Διάγραμμα 1
Πηγή: ILO.[1]
Σημείωση: Οι ΗΠΑ σε όλα τα αναφερόμενα έτη και η Ν. Κορέα, το 1996 και το 2014 (με ευθύνη των εθνικών υπηρεσιών που επεξεργάζονται τις στατιστικές της απασχόλησης) κατατάσσουν σε κοινή κατηγορία, ως άθροισμα, τους εργοδότες και τους αυτοαπασχολούμενους.
Η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων δεν έχει οποιοδήποτε δικαίωμα στην επιχειρηματικότητα. Η εικαζόμενη κοινωνική κινητικότητα δεν αποτελεί, παρά ένα φάντασμα μιας άλλης πραγματικότητας. Η μόνη κινητικότητα που μπορεί να βρει ουσιώδη έκφραση είναι η επαγγελματική κινητικότητα στα στενά όρια της μισθωτής εργασίας, εκτός αν εξαιρέσουμε την κινητικότητα των μισθωτών προς την απευκταία, αλλά στατιστικά πιθανότερη, μετακίνηση στην ομάδα των ανέργων. Σκεφτείτε πόσες πιθανότητες έχουν να γίνουν οι μισθωτοί κάποτε εργοδότες. Στην Αυστραλία αυτές είναι δύο στις εκατόν, στην Ιαπωνία 2 στις εκατόν, στη Βρετανία (ΗΒ) δυόμιση στις εκατόν, κάπου στο ίδιο επίπεδο είναι οι πιθανότητες στις ΗΠΑ, κοντά στις τέσσερις στις εκατόν στη Γαλλία και περίπου πέντε στις εκατόν στη Γερμανία. Περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν στον ευρωπαϊκό νότο, αλλά όχι πολύ περισσότερες (κάπου 5 με 7 στις εκατόν). Για μισθωτούς και τους άνεργους το δικαίωμα της επιχειρηματικότητας είναι ένα απόμακρο όραμα. Το δικαίωμα της επιχειρηματικότητας είναι υπαρκτό για μια σύγχρονη αριστοκρατία. Η ροή των δεδομένων υποδεικνύει ότι αυτή η ελίτ στενεύει στο χρόνο. Μπορεί να ανεκτεί η δημοκρατική πολιτεία αυτήν την προκλητική ανισότητα που αρνείται (ή και μπλοκάρει) στην πράξη την υλοποίηση των δικαιωμάτων των πολιτών, ιδίως των εργαζομένων;
Διάγραμμα 2
Πηγή: ILO, ILOSTAT (database), Employment by education, (http://www.ilo.org/ ilostat/faces/oracle/webcenter/portalapp/pagehierarchy/Page3.jspx?MBI_ID=11). [DownloadedfromILOSTAT. Lastupdateon 24OCT17].
Είναι μια από τις ελπίδες αυτής της διαπραγμάτευσης, να μην επιχειρήσει κάποιος να αιτιολογήσει την αδυναμία άσκησης της επιχειρηματικότητας από τις συντριπτικές πλειονότητες των μισθωτών, σε ελλιπή εκπαιδευτικά και επαγγελματικά προσόντα. Σήμερα, υπάρχει το καλύτερο επίπεδο εκπαιδευτικής προετοιμασίας των εργαζομένων, παγκοσμίως (Διάγραμμα 2). Είναι, μάλιστα, το υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας. Η οικονομία καταφέρνει και προάγεται σε εξαιρετικά καινοτομικές και απαιτητικές περιοχές της παραγωγής, επειδή, ακριβώς, η στάθμη των προσόντων των εργαζομένων είναι τέτοια που καλύπτει ακόμη και τις απαιτήσεις της λεπτοφυούς ευφυίας. Ορισμένες φορές, ενδεχομένως και στις περισσότερες, οι εκπρόσωποι της επιχειρηματικότητας, εκτός της δεσπόζουσας θέσης τους στην οικονομία και της προνομιακής σχέσης τους με την ιδιοκτησία,[2] έχουν ανάλογο ή χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο από τους μισθωτούς που χρησιμοποιούν στις επιχειρήσεις τους. Το δικαίωμα των εργαζομένων στην επιχειρηματικότητα δεν εκφράζεται, επειδή έχει περιχαρακωθεί στην πράξη το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Πρέπει, ίσως, να αναλογιστούμε τα απαιτούμενα ποσά και τις προϋποθέσεις σε υποδομές, για να λειτουργήσει ένα νέο επιχειρηματικό εγχείρημα, να αντέξει στις πρώτες δύσκολες στιγμές χωρίς απόδοση, να αντεπεξέλθει στις πιέσεις του ανταγωνισμού, να ισοσταθμίσει τις αρχικές δαπάνες και να δημιουργήσει ένα εύλογο κέρδος που θα τό κάνει βιώσιμο για μια περίοδο. Το ξεπέρασμα όλων των δυσκολιών και η τελεσφόρος λειτουργία ανήκει στη σφαίρα του τυχαίου. Αντίστροφα, αδυνατούμε να αποδώσουμε σε τυχαίους παράγοντες τη μακροημέρευση των πολύ καλά εδραιωμένων επιχειρήσεων στη μακρά διάρκεια.
Την περίοδο κατά την οποία είναι ανεκπλήρωτο και δίχως προοπτική ανασκευής το δικαίωμα στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, έχει περισσότερες πιθανότητες η δυνατότητα των σημερινών μισθωτών, να προσεγγίσουν την κατάσταση του εργαζόμενου για δικό του λογαριασμό. Από την προαναφερθείσα σχηματική απεικόνιση (Διάγραμμα 1) είναι αισθητό, πως οι πιθανότητες των μισθωτών να γίνουν αυτοαπασχολούμενοι είναι πολλαπλάσιες, σε σχέση με την κλασική επιχειρηματικότητα με την ιδιότητα του εργοδότη, αλλά ο συγκεκριμένος χώρος είναι στενός και συρρικνώνεται συνεχώς στις πρωτοπόρες χώρες της οικονομικής ανάπτυξης. Είναι, ωστόσο, ελπιδοφόρο ότι ο ίδιος χώρος της ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας είναι περίπου διπλάσιος σε αναπτυγμένες χώρες (Ελλάδα, Ν. Κορέα, Ιταλία, Πορτογαλία), που δεν ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά των πρωτοπόρων. Εντούτοις, είναι σαφές ότι οι πιέσεις που δέχεται αυτός ο χώρος είναι συνεχείς και ασφυκτικές, καθώς ο ανταγωνισμός ωθεί προς την συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης και τη μελλοντική αμφισβήτηση της δυνατότητας επιβίωσης των εργαζομένων για δικό τους λογαριασμό. Κάποιες ενδείξεις για μια καλύτερη τύχη της αυτοαπασχόλησης προκύπτει σε επαγγέλματα της νέας οικονομίας και δεν απαιτούν στην ίδια έκταση ιδιοκτησία και μεγάλες μάζες κεφαλαίου για να λειτουργήσουν με επιτυχία (Διάγραμμα 3).
Διάγραμμα3
Πηγή: ILO, ILOSTAT (Database), Employment by Status in Employment (www.ilo.org).
Η παραδοσιακή μορφή της αυτοαπασχόλησης θα είναι, από τα δεδομένα και την εξέλιξή της, άκαρπη, ως προοπτική, εφόσον δεν ενσωματώσει τις δυναμικές της συλλογικής εργασιακής δράσης και δεν απογυμνωθεί από τις αδυναμίες, οι οποίες αποτελούν τη σημερινή αιτία ή έστω το προβαλλόμενο πρόσχημα για τη δραστική μείωση των υποστηρικτικών δημόσιων πολιτικών. Ο νέος τύπος των εργαζομένων (οι αυτόνομοι εργαζομένοι), ο οποίος αναλογεί μορφικά στους εργαζόμενους για δικό τους λογαριασμό, οφείλει να αξιοποιήσει τις εξελίξεις στην εργασιακή οργάνωση, στα μεγάλου εύρους, διαρκή, απαιτητικά από γνωστική άποψη και ιδίως καινοτομικά έργα. Οι αυτόνομοι εργαζόμενοι, με την ανάλογη θεσμική προσαρμογή, πρέπει αναντίρρητα να ανταποκριθούν στις εύλογες υποχρεώσεις τους προς την κοινωνική οργάνωση και τη σύγχρονη πολιτεία.
Οι αυτόνομοι εργαζόμενοι απαιτείται να «εξοπλιστούν», με ένα νέο υπόδειγμα αναγνωρισμένου κεφαλαίου, το δυνητικό κεφάλαιο, το οποίο προσλαμβάνει τη μορφή ενός ανταλλάξιμου αξιόγραφου (κάτι ανάλογο λειτουργεί με πρωτόλεια κατασκευή ως «εργόσημο» στην Ελλάδα). Το δυνητικό κεφάλαιο αντιπροσωπεύει την αξία της εργασίας του κατόχου του, για μια προσδιορισμένη χρονική διάρκεια. Ενεργοποιείται και υλοποιείται σε κάθε πράξη συναλλαγής, με το σχηματισμένο κεφάλαιο. Σε εκείνη τη στιγμή, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία πράξη συνεργασίας, πραγματοποιείται η ανταλλαγή και απεικονίζεται από το προαναφερθέν αξιόγραφο. Στο τέλος της συμβατικής σχέσης του κατόχου του σχηματισμένου κεφαλαίου και του αυτόνομου εργαζόμενου, δηλαδή του κατόχου του δυνητικού κεφαλαίου, έχει γενικευμένη εφαρμογή η υποχρέωση των συναλλασσομένων να υπολογίζουν το εύλογο τίμημα σε μια καταληκτική διαδικασία επιμέτρησης (η διαδικασία είναι σήμερα ενεργής στα δομικά έργα και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, με ανάλογες θεσμικές ρυθμίσεις).[3]
Οι προηγούμενες ανακατατάξεις είναι δυνατόν, να ανανεώσουν και να εκδημοκρατίσουν τις οικονομικές σχέσεις, με προοπτική να αμβλύνουν ακόμη και την άμετρη κερδοσκοπία, συμβάλλοντας στον περιορισμό της υπερβολικής εκμετάλλευσης. Επιπρόσθετα, δημιουργούν καλύτερους όρους για την πρόσληψη της φορολογητέας ύλης στην πηγή και για να βελτιώσουν τα δημόσια έσοδα εν γένει από τους ανεξάρτητους εργαζόμενους. Η μεταβολή, που στηρίζεται στη σημερινή θεμελιώδη οικονομική δομή και το λειτουργούν υπόδειγμα των συναλλακτικών σχέσεων, μπορεί να εισφέρει στη διεύρυνση του χώρου της αυταπασχόλησης, προοιονίζεται την εκδημοκρατισμό των οικονομικών σχέσεων και τη μείωση των αδικιών, οι οποίες εκδηλώνονται πιο πυκνά και επώδυνα στα ευέλικτα μοντέλα της μισθωτής εργασίας ή στο γενικότερο πεδίο της μερικής απασχόλησης. Τα θεσμικά εργαλεία για την υποστήριξη της αυτόνομης εργασίας είναι προϋποθέσεις για τη μελλοντική ολοκλήρωση, αλλά απαιτούνται δημιουργικές ενσωματώσεις των σύγχρονων, αντί-γραφειοκρατικών και αποδοτικών τύπων αξιοποίησης των συλλογικών δράσεων. Μεταξύ των ζητημάτων που απαιτούν επινοητική αξιοποίηση είναι και αυτό της σύστασης κοινοπρακτικών σχημάτων και συνεταιρισμών από τους αυτόνομους εργαζόμενους, ώστε να διευρύνουν το φάσμα της διαθεσιμότητάς τους, όταν ένας κάτοχος τους αποθέματος χρειάζεται τη συλλογική τους δύναμη για να πραγματοποιήσει μεγάλης έκτασης και διάρκειας έργα. Η διασκευή ανάλογων σχημάτων δύναται να κάνει αποδοτικότερη την παραγωγή, με περιορισμένα οργανωτικά έξοδα και ευέλικτους μηχανισμούς διοίκησης.
Η συλλογική παραγωγική συνεργασία των αυτονόμων παραγωγών (ως αυτοαπασχολούμενοι), με τις λειτουργίες των σημερινών επιχειρήσεων, είναι σίγουρο ότι θα είναι αποδοτική, καθώς εδώ και τρεις, τουλάχιστον, δεκαετίες είναι μια πραγματικότητα. Η εργασιακή οργάνωση, μετά τις αναδιαρθρώσεις της παραγωγής (πιο πυκνά στην περίοδο: 1971-1993), βασίζεται στα δίκτυα των «ομάδων εργασίας», οι οποίες είναι ολοένα και συχνότερα αυτό-διευθυνόμενες. Η αυτό-διεύθυνση των ομάδων εργασίας είναι μια σημαντική παράμετρος, επειδή αφαιρεί από τη σφαίρα του διευθυντικού δικαιώματος τα περισσότερα από τα παρελθόντα χαρακτηριστικά του στις εργασιακές οργανώσεις. Η ώρα έλευσης και αποχώρησης από την εργασία, ο χρόνος εργασίας, ο ορισμός των ρυθμών παραγωγής, η αύξηση της παραγωγικότητας (πέραν των συμβατικά προσδιορισμένων παραδοτέων), οι βάρδιες, η αναπλήρωση των απόντων, οι άδειες, οι κατανομές των πρόσθετων αμοιβών, (και ακόμη) κάποιες παρεμβάσεις βελτίωσης στον αρχικό σχεδιασμό των προϊόντων, η ανακατανομή των συνεργατών και η έναρξη ή λύση της συνεργασίας με ορισμένους συνεργάτες είναι ζητήματα που αποφασίζονται (σε αρκετές περιπτώσεις) συλλογικά, χωρίς την παρέμβαση της ιδιοκτησίας και των διευθυντικών στελεχών. Στις ομάδες εργασίας συνεργάζονται και σήμερα εργαζόμενοι από διάφορα καθεστώτα εργασίας, δηλαδή πλήρως απασχολούμενοι, μερικώς απασχολούμενοι, εργαζόμενοι με διάφορα ευέλικτα καθεστώτα εργασίας και αυτοαπασχολούμενοι με συμβάσεις έργου (τυπικώς αυτοαπασχολούμενοι). Η διαφορετικότητα των καθεστώτων εργασίας διασφαλίζει στην ιδιοκτησία τη συγκράτηση των αμοιβών και διαδραματίζει ενεργή ρόλο στην λειτουργική παρεμπόδιση της προβολής ενιαίων οικονομικών αιτημάτων από τους εργαζόμενους.
Οι ιδιοκτήτες παρόμοιων επιχειρήσεων υλοποιούν τους στόχους της αποδοτικότητας, αφενός επειδή η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας διευρύνει την κερδοφορία και αφετέρου επειδή η μείωση των ελέγχων και των παρεμβάσεων της παλαιού τύπου γραφειοκρατίας συρρικνώνει τις εξοδεύσεις που οφείλονται στον διευθυντικό μηχανισμό. Η αποστασιοποίηση, λοιπόν, των πρωτοπόρων, ανταγωνιστικών και κερδοφόρων επιχειρήσεων από την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος δεν είναι ένα ατύχημα∙ είναι, απλώς, αποδοτικότερη.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει, σε αυτές τις κερδοφόρες επιχειρήσεις, ότι στις ομάδες εργασίας, παρά τη χρησιμοποίηση εργαζομένων από διαφορετικά καθεστώτα απασχόλησης, όλοι οι εργαζόμενοι λειτουργούν σαν να είναι συνεργαζόμενοι αυτόνομοι παραγωγοί. Το μόνο συστατικό που παραμένει σε διαφορετικότητα είναι το είδος της εργασιακής σχέσης, μαζί με τον τύπο της αμοιβής. Είναι, σε αυτή τη βάση, εφικτό το σύνολο των μελλοντικών εργαζομένων, να είναι αυτόνομοι παραγωγοί και να συνεργάζονται ισότιμα με τις ομάδες εργασίας. Ιδίως οι εργαζόμενοι στα ευέλικτα καθεστώτα εργασίας δεν έχουν κανένα λόγο να μην πυκνώσουν τις γραμμές των αυτόνομων εργαζομένων. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε μια αναλογία περί το 20% της απασχόλησης για να μεταταγεί σε κατάσταση αυτονομίας, καθώς ανάλογα είναι τα ποσοστά της μερικής (μισθωτής) απασχόλησης. Είναι απολύτως εύλογη αυτή η προοπτική στους κλάδους της νέας οικονομίας, στο πλαίσιο της οποίας είναι παρούσες και ευδοκιμούσες οι παγκόσμιες (με επικοινωνία από το διαδίκτυο) ομάδες εργασίας και αναπτύσσονται παγκόσμια δίκτυα ομάδων εργασίας. Ο μετασχηματισμός αυτός εισφέρει στον εκδημοκρατισμό της απασχόλησης, εφόσον μειώνει το σχήμα της φθηνής και πρόσκαιρης υπαγωγής (αυτό είναι το υπόδειγμα της μερικής απασχόλησης) και γενικεύει τα επιτυχημένα αποτελέσματα της αποστασιοποίησης από το διευθυντικό δικαίωμα. Η αποδοτικότητα για τους κατόχους του αποθέματος επικοινωνεί πιο στέρεα έτσι με την καταστατική φύση της ελευθερίας και της ισότητας στις ίδιες τις οικονομικές σχέσεις, οι οποίες εξυπηρετούνται από τη διεύρυνση των αποτελεσμάτων, λόγω των θετικών εξελίξεων στην εργασιακή οργάνωση.
Η διαθεσιμότητα των αυτόνομων εργαζομένων για τη συμβατική συνεργασία με τους κατόχους του αποθέματος, και η αποδοτική τους αξιοποίηση δημιουργεί περισσότερες δυνατότητες για την παράλληλη, συμπληρωματική και αυτόνομη πορεία των κοινοπρακτικών και συνεταιριστικών σχημάτων. Το μόνο πραγματικό δικαίωμα, των ανθρώπων που εργάζονται, στην επιχειρηματικότητα εκφράζεται από τη συνεργατική οργάνωση. Η διεύρυνση του χώρου των συνεργατικών οργανώσεων, με το προαναφερθέν ορόσημο της παραγωγής του ενός τρίτου του ΑΕΠ, είναι δυνατόν να δημιουργήσει μια κοντινή, σε αυτό το παραγωγικό ορόσημο, ποσόστωση στην απασχόληση των αυτόνομων εργαζομένων. Η προσέγγιση αυτής της κατάστασης δημιουργεί υψηλού επιπέδου ευκαιρίες στα δύο κρίσιμα πεδία, δηλαδή στη διανομή του δικαιώματος της επιχειρηματικότητας και τον εκδημοκρατισμό της απασχόλησης. Παράλληλα εδραιώνει τα αποτελέσματα της ήδη εξελισσόμενης εργασιακής οργάνωσης και μειώνει συνολικά για τους απασχολούμενους την άσκηση της ανοίκειας ενδοεπιχειρησιακής εξουσίας, η οποία αντιφάσκει με τη θεμελιώδη αρχή της ισότητας.
Οι αυτόνομοι εργαζόμενοι, καθώς ενισχύεται η σχέση τους με το επάγγελμα, η δικτύωση με σύνθετες ή πολύ απαιτητικές επιχειρησιακές οργανώσεις και η συμμετοχή σε συνεταιριστικές προσπάθειες, δεν αποκλείεται να εκδηλώσουν πρόσθετες δραστηριότητες σε ατομική βάση. Η προσδοκώμενη μελλοντική κατάσταση εμπλουτίζει την επιχειρηματικότητα και ενδυναμώνει τον συναγωνισμό στην αγορά. Η ανάπτυξη ενός νέου δυναμισμού στην οικονομία δημιουργεί προοπτικές για τη δημιουργία πρόσθετου πλούτου και την εκδίπλωση κυμάτων διανομής του σε πιο δίκαιη βάση, από την παρελθούσα εξέλιξη και την παρούσα συγκυρία.
Η αυτονομία στην εργασία, ενόσω εμπεριέχει την προοπτική της προσέγγισης της ισότητας (με εκβολή και στην ισότητα ευκαιριών), είναι απολύτως ισόρροπη με τη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας. Όσοι ομνύουν στην ελευθερία δεν μπορούν παρά να υποστηρίξουν την εργασιακή αυτονομία. Η ελευθερία και η εργασιακή αυτονομία είναι, άλλωστε, ομοαίματες αδελφές. Οι δυνάμεις (με εξαίρεση τους εκπροσώπους των αυταρχικών και φασιστικών απόψεων), που θα επιχειρήσουν να αντιτείνουν οτιδήποτε σε αυτή τη σχέση, πρέπει να επινοήσουν διανοητικά «τέρατα», προκειμένου να δικαιολογήσουν την άποψή τους.
Πρέπει σε αυτό το σημείο να σκεφτούμε πως στις προηγούμενες αναλύσεις δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στο ρόλο του κράτους, με εξαίρεση την αποστασιοποίηση του Δημοσίου από σημαντικές δραστηριότητες. Είναι, όμως, οφειλή του Δημοσίου να συμβάλλει με, τουλάχιστον, συμβολικό τρόπο στην ανασυγκρότηση της απασχόλησης και τον εκδημοκρατισμό της. Η καθοριστική συμβολική (ίσως και κορυφαία) πράξη είναι η εκλογή όλων των λειτουργών της εξουσίας (εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής) για περιορισμένη χρονικά θητεία και μικρές δυνατότητες επανεκλογής. Η ίδια μέριμνα πρέπει να εκδηλωθεί για όλες τις θέσεις ευθύνης του Δημοσίου, των δημόσιων επιχειρήσεων και των ελεγκτικών αρχών (Πρόεδροι, Διοικητές, Αντιπρόεδροι, Υποδιοικητές, Γραμματείς, Ειδικοί Γραμματείς, Γενικοί Διευθυντές, Διευθυντές, Υποδιευθυντές, Διευθύντοντες Σύμβουλοι, μέλη Διοικητικών Συμβουλίων κ.λ.π.). Η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων και των υποχρεώσεων επεκτείνει τον αιρετό χαρακτήρα των θέσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης όλων των βαθμίδων κατεύθειαν από τους πολίτες (εκτός των Συμβουλίων, αφορά σε όλους τους οργανισμούς της και τις επιχειρήσεις). Η εκλογή των εχόντων θέσεις ευθύνης στα στρατιωτικοποιημένα σώματα και η εποπτεία τους από την τοπική αυτοδιοίκηση, παρότι φαίνεται δύσκολη υπόθεση, είναι δυνατή, όπως υποδεικνύει το παράδειγμα των ΗΠΑ. Μια τέτοια προοπτική αποκλείει τις συνθήκες του πραξικοπήματος και περιορίζει τα ενδεχόμενα της κατασταλτικής αυθαιρεσίας. Η εναλλαγή στα αξιώματα και ο λαϊκός έλεγχος των αποφάσεων και των εκτελεστικών δράσεων εκφράζει απολύτως την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η ανάλυση που προηγήθηκε υποδεικνύει ότι ο εκδημοκρατισμός της απασχόλησης είναι εφικτός και πως αυτός και τα αποτελέσματά του υλοποιούν τις βασικές αρχές της ίδιας της νομιμότητας, ενώ η παρούσα πραγματικότητα αντιφάσκει ή και αντιπαρατίθεται σε αυτές τις αρχές. Είναι καθήκον της κοινωνικής δημοκρατίας του μέλλοντός μας να αποκαταστήσει τις θεμελιώδεις βάσεις της νομιμότητας, στις οποίες η πολιτική πράξη δεν έχει ανταποκριθεί, στην απασχόληση και την εργασιακή οργάνωση.
Ο Ανδρέας Ν. Λύτρας γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει διατελέσει Διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας, Διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, Διοικητής στο ΓΝΑ «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο-ΕΕΣ», Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου (για τρεις θητείες), Αντιπρύτανης στο Πάντειον Πανεπιστήμιο και Πρόεδρος του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Το συγγραφικό του έργο (στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα) περιλαμβάνει είκοσι δύο αυτοτελείς εργασίες, αλλά και πολλές συμμετοχές σε συλλογικά έργα, άρθρα, εκθέσεις, μελέτες και ανακοινώσεις σε συνέδρια. Τα περισσότερα έργα του έχουν πολλές αναφορές, διεθνώς. Βιβλία του για πολλά χρόνια χρησιμοποιούνται, ως διδακτικά, σε τέσσερα ελληνικά πανεπιστήμια. Τα περισσότερα από τα δημοσιευμένα έργα του έχουν ενταχθεί σε πάνω από εβδομήντα ελληνικές και ξένες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες (και σε εθνικές βιβλιοθήκες).
[1] ILO, ILOSTAT (database), Employment by Status in Employment, 1996-2015 (www.ilo.org).
[2] Εκτός της Διακήρυξης των Ανθρώπου και του Πολίτη, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία ισχυροποιήθηκε περαιτέρω, στην Εθνική Σύνοδο του 1792, στην οποία ο G.J. Danton δήλωσε: «…πως κάθε έγγειος και βιομηχανική ιδιοκτησία θα διατηρηθεί αιωνίως». Το σώμα ψήφισε ότι η «ασφάλεια των προσώπων και των ιδιοκτησιών βρίσκεται υπό την εγγύηση του έθνους». Βλ., Ζ. Μισελέ, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, Αθήνα, Ελληνική Μορφωτική Εστία, 1969, τ. Γ΄, σσ. 46-49. Καμιά σχετική ή ανάλογη μέριμνα δεν ελήφθη για τους εργαζόμενους ή για την εργασία. Την ημέρα εκείνη συμβολικά είναι η έναρξη της θεσμικά αναγνωρισμένης ανισότητας στην αστική κοινωνία.