίες. Είναι ζήτημα κοινωνικοποίησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο, αλλά και ικανότητας για καινοτόμες πολιτικές επενδύσεις που πηγαίνουν την κοινωνία μπροστά, περιλαμβάνοντας όλο το πλέγμα σχέσεων, θεσμών και κανόνων που διαμορφώνουν την ποιότητα των κοινωνικών αλληλοσυσχετίσεων και ωφελειών. Σημειωτέον ότι έχει την ίδια βαρύτητα με το οικονομικό, το φυσικό ή το ανθρώπινο κεφάλαιο, σε έναν κόσμο με ορθολογική οικονομική θεώρηση.Επίσης, το κοινωνικό κεφάλαιο ενώ ανήκει στην μικροοικονομία, επηρεάζει ακόμη και μακροοικονομικούς συντελεστές. Επομένως, το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να μετρηθεί, και παράλληλα να υπολογιστεί το οποίο προκύπτει από αυτό για τις τοπικές κοινωνίες. Παράλληλα, το κεφάλαιο απαρτίζεται από επικαλυπτόμενα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία διαθέτουν κοινές αξίες, εμπιστοσύνη και κοινά κοινωνικά κριτήρια που διευκολύνουν τον συνεργατισμό στην πράξη.

Κοινωνική εμπιστοσύνη

Αναζητώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινωνικού κεφαλαίου και της οργανωμένης Κοινωνίας Πολιτών, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το κριτήριο της εμπιστοσύνης είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των κοινοτήτων χωρίς συνοχή. Σε δίκτυα με υψηλό επίπεδο κοινωνικού κεφαλαίου επικρατεί η αρχή της αμοιβαιότητας και της αλληλεγγύης που συμβάλλει στην ατομική ευημερία, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες έχουν ελεγχόμενη πρόσβαση στην κεφαλαία ή άλλους πόρους, οι οποίοι αυξάνουν τις ηλεκτρονικές ατομικές ολοκλήρωσης. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν τρεις βασικές παράμετροι οι οποίοι μεγιστοποιούν το κοινωνικό κεφαλαίο:

  • Η εμπιστοσύνη, η οποία οικοδομείται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και διασφαλίζει ότι οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των μελών που θα διεκπεραιωθούν ομαλά.
  • Η πληροφορία, η οποία διοχετεύεται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και τις κανονιστικές ρυθμίσεις και κυρώσεις που επιβάλλονται στα μέλη των νομικών.
  • Η συνεργασία, την οποία εξασφαλίζουν οι ανθρώπινες κοινότητες με συνοχή.

Το Παρόλο που το κοινωνικό κεφάλαιο διαθέτει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις άλλες μορφές κεφαλαίου, είναι ριζικά διαφορετική, κατά την άποψη ότι η δημιουργία του προϋποθέτει αλληλοεπίδραση μεταξύ μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων. Η σχετική βιβλιογραφία έχει καταδείξει ότι πρόκειται για μια περίπλοκη διαδικασία που επηρεάζεται από ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, καθώς και από το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Με λίγα λόγια το κοινωνικό κεφάλαιο αυξάνει, όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται σε εθελοντικές οργανώσεις και όταν επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτό επιτυγχάνεται με: Εθελοντική συμμετοχή: Συμμετοχή σε δίκτυα, άτομα ή μέλη, στη βάση της ισότητας των μελών.Το κοινωνικό κεφάλαιο αφορά οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των μελών της κοινότητας και της οικογένειας, αλλά και κάθετες μεταξύ των κοινοτήτων και των διαφόρων θεσμών και φορέων και κυβερνητικών. Έχει αναπτυχθεί και σχετική θεωρία, γνωστή ως «Θεωρία των Δικτύων». Αμοιβαιότητα: Τα άτομα παρέχουν υπηρεσίες στους άλλους ή ενεργούν προς όφελος άλλων με προσωπικό κόστος, προσδοκώντας, γενικά και αορίστως, ότι θα υπάρξει ανταπόδοση σε κάποιο απροσδιόριστο χρόνο στο μέλλον, όταν οι ίδιοι θα χρειάζονται. Δημιουργείται, δηλαδή, ένας συνδυασμός βραχυπρόθεσμου αλτρουισμού και μακροπρόθεσμου συμφέροντος.
Εμπιστοσύνη: Η εμπιστοσύνη επιτρέπει την ανάληψη ρίσκου, όταν υπάρχει η πεποίθηση ότι οι άλλοι θα αντιδράσουν θετικά και υποστηρικτικά ή τουλάχιστον δεν θα υπονομεύσουν την εκάστοτε πρωτοβουλία.Η εμπιστοσύνη είναι πολύ σημαντική ακόμη και στο επίπεδο του κράτους, όπου όσο μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση υπάρχει, δηλαδή μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, τόσο μεγαλύτερη η πρόοδος της χώρας.

Κανόνες (νόρμες): Συνήθως είναι άγραφοι αλλά κατανοητοί κοινωνικοί κανόνες και αρχές που παρέχουν το πλαίσιο για ανεπίσημο κοινωνικό έλεγχο, χωρίς την προσφυγή σε θεσμικές διαδικασίες επιβολής κυρώσεων. Πολλοί υποστηρίζουν ότι, όπου υπάρχει ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο, εκεί η εγκληματικότητα καθώς και η ανάγκη για αστυνόμευση είναι χαμηλή.

Κοινότητα: Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης, των δικτύων, των κανόνων και της αμοιβαιότητας δημιουργεί μια ισχυρή κοινότητα, ικανή να απομακρύνει τον κίνδυνο οποιουδήποτε επίδοξου οπορτουνιστή, που θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το κοινωνικό κεφάλαιο της κοινότητας, χωρίς ο ίδιος να προσφέρει. Η κοινότητα δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, αλλά αξιοποιείται από όλους. Μόνο όπου υπάρχει μια ισχυρή ήθος εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας και αποτελεσματικών κοινωνικών κυρώσεων εναντίον των παραβατών και των «ισβολέων», η οποία μπορεί να διατηρηθεί σε μια κοινότητα προς όφελος όλων.

Ανθρώπινο και Κοινωνικό Κεφάλαιο: Όπως έχουμε ήδη αναλύσει, το ανθρώπινο κεφάλαιο αντιπροσωπεύει πολύτιμους πόρους, όπως είναι η γνώση και οι δεξιότητες, που εκπορεύονται από την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την εμπειρία. Μερικά είδη ανθρώπινου κεφαλαίου, όπως η ομαδική εργασία και η ικανότητα επικοινωνίας λειτουργούν υποστηρικτικά προς το κοινωνικό κεφάλαιο. Επομένως, επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο συμβάλλουν στην ανάπτυξη και των δύο τύπων κεφαλαίου.
Στην εξέταση του ρόλου του κοινωνικού κεφαλαίου είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη τους τρεις βασικούς τύπους του κοινωνικού κεφαλαίου, όπως προσδιορίζονται από τους ειδικούς:

  • Bonding: Οι δεσμοί μεταξύ μελών της οικογένειας, μελών ίδιας ομάδας, ή φίλων (Οι οικείοι).
  • Brinding: Η γεφύρωση των διαφορών και η διάδραση μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών ομάδων, ηλικιών, συνεργατών ή και κρατών. (Διαπολιτισμική συνεργασία).
  • Linking: Η σύνδεση και η κάθετη επικοινωνία μεταξύ διαφόρων και διαφορετικών κοινωνικών ή/και πολιτικών επιπέδων. (Πελατειακές σχέσεις).

Η μεγάλη πρόκληση για την έρευνα και η θεωρία του κοινωνικού κεφαλαίου είναι ο εντοπισμός και η ανάδειξη των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι πραγματικά πολλές θετικές πλευρές του και ταυτόχρονα να περιοριστούν ή να εξαλειφθούν οι αρνητικές, που είναι επίσης πολύ μικρές . .

Ο εθελοντισμός ως συντελεστής συγκρότησης του κοινωνικού κεφαλαίου

Ο εθελοντισμός στην εποχή μας, είναι ο βασικός συντελεστής δημιουργίας κοινωνικού κεφαλαίου. Αποτελεί κλειδί της εναλλακτικής ανάπτυξης της κοινωνικής Οικονομίας και της απασχόλησης, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία στην οικονομία.Από τον πατριωτικό, φιλανθρωπικό και τοπικό εθελοντισμό, με τις μη χρηματικές ανταλλαγές, που κυριαρχούσε στις παλαιότερες γενιές, έχουμε πλέον σε έναν πολυδιάστατο-οικουμενικό, ανθρωπιστικό και οικολογικό εθελοντισμό, με αυτονομία δράσης από την αγορά και κράτος, που λειτουργεί ωστόσο συμπληρωματικά προς αυτούς. τους θεσμούς και καλύπτει τα κενά της μικτής και κατά τα άλλα οικονομίας.Ο εθελοντισμός σήμερα δεν είναι μόνον το συναίσθημα αλληλεγγύης, αλλά λογική διαδικασία με ανταποδοτικότητα, δημιουργία προσθετών πόρων στα πλαίσια της Κοινωνικής Οικονομίας.Δεν αναγνωρίζεται πλέον μόνο ως πράξη φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης σε εκδηλώσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως κυρίως συνέβαινε σε κοινωνίες του παρελθόντος, αλλά και ως θεσμική δραστηριότητα που παράγει και διαδίδει διαρκή αγαθά στον πολιτισμό, στο περιβάλλον και στην κοινωνική μέριμνα, ως ιδιότητα που αναπτύσσει τους ανθρώπινους πόρους. . Πρόκειται για μια διαδικασία που συνθέτει και εμπλουτίζει το κοινωνικό κεφάλαιο.

Τα Κοινωνικά Δίκτυα

Συναφής προς τον όρο κοινωνικό κεφάλαιο είναι η έννοια των κοινωνικών δικτύων. Ως κοινωνικά δίκτυα μπορούν να οριστούν τα πολυδιάστατα συστήματα επικοινωνίας και διαμόρφωσης της ανθρώπινης πρακτικής και της κοινωνικής ταυτότητας. Τα κοινωνικά δίκτυα ορίζονται επίσης και ως άθροισμα των προσωπικών επαφών, μέσω των ατόμων που διατηρεί την κοινωνική του ταυτότητα, λαμβάνει συναισθηματική υποστήριξη, υλική ενίσχυση και συμμετοχή στις υπηρεσίες, έχει πρόσβαση στις πληροφορίες, δημιουργεί νέες κοινωνικές επαφές και αναπτύσσεται.Οι εμπειρικές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι, όσο μεγαλύτερο είναι ένα δίκτυο και όσο συχνότερη η επαφή των μελών του, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η βοήθεια που προσφέρουν, για παράδειγμα στην εξασφάλιση επαγγελματικών ευκαιριών και απασχόλησης στα μέλη τους, όταν χρειάζονται.Από την άλλη πλευρά, τα κοινωνικά δίκτυα μεταφέρουν σημαντικές πληροφορίες τόσο στους εργαζόμενους όσο και στις επιχειρήσεις, αυξάνοντας την παραγωγικότητα. Σημαντική, λοιπόν, επίδραση στην εξεύρεση εργασίας σε μια περιοχή που παίζει το κοινωνικό κεφάλαιο, εάν μια φορά με τα κοινωνικά δίκτυα.Η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου συσχετίζεται άμεσα με τη συμμετοχή στα κοινά και τα κοινωνικά δίκτυα που είναι οι νέες μορφές οργάνωσης, που εξασφαλίζουν ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, αλλά και στις παραγωγικές και οικονομικές λειτουργίες της κοινωνίας.

Τα δίκτυα με την κοινωνική αποστολή έχουν τις ειδικές:

Μειώνουν το κόστος συναλλαγών.

Λειτουργούν ως ταμιευτήρες κοινωνικού κεφαλαίου.

Λειτουργούν ως προπομπός της κοινωνικής και πράσινης επιχειρηματικότητας.

Τα οριζόντια δίκτυα λειτουργούν υπέρ της κοινωνικοποίησης της γνώσης και της τεχνογνωσίας.

Συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό της πληροφορίας και της ενέργειας.

Κατευθύνουν τις επενδύσεις προς την περιφέρεια και τους κοινωνικούς σκοπούς.

Συγκροτούν Κοινωνικό Κεφάλαιο σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.

ΜΟΡΦΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ

Καθώς η διείσδυση του διαδικτύου γίνεται όλο και μεγαλύτερη, τα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα γίνονται κι αυτά με τη σειρά τους, όλο και πιο δημοφιλή, καθώς αποτελούν μια ευρύτερη πλατφόρμα επικοινωνίας. Ήδη τον τελευταίο καιρό, τα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα (Facebook, Twitter κ.ά.) αναπτύσσονται ταχέως και όχι μόνο από ανθρώπους που αναζητούν την κοινωνική, αλλά από όλους, ανεβάζοντας τον μέσο όρο ηλικίας των χρηστών. Αντίστοιχα, η κοινωνικοποίηση σε τοπικό επίπεδο έρχεται σε συνδυασμό με πιο παραδοσιακά μέσα, όπως είναι τα καταστήματα της γειτονιάς ή τα στέκια της παρέας. Καθώς, τα κοινωνικά και επικοινωνιακά δίκτυα, προϋπήρξαν των τεχνολογικών δικτύων. Η διαφορά σήμερα είναι ότι τα δίκτυα αυτά μπορεί να είναι ενοποιημένα οριζόντια σε πολύ μεγάλη κλίμακα ενώ η ταχύτητα διασύνδεσης των μελών τους έχει ελαχιστοποιηθεί.Έτσι, τα κοινωνικά δίκτυα με τη μορφή που αντιλαμβανόμαστε σήμερα αποτελούν μορφές online – διαδικτυακών κοινοτήτων, οι οποίες τρέφουν τη σχέση, τη συμμετοχή και τη δικτύωση μεταξύ ατόμων. Συνδέουν ομάδες ατόμων όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και γεωγραφικά. Χάριν σ' αυτά, είναι εύκολο να μοιράσει κανείς τις ιδέες του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του με τον κόσμο γενικότερα ή με μια οικεία ομάδα ατόμων. Μπορεί να βρει φίλους ή να αναπτύξει επιχειρηματικές επαφές και να γίνει μέλος μιας κοινότητας. Επομένως, τα κοινωνικά δίκτυα δίνουν στα άτομα κάτι που τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης δεν μπορούσαν ποτέ να δώσουν, δηλαδή την ευκαιρία της δημιουργίας σχέσης και δικτύωσης με τους άλλους.Σήμερα, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν καταστεί σημαντικά για την επικοινωνία και δεν μπορούν να γνωριστούν, αφού αποτελούν αναπόσπαστο πλέον κομμάτι της καθημερινότητας σχεδόν όλων των οργανώσεων. Μεγάλες και μικρές οργανώσεις πειραματίζονται καθημερινά με τα κοινωνικά δίκτυα αποσκοπώντας στην άντληση ή τη διάχυση ενημέρωσης, την προσέλκυση μελών κ.τ.λ. Τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να παίξουν έναν σημαντικό ρόλο στο έργο μιας οργάνωσης κι έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο δουλειάς.Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι υπάρχουν πάντοτε δίκτυα εξουσίας, είτε δίκτυα διεκδίκησης της εξουσίας, εθνικά δίκτυα, φυλετικά δίκτυα, εμπορικά, ακόμη και απελευθερωτικά ή θρησκευτικά δίκτυα.Εδώ, όμως, δεν αναφερόμαστε στα παραδοσιακά δίκτυα, τα οποία είχαν και μια άλλη μορφή οργάνωσης: ιεραρχική, εξουσιαστική και διεκδικητική είτε για την κρατική εξουσία, είτε κατά του κράτους. Δεν εξετάζουμε, δηλαδή, τα δίκτυα που κατέχουν και διεκδικούν άμεση εξουσία και συγκροτούν ταξικά ή εθνικά συμφέροντα, αλλά τα δίκτυα κοινωνικής ευαισθησίας, με κίνητρο τον εθελοντισμό, το περιβάλλον και την κοινωνική αλληλεγγύη, που η διάδοσή τους είναι αρκετά πρόσφατη στην ιστορία. Ένα φαινόμενο που συνδιαμορφώνεται από την απελευθέρωση ανθρώπινης ενέργειας, που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες διαδραστικής επικοινωνίας, όπως είναι το διαδίκτυο οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Προσεγγίζουμε, λοιπόν, τα δίκτυα και την οριζόντια συνεργασία από τη σκοπιά του εθελοντισμού και της σύνθεσης του κοινωνικού κεφαλαίου.

Η κρίση εμπιστοσύνης, ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αναδεικνύει σήμερα με δυναμικό τρόπο τη σημασία των κοινωνικών δικτύων στην αντιμετώπιση αυτής της κοινωνικής ανισορροπίας, ιδιαίτερα μέσω της Κοινωνικής Οικονομίας, η οποία δημιουργεί νέες δυνατότητες απασχόλησης. Σαν επακόλουθο, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν μια σειρά από θετικά αποτελέσματα, αφού συμβάλλουν στην κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία και πρόνοια. Το κύριο αποτέλεσμα είναι η μείωση κόστους συναλλαγών, είτε μιλάμε για καταναλωτικά δίκτυα, είτε για δίκτυα επικοινωνίας, είτε για δίκτυα διάχυσης της τεχνογνωσίας, αφού παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της πληροφορίας και την ανάπτυξη της κοινωνικής Οικονομίας μεταξύ κράτους και αγοράς, συνδυάζοντας τον εθελοντισμό με τη μη κερδοσκοπική επιχειρηματική δραστηριότητα.Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκπλήξει το γεγονός ότι η συμβολή των κοινωνικών δικτύων είναι καθοριστική, σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες. Αρκει να αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα ονομάζουμε κοινωνικό δίκτυο εκείνο που παλιά ονομάζαμε απλά «γνωριμίες». Αν λοιπόν σε κάποιους από τους παλαιότερους ακούγεται ξένος ή εξωτικός ο όρος «κοινωνικό δίκτυο» καθώς αναλογίζονται ότι πάντα την καλύτερη δουλειά, την καλύτερη καριέρα, την καλύτερη αμοιβή, τον καλύτερο γάμο, την καλύτερη κοινωνική ανέλιξη την απολάμβαναν εκείνοι που είχαν τις καλύτερες «γνωριμίες». ». ».Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι, ενώ κάποτε οι «γνωριμίες» ήταν κλειστό προνόμιο συγκεκριμένης κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, σήμερα η συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα είναι ανοιχτή σε όλους κι εξαρτάται μάλλον από τις προσωπικές δυνατότητες του καθενός, παρά από το κληρονομικό δικαίωμα.Η συγκρότηση και ο συντονισμός των περιφερειακών και θεματικών δικτύων είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση για την ενδυνάμωση της παρεμβατικότητας της κοινωνίας των πολιτών απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα, που αδυνατεί να εγγυηθεί και να προάγει τις αξίες ζωής και το οικολογικό μέλλον της χώρας.Η μεγάλη σημασία της οριζόντιας επικοινωνίας, συνεργασίας και δικτύωσης των χιλιάδων εθελοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα είναι ένα ζήτημα που μόλις ξεκίνησε να αναδεικνύεται στο δημόσιο διάλογο.

Choose language

elenfrdeitessv

Who's Online

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 80 επισκέπτες και κανένα μέλος