του Βασίλη Τακτικού
Ο παρεμβατισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης στην κοινωνική οικονομία, με Πόρους και υποδομές λειτουργεί καθοριστικά στην ανάπτυξη της και ιδιαίτερα στη δημιουργία τοπικής απασχόλησης. Κατ΄ αναλογία του κρατικού παρεμβατισμού στον ιδιωτικό τομέα όταν βρίσκεται σε οικονομική κρίση και μεγάλη ανεργία.
Και αυτό συμβαίνει πρακτικά όπου εφαρμόζεται η κοινωνική οικονομία στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης καθώς, συνεισφέρει με μετρήσιμα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της ανεργίας και της φτωχοποίησης του πληθυσμού.
Υπάρχουν Δήμοι με εξαιρετικά παραδείγματα αποτελεσμάτων που μπορούμε να αναφερθούμε όπως, ο δήμος της Μαδρίτης και ο δήμος της Βαρκελώνης που διοικούνται από δύο γυναίκες δημάρχους την Μανουέλα Καρμένα, στη Μαδρίτη και τη Άντα Κολάου στη Βαρκελώνη. Ας σημειώσουμε ότι υπάρχουν και μικρότεροι Δήμοι με συγκεκριμένη ατζέντα πολιτικής για την κοινωνική οικονομία.
Η δημοτική αρχή της Μαδρίτης θεσμοθέτησε το συμβούλιο αλληλέγγυας κοινωνικής και συνεργατικής οικονομίας, στο οποίο συμμετέχουν η Περιφερειακή ομοσπονδία συλλογικοτήτων από τις γειτονιές της ισπανικής πρωτεύουσας και το ευρωπαϊκό δίκτυο αγώνα ενάντια στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό δράσεις που ενίσχυσαν την τοπική απασχόλησης.
Η δημοτική αρχή της Βαρκελώνης θεσμοθέτησε επίσης την αλληλέγγυα οικονομία ως έναν από τους πολιτικούς άξονες της τοπικής αυτοδιοίκησης με αιχμή την προστασία της κοινωνικής κατοικίας και τη δημιουργία τοπικού νομίσματος.
Επίσης, σε μία σειρά από δήμους στην Ευρώπη, Ισπανία, Βέλγιο, Δανία και Γερμανία οι πολίτες οι οποίοι τοπικές κοινότητες και την τοπική αυτοδιοίκηση έχουν συστήσει πάνω από 2.000 ενεργειακούς συνεταιρισμούς. Άλλοι μικρότεροι Δήμοι έχουν αναπτύξει δράσεις τον τομέα υγείας και κοινωνικής φροντίδας με εξαιρετικά αποτελέσματα. Ενώ σε όλη την Ευρώπη εκτιμάται ότι υπάρχουν και λειτουργούν 2000 ενεργειακοί συνεταιρισμοί. Αλλά και σημαντικές κοινωνικές επιχειρήσεις στο τομέα υγείας που διευκολύνονται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση .
Θα μπορούσαμε επίσης να αναφερθούμε σε εκατοντάδες επιτυχημένα παραδείγματα στον Ευρωπαϊκό χώρο, που πιστοποιούν την δυναμική της κοινωνικής οικονομίας όταν υποστηρίζεται από τοπικές συλλογικές πρωτοβουλίες. Αλλά το θέμα μας δεν είναι τα μεμονωμένα επιτυχημένα παραδείγματα που είναι πράγματι πολλά. Το θέμα που μας απασχολεί είναι το φαινόμενο της κοινωνικής οικονομίας με καθολική ισχύ, στην αντιμετώπιση της ανεργίας της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Κι αυτό γιατί μολονότι ο κατάλογος των καλών παραδειγμάτων είναι μακρύς, αυτό δεν σημαίνει ότι η κοινωνική οικονομία είναι στην ατζέντα της μεγάλης μερίδας των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης Τα παραδείγματα στην Ευρώπη ανταποκρίνονται μόνο στο 10% περίπου των δήμων που αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την κοινωνική οικονομία στην τοπική αυτοδιοίκηση.Αυτός είναι και ο λόγος που είναι αναγκαίος ένας οδικός χάρτης ανάπτυξης των συνεργειών και δυνατοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης με τις κοινωνικές επιχειρήσεις.
Το ευρωπαϊκό Πλαίσιο της εμπλοκής της τοπικής αυτοδιοίκησης κοινωνική οικονομία.
Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Τοπική Αυτοδιοίκηση μαζί με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών θεωρούνται σημαντικοί φορείς και παράγοντες της αναπτυξιακής πολιτικής των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα το οποίο εξειδικεύεται και σε ανάλογα Ευρωπαϊκά Χρηματοδοτικά προγράμματα. Κάτι ανάλογο ισχύει (χωρiς βέβαια να προβάλλεται) στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τον Καναδά, την Αυστραλία κ.α. Ενώ στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι συνέργειες μεταξύ ΟΤΑ και οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών προωθώντας κατάλληλες πολιτικές συνεργασίας.
Ωστόσο, το θεσμικό περιβάλλον δημιουργίας κοινωνικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει ελλείματα, καθώς δεν είναι μέσα στη γενικότερη λογική του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση η εφαρμογή της Κοινωνικής Οικονομίας στη πράξη δεν είναι ζήτημα μόνο της κεντρικής Κυβέρνησης, αλλά κυρίως ζήτημα της Τοπικής αυτοδιοίκησης, λόγω εγγύτητας προς την κοινωνική βάση, αλλά και λόγω της ανάγκης συμπληρωματικής κάλυψης των παρεχόμενων υπηρεσιών της προς την Τοπική Κοινωνία. Οι δήμοι στη παρούσα συγκυρία μπορούν να ξεκινήσουν την δημιουργική τους εμπειρία στην κοινωνική οικονομία από τομέα της ενέργειας.
Από την άμεση αυτοπαραγωγή και αυτοκατανάλωση για μείωση του κόστους της ενέργειας σε κάθε δήμο, δίνοντας παράλληλα το παράδειγμα και στα νοικοκυριά να δημιουργήσουν με τη σειρά τους ενεργειακές κοινότητες. Έχοντας ως οδηγό αυτή την εμπειρία της μείωσης του κόστους των αναγκαίων υπηρεσιών, μπορούν να περάσουν και σε άλλους τομείς της κοινωνικής οικονομίας, όπως είναι η ενίσχυση της τοπικής διατροφικής αυτάρκειας και οι υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής φροντίδας.
Οι ανενεργοί ανθρώπινοι και οι υλικοί πόροι στις τοπικές κοινωνίες
Μία από τις βασικές αιτίες της φτωχοποίησης του πληθυσμού και της ανεργίας, καθώς και η ανεπάρκεια υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής φροντίδας είναι οι ανενεργοί ανθρώπινοι και οι υλικοί πόροι που δεν αξιοποιούνται τοπικά από το τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.. Τέτοιοι αναξιοποίητοι χώροι (σχολάζουσες γαίες, δημόσια κτίρια, δάση ) και από την άλλη πλευρά οι ανενεργοί ανθρώπινοι πόροι, υψηλή ανεργία στους νέους, και μεγάλες ανάγκες για κοινωνικές υπηρεσίες είναι οι αντιφάσεις που μπορεί να λύσει η κοινωνική οικονομία που δίνει έμφαση στον βιοπορισμό και όχι στην κερδοσκοπία.
Υπάρχουν δηλαδή, σε μεγάλη έκταση ανενεργοί υλικοί και ανθρώπινοι πόροι τους οποίους η ιδιωτική επιχειρηματικότητα δεν έχει ενδιαφέρον να αναπτύξει ούτε ο δημόσιος τομέας να κινητοποιήσει . Λαμβάνοντας, βέβαια υπόψη ότι οι πόροι ο κοινωνικό κράτος δεν επαρκούν για να καλύψουν όλες τις αυξανόμενες ανάγκες πρόνοιας και κοινωνικής φροντίδας.
Κι αυτό συμβαίνει δεδομένου ότι, η αυξανόμενη φορολογία στην οποία στηρίζεται το κοινωνικό κράτος έχει φθάσει στα υψηλότερα όρια, που πνίγει τις μικρές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την αδυναμία να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες. Από την άλλη η αυξανόμενη ανεργία λόγω τεχνολογικών εξελίξεων είναι αιτία του οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού δημιουργεί μια κατάσταση που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σε βάθος χρόνου μόνο από το κοινωνικό κράτος.
Η αυξανόμενη προσφορά προϊόντων δεν προκαλεί την αντίστοιχη ζήτηση από τους καταναλωτές καθόσον οι μισθοί και εισοδήματα περιορίζονται.
Έτσι προκύπτει η αδράνεια των πόρων στο επίπεδο κάλυψης βασικών αναγκών διατροφής, στέγης και κοινωνικής μέριμνας είναι από τις βασικές αιτίες του προβλήματος καθήλωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Το κράτος και η αγορά δεν μπορούν να καλύψουν το σύνολο των αναγκών της κοινωνίας. Η συμπληρωματικότητα της κοινωνικής οικονομίας, μέσα από την ορθολογική προσέγγιση αξιοποίησής των ανενεργών πόρων από την τις κοινωνικές επιχειρήσεις, είναι βέβαιο ότι μπορεί να καλύψει το κενό και θα ωφελούσε τόσο το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα, με δεδομένη τη διεύρυνση της απασχόλησης και της κατανάλωσης. Ακριβώς γιατί η συμπληρωματικότητα θα έχει θετικές επιδράσεις περεταίρω στο επίπεδο της μαζικής κατανάλωσης αλλά και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Έτσι διεκδικώντας το μειωμένο κόστος συναλλαγών προκύπτει η ανάγκη της ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας.
Πολλοί παραδέχονται ότι η πολιτική των επιδομάτων σε ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να εργαστούν δεν είναι η σωστή κοινωνική λύση. Η σωστή πολιτική κατά γενική παραδοχή είναι ο παρεμβατισμός για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Επομένως, ο επιθυμητός στόχος θα πρέπει πάντα να είναι σε σχέση με τα κατάλληλα κίνητρα η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας που διευρύνει την απασχόληση. Κι αυτό μπορούν να πετύχουν οι κοινωνικές επιχειρήσεις με βάση το μειωμένο κόστος συναλλαγών.
Οι επιδοτήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, μπορούν να δίνονται ώστε να καλύπτουν ένα μέρος του εργατικού κόστους των εργαζομένων, σε κοινωνικές επιχειρήσεις ως μόχλευση κινητοποίησης αδρανών ανθρώπινων πόρων.
Αυτό θα πρέπει να είναι το ζητούμενο και το αίτημα προς κάθε κυβέρνηση από την πλευρά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και από τις οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών με στόχο να ενισχυθούν οι κοινωνικές επιχειρήσεις.
Οι συνέργειες τοπικής αυτοδιοίκησης κοινωνικών επιχειρήσεων και «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις»
Η τοπική Αυτοδιοίκηση έχει στην κυριότητά τους κοινόκτητους χώρους όπως αναφερθήκαμε και σε άλλα σημεία. Κατέχει δημοτικές γαίες, Βουνά, δάση, ποτάμια, θαλάσσιες ακτές, πλατείες και κτίρια. Πρόκειται για υλικούς πόρους που αντικειμενικά ανήκουν στους πολίτες. Αυτούς τους πόρους περιορισμένα μόνο μπορεί να αξιοποιήσει με τις δημοτικές επιχειρήσεις ενώ δυνατόν ν΄αξιοποιηθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μέσα από συνέργειες δημοτικών επιχειρήσεων και κοινωνικών επιχειρήσεων.
Καταρχήν στο τομέα της ενέργειας, μέσα από τις ενεργειακές κοινότητες (Ενεργιακούς συνεταιρισμούς) μπορεί να προχωρήσει σε μεγάλη κλίμακα αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες, για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μειώνοντας δραστικά μέχρι εως και 70% το κόστος ηλεκτρικού ρεύματος σε κάθε τοπική κοινότητα, επιχείρηση και νοικοκυριό.
Στον τομέα της αγροδιατροφικής τοπικής αυτάρκειας, παρέχοντας εκτάσεις και υποστήριξη με υποδομές στους κοινωνικούς αγροτικούς συνεταιρισμούς μπορεί να βελτιωθεί το τοπικό εισόδημα και τοπική αυτάρκεια.
Στον τομέα υγείας- κοινωνικής φροντίδας, δημιουργώντας υποδομές για κοινωνικές επιχειρήσεις Υγείας και κοινωνικής φροντίδας, ενισχύοντας την προληπτική υγεία, την κοινωνική μέριμνα και καταπολέμηση της φτώχειας.
Στον τομέα περιβάλλοντος, παράλληλα με την οικοπροστασία, να αξιοποιήσει το φυσικό περιβάλλον,. με την πράσινη επιχειρηματικότητα στη διαχείριση δασών και οικοσυστημάτων.
Στον τομέα του διαδικτύου και της ψηφιακής εργασίας, ενισχύοντας πρωτοβουλίες για Κέντρα Συμβουλευτικής ψηφιακής Εξυπηρέτησης Πολιτών, με στόχο την υποστήριξη νέων κοινωνικών επιχειρήσεων.
Στον τομέα της κοινωνικής κατοικίας, προσφέροντας εκτάσεις και οικιστικές υποδομές σε οικιστικούς συνεταιρισμούς.
Στον τομέα της πολιτιστικής επιχειρηματικότητας όπου υπάρχει παράδοση παρεμβατισμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Να πολιτιστικά πάρκα αναψυχής και ψυχαγωγίας στο πλαίσιο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Μία τέτοια προσέγγιση στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης απαιτεί καταρχήν να υπάρχει μία πολιτική ατζέντα της κοινωνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα κονδύλια στον ετήσιο προϋπολογισμό και καταγραφή των διαθέσιμων πόρων για την κοινωνική επιχειρηματικότητα.
Με βάση ένα τοπικό όραμα και σχέδιο ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας είναι αναγκαία η απογραφή των ανενεργών πόρων και των αναγκών σε κάθε Δήμο. Ώστε να είναι γνωστές οι διαθέσιμες υλικές υποδομές, στην τοπική κοινωνία και αυτό να λειτουργήσει ως διαγνωστικό εργαλείο των Δημοτικών Συμβουλίων και άλλων τοπικών φορέων. Προκειμένου να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής.
Μία άλλη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνικής Οικονομίας στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι τα δημοτικά δίκτυα κοινωνικής οικονομίας σε Εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο, για να μπορούν να στηριχθούν θεσμικά οι πρωτοβουλίες.
Το περίπλοκο έργο της κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων και της δικτύωσης των κοινωνικών επιχειρήσεων από όλες τις πλευρές – πολίτες, καταναλωτές, επαγγελματίες, παραγωγούς, κοινωνικούς φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι απαραίτητο να εξυπηρετείται από ένα σύστημα δικτύωσης και οργάνωσης. Συνεπώς, θα λέγαμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα ανοικτό κάλεσμα στις τοπικές συλλογικότητες ώστε να συμετάσχουν στην κοινωνική επιχειρηματικότητα με την υποστήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Υπάρχουν Χιλιάδες οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών σε κάθε χώρα που προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια σε άστεγους, ναρκομανείς, μετανάστες, υπερήλικες, αναπήρους και διάφορες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Χωρίς όμως πολλές φορές να υπάρχει ένα τοπικό σχέδιο που θα αυξάνει τις δυνατότητες. Στο βαθμό όμως η κοινωνική οικονομία υπάρχει στην ατζέντα, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μπορούν κινητοποιηθούν περισσότεροι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι.
Κι αυτό αντικειμενικά μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τις δομές της κοινωνικής οικονομίας και τη κοινωνική επιχειρηματικότητας καθώς, αυτή η μορφή επιχειρηματικότητας εξασφαλίζει μειωμένο κόστος παραγωγής και μειωμένο κόστος συναλλαγών. Τέλος, το μειωμένο κόστος είναι το θεμέλιο για τη βιωσιμότητα σε τομείς που δεν δύναται να ανταποκριθεί η ιδιωτική επιχειρηματικότητα και η μισθωτή εργασία.
Εν κατακλείδι ο δημοτικός παρεμβατισμός, για την στήριξη των κοινωνικών επιχειρήσεων, μπορεί να μειώσει το κόστος κοινωφελών υπηρεσιών, να δημιουργήσει τοπική απασχόληση εκεί που το κράτος και η αγορά αδυνατούν, να μειώσει το κόστος συναλλαγών και να εξασφαλίσει βιωσιμότητα υπηρεσιών εκεί που δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Βάσει αυτού του θεσμικού πλαισίου και της συνέργειας με Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών μπορούν να αποκτήσουν ένα πιο δυναμικό ρόλο όπου να καθίστανται, σε εθνικό τουλάχιστον επίπεδο, ισότιμος συνομιλητής στον κοινωνικό διάλογο, αναφορικά με τη κατανομή των πόρων και ειδικότερα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου. Τελικός στόχος είναι να ενισχυθεί το κοινωνικό εισόδημα και ο λεγόμενος «κοινωνικός μισθός» των δημοτών με παροχές σε υπηρεσίες ως αντίρροπο σε μια εποχή φθίνουσας ζήτησης της μισθωτής εργασίας και ακρίβειας, σε βασικά αγαθά βιοπορισμού.
Γιώργος Κολέμπας*
Η κοινωνία γερνάει στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Ο αριθμός των ανθρώπων άνω των 65 ετών θα αυξηθεί κατά εκατομμύρια τις επόμενες δεκαετίες. Στο παρελθόν, οι ηλικιωμένοι ζούσαν στην ευρύτερη οικογένεια μέχρι να πεθάνουν. Σήμερα, συχνά μένουν μόνες/οι τους μετά τη μετακόμιση των παιδιών και τον θάνατο της/ του συντρόφου
1. Η αυξανόμενη μοναξιά αποτελεί αιτία κατάθλιψης της τρίτης ηλικίας. Η διαβίωση σε μια κοινότητα ηλικιωμένων μπορεί να το εξουδετερώσει αυτό.
Επίσης οι συντάξεις παντού μειώνονται και στην Ελλάδα έχουν μειωθεί εξαιρετικά με τις πολιτικές των μνημονίων των τελευταίων χρόνων. Η μεγάλη μερίδα των χαμηλοσυνταξιούχων λοιπόν δεν θα μπορούν να συνεχίζουν την ιδιοκατοίκηση, ακόμα και αν έχουν ιδιόκτητα σπίτια. Στην Ελλάδα βέβαια θα υπάρξει ένας δυσμενής συνδυασμός: οι νέοι άνεργοι, οι γονείς-γέροι με συντάξεις πείνας. Ποια μπορεί να είναι η λύση για τους ηλικιωμένους, οι οποίοι εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους, όπως πιθανά μπορούν οι νεότεροι είτε αναζητώντας αλλού δουλειά είτε μεταναστεύοντας; Ιδίως για τους ηλικιωμένους που ζουν μόνοι ή δεν έχουν καθόλου παιδιά;
Μια κατάλληλη λύση θα ήταν οι κοινότητες συμβίωσης ηλικιωμένων (επίσης: κοινότητες συγκατοίκησης ηλικιωμένων ή Διευρυμένες οικογένειες ηλικιωμένων), όπου οι ηλικιωμένοι μοιράζονται ένα μεγάλο διαμέρισμα ή ένα μεγάλο σπίτι-μονοκατοικία ή ένα συγκρότημα κατοικιών για να ζήσουν εκεί μαζί. Στην Ευρώπη -και ιδίως στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια- έχουν δημιουργηθεί ένα εκτεταμένο πεδίο τέτοιων δομών συγκατοίκησης και συν-διαβίωσης.
Ζώντας μαζί αντί ο καθένας/μια μόνη
Η διαβίωση σε μια τέτοια κοινότητα ηλικιωμένων έχει τα χαρακτηριστικά κοινοτικής ζωής που επωφελείται από ένα ισχυρό κοινωνικό δίκτυο εντός της ομάδας διαβίωσης. Οι κοινόχρηστοι χώροι κυρίως προσκαλούν για αυτό, αλλά συχνά και οι κοινές δραστηριότητες, είτε συζητήσεις για κοινού ενδιαφέροντος θέματα είναι αυτές, είτε για κοινές εργασίες στον κήπο, είτε για οργάνωση γιορτών και εκδρομών. Ωστόσο, θα μπορούν τα μέλη να αποσύρονται, αν το επιθυμούν. Αυτό τους επιτρέπει το δικό τους δωμάτιο ή διαμέρισμα που θα διαθέτουν, με ταυτόχρονη πρόσβαση στους ομαδικούς χώρους, όταν το χρειάζονται.
Σε μια κοινότητα συμβίωσης ηλικιωμένων ζουν μαζί ηλικιωμένοι που είτε έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί είτε πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν. Το κίνητρο είναι ότι δεν θέλουν να ζήσουν μόνοι τους στα γηρατειά και επιθυμούν να συνεχίσουν να είναι κοινωνικοί και επικοινωνιακοί ή και έχουν χαμηλές συντάξεις για να διατηρούν δικό τους σπίτι και δεν επιθυμούν να μπουν σε γηροκομείο. Οι ένοικοι μοιράζονται είτε ένα μεγάλο διαμέρισμα ή μια μονοκατοικία με ξεχωριστά δωμάτια ή ένα μπλοκ με ξεχωριστές μικροκατοικίες και πρόσθετους κοινόχρηστους χώρους, όπως μια μεγάλη κουζίνα, τραπεζαρία, σαλόνι ή μεγάλο μπάνιο, ή μια αυλή και κήπο. Συνήθως, οι ηλικιωμένοι συγκατοικούν όταν είναι ακόμα ευκίνητοι. Εάν ένας ένοικος χρειαστεί φροντίδα, συνήθως την αναλαμβάνει μια επαγγελματική υπηρεσία κατ’ οίκον φροντίδας.
Υπάρχει βέβαια μια διάκριση μεταξύ υποστηριζόμενων από έξω-π.χ από ένα σύλλογο ή μια κοινωνική υπηρεσία ή ασφαλιστικό ταμείο-και ανεξάρτητα διαχειριζόμενων κοινόχρηστων κατοικιών από τα ίδια τα μέλη της κοινότητας:
α) Η λεγόμενη ενεργητική κοινότητα διαβίωσης απευθύνεται (αν και όχι αποκλειστικά σε δραστήριους ακόμα) ηλικιωμένους πολίτες, όπου σαν κάτοικοι ζουν μαζί ανεξάρτητα και οργανώνουν τη ζωή τους χωρίς εξωτερική βοήθεια.
β) Η παθητική –θα μπορούσε να ονομασθεί-κοινότητα συγκατοίκησης2 που είναι μια (λιγότερο ή περισσότερο επαγγελματικά) εξωτερικά υποστηριζόμενη κοινότητα διαβίωσης για ηλικιωμένους πολίτες μεταξύ των οποίων υπάρχουν και κάποιοι που χρειάζονται φροντίδα. Μοιάζει με μια Εστία στην οποία παρέχεται, εκτός των άλλων, και ιδιαίτερη φροντίδα υγείας, εξασφαλισμένη από πόρους της ίδιας της κοινότητας ή από υγειονομική κρατική υπηρεσία και ασφαλιστικά ταμεία περίθαλψης (αφού οι πολίτες υπήρξαν ασφαλισμένοι σε υγειονομικά ταμεία).
Στην ενεργητική κοινότητα υπάρχουν ηλικίες 50 ετών και άνω. Οι περισσότεροι κάτοικοί της εξακολουθούν να είναι πολύ δραστήριοι και κάνουν πολλά μαζί. Μια τέτοια κοινότητα μπορεί να είναι και ένας συνδυασμός νέων οικογενειών και ηλικιωμένων πολιτών. Μπορεί τότε να ονομασθεί και «οικιστική κοινότητα πολλαπλών γενεών» ή μια εστία πολλαπλών γενεών. Πολλές γενιές ζουν μαζί με στόχο τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη και αλληλοστήριξη3.
Μια διαγενεακή κοινότητα κατοικιών ή διαμερισμάτων, συχνά αποκαλούμενη επίσης πολυγενεακή συγκατοίκηση, πολυγενεακή διαβίωση, επιλέγεται ως μακροχρόνια ρύθμιση της διαβίωσης και της εθελοντικής συγκατοίκησης πολλών ανεξάρτητων και διαφορετικής ηλικίας ατόμων σε ένα πολύ μεγάλο διαμέρισμα ή σπίτι.
Το κοινό σημείο όλων αυτών των δομών είναι ότι βασίζονται στην επιθυμία να αναβιώσει η συντροφικότητα και η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ νέων και ηλικιωμένων. Ο όρος που χρησιμοποιείται με αυτόν τον τρόπο αντιτίθεται σκόπιμα σε μορφές σύγκρουσης γενεών. Οι ένοικοι συχνά αναλαμβάνουν οι ίδιοι καθήκοντα και έτσι συμβάλλουν σημαντικά στην ομάδα. Συχνά, το σημείο αναφοράς σε αυτό το πλαίσιο είναι η συμβίωση σε μεγάλες οικογένειες, τις «διευρυμένες» όπως τις έχουμε ονομάσει, όπου η καθημερινή ζωή διαχειρίζεται από πολλές γενιές μαζί. Μια καθημερινή ζωή που εκ των πραγμάτων θα έχει το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα.
Υπάρχουν επίσης μεικτές μορφές στις οποίες, για παράδειγμα, ένα συγκρότημα κατοικιών που διαχειρίζεται ένας συνεταιρισμός, στεγάζει επίσης υπηρεσίες για οικογένειες (όπως ένα κέντρο ημερήσιας φροντίδας)4
Νομικές προϋποθέσεις
Όσοι αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να δημιουργήσουν από την αρχή μια τέτοια κοινότητα, θα χρειασθεί να ετοιμάσουν ένα λεπτομερές σχέδιο λειτουργίας της που θα αφορά:, τους κανόνες συμβίωσης, τα οικονομικά της, τα αντίστοιχα με το είδος της νομικά ζητήματα.
Στην περίπτωση εξωτερικά υποστηριζόμενης κοινότητας διαβίωσης, θα πρέπει να προσδιορίζονται με σύμβαση τα καθήκοντα των εργαζομένων(π.χ. μάγειρου, κηπουρού ή νοσοκόμου) ή της υπηρεσίας υγειονομικής φροντίδας, πέραν όσων προσφέρονται εθελοντικά. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον/ην εργαζόμενο/η με νοσηλευτική δραστηριότητα, ή αναλαμβάνει τη φροντίδα σε διάφορους τομείς όπως τα διοικητικά και οικιακά καθήκοντα. Για το σκοπό αυτό, τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει να οριστούν από κοινού από τους κατοίκους της συμβίωσης. Χρειάζεται επίσης σύμβαση με τις κοινωνικές υπηρεσίες, έτσι ώστε η Κοινότητα να δικαιούται επίδομα ομαδικής στέγασης.
Μπορεί και ένας/μια συγγενής κάποιου μέλους της κοινότητας να μετακομίσει στη κοινότητα διαβίωσης ηλικιωμένων που υποστηρίζεται από έναν φορέα και να παρέχει υπηρεσίες φροντίδας. Η σύμβαση μίσθωσης που συνάπτει με τον πάροχο του κτιρίου θα πρέπει να υπόκειται στις ίδιες απαιτήσεις. Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζεται και η πλήρης ενδονοσοκομειακή περίθαλψη των μελών, όταν θα είναι αναγκαίο.
Εάν υπάρχει ανάγκη για περίθαλψη, μπορεί να ανατεθεί σε μια υπηρεσία εξωτερικής περίθαλψης η φροντίδα των ενοίκων της κοινότητας με απευθείας συνεννόηση με το ή τα αρμόδια ταμεία ασφάλισης-περίθαλψης.
Επιπλέον, οι συγκάτοικοι της Κοινότητας θα πρέπει να ορίσουν από κοινού και κάποιον-εργαζόμενο ή μέλος της-που θα τους εκπροσωπεί προς τρίτους. Ο εκπρόσωπος αυτός μπορεί επίσης να υποστηρίζει την Κοινότητα με γενικές δραστηριότητες φροντίδας, διοίκησης και καθαριότητας και ο ρόλος του είναι ανεξάρτητος από την ατομική νοσηλευτική φροντίδα των ηλικιωμένων πολιτών.
Ίδρυση μιας νέας Κοινότητας Συμβίωσης ηλικιωμένων
Στη χώρα, όπου από όσα ξέρουμε, δεν έχουν δημιουργηθεί τέτοιες δομές συγκατοίκησης ηλικιωμένων μέχρι τώρα και θα πρέπει να διεκδικηθούν με κάθε τρόπο. Θα είναι απαραίτητο τα επόμενα δύσκολα χρόνια να αναληφθούν πρωτοβουλίες για τη σύστασή τους, από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Ήδη συνταξιούχοι μαζί με συγγενείς τους πιθανά, αφού συμπράξουν και με τυχόν ενδιαφερόμενους μελλοντικούς τέτοιους, μπορούν να ξεκινήσουν την διερεύνηση δυνατοτήτων σύστασης μια κοινότητας συμβίωσης, σε κάθε τόπο, είτε σε μια μεγάλη πόλη είτε σε μικρότερη επαρχιακή.
Αν ο αριθμός των ιδρυτικών μελών είναι αρκετός για τη δημιουργία κοινωφελούς συλλόγου, τον ιδρύουν πρώτα σαν φορέα της κοινότητας. Αν δεν είναι τότε δημιουργούν την ομάδα πρωτοβουλίας που θα την βάλει στα σκαριά, ελπίζοντας κι περιμένοντας στη συνέχεια να δημιουργηθούν οι δυνατότητες για ίδρυση φορέα.
Σε κάθε περίπτωση ετοιμάζουν στις συναντήσεις τους ένα αρχικό σχέδιο για τη σύστασή της, που όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω περιλαμβάνει μια οικονομοτεχνική μελέτη, έναν εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, μια νομική μορφή, το μοντέλο της, καθώς και το πιο βασικό την τοποθεσία της. Για την τελευταία θα παίξουν σημαντικό ρόλο οι καλές προϋποθέσεις, δηλαδή οι καλές συγκοινωνιακές συνδέσεις, οι κοντινές εμπορικές εγκαταστάσεις, το πράσινο του περιβάλλοντος για να είναι υγιεινό και να αισθάνονται άνετα τα μέλη της τρίτης ηλικίας.
Στην Ελλάδα έχει ήδη δημιουργηθεί μια τέτοια πρωτοβουλία στο φ/β με την επωνυμία:
Συγκατοίκηση ηλικιωμένων-Φτιάχνω το μέλλον μου!
(https://www.facebook.com/groups/473265414289447/permalink/473293200953335)
Το κάλεσμα για συμμετοχή είναι το παρακάτω:
«Νομίζετε ότι για εμάς που έχουμε μπει για τα καλά στην τρίτη ηλικία οι χαρές της παρέας και της συντροφικότητας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί;
Νομίζετε ότι παρ’ όλη την κοινωνική ή οικογενειακή δραστηριότητα η μοναξιά και η κατάθλιψη μπορούν να είναι η μόνη συντροφιά μας, όταν κλείνουμε την πόρτα του σπιτιού πίσω μας;
Πιστεύετε ότι είμαστε απενεργοποιημένοι και ανίκανοι για δημιουργική αλληλεπίδραση με τους άλλους;
Νομίζετε ότι, μέσα σε μία ταραγμένη ησυχία και ανία, το μόνο που έχουμε να περιμένουμε είναι η “μόνη βεβαιότητα που έχουμε σ’ αυτή τη ζωή”;
Έχετε την εντύπωση ότι εμείς, τα μεγάλα παιδιά, δεν έχουμε μέλλον;
Εμείς, με πατημένα για τα καλά τα δεύτερα -ήντα, που αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε αυτή τη σελίδα, αυτό το κάλεσμα, πιστεύουμε ακράδαντα ότι ναι και βέβαια έχουμε μέλλον, μέχρι την στιγμή που, με το καλό, θα κλείσουμε τα μάτια μας φυσικά. Πιστεύουμε ότι ο χρόνος που έχουμε στην διάθεσή μας μπορεί να γίνει συναρπαστικός, δημιουργικός, γεμάτος εκπλήξεις και νέα ενδιαφέροντα. Μπορεί να είναι γεμάτος με φίλους και αγάπη, μπορεί να έχει ουσιαστική ποιότητα με έναν τρόπο που μόνον η ηλικία αυτή μπορεί. Μέσα από την γνώση της ζωής, το μεγάλο μας προσόν που κατακτήσαμε με πόνο και κόπο, μπορούμε να χαιρόμαστε κάθε στιγμή και να εκτιμούμε απεριόριστα κάθε είδος ομορφιάς.
Αυτή η σελίδα φιλοδοξεί να κάνει κάλεσμα και να γίνει σημείο συνάντησης με στόχο την συγκατοίκηση ηλικιωμένων ανθρώπων. Ανθρώπων που προτιμούν να είναι ολοκληρωμένα, υγιή όντα, που αγαπούν να κάνουν παρέα με άλλους, που επιδιώκουν την συναναστροφή με καινούρια πρόσωπα, που έχουν τη σοφία της συναίνεσης και της αποδοχής της διαφορετικότητας των άλλων. Η σελίδα αυτή απευθύνεται κυρίως προς όσους αισθάνονται επιτακτική ανάγκη για την συντροφικότητα που θεραπεύει τον εφιάλτη της μοναξιάς. Είναι ένα κάλεσμα με στόχο να έρθουμε σε επαφή, να γνωριστούμε ψηφιακά αλλά κι από κοντά και να εντοπίσουμε τους πιθανούς συγκατοίκους μας.
Παρακαλούμε τους νεαρούς, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας που λαμβάνουν γνώση αυτής της σελίδας να την κάνουν γνωστή στους μεγαλύτερους συγγενείς τους, βλέπετε πολλά μεγάλα παιδιά είναι αναλφάβητα ως προς την ψηφιακή ζωή. Και παιδιά, η βοήθεια σας δεν σταματάει εδώ. Θέλουμε να μας έχετε στον νου σας και αν σας αρέσει η ιδέα, να έρθετε να μείνετε μαζί μας, όποτε και όσο θέλετε. Σας χρειαζόμαστε και μας χρειάζεστε.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Ας φροντίσουμε το μέλλον μας»
*Συγγραφέας
1. Στη Γερμανία για παράδειγμα όπου υπάρχουν τα στοιχεία, ήδη το 2006, το 37% των γυναικών ηλικίας 55 ετών και άνω και το 17% των ανδρών ζούσαν μόνες τους. Από την ηλικία των 75 ετών, το ποσοστό αυτό ήταν 62% των γυναικών και 24% των ανδρών. http://www.bpb.de/wissen/5MJEAP,0,0,Alleinlebende_nach_Familienstand.ht
1/10/2022
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
«Ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας για τους Ηλικιωμένους δεν είναι μια απρόσωπη γιορτή. Είναι η προσωπική τιμή που αποδίδουμε ο καθένας μας σε πρόσωπα οικεία μας, στον παππού και την γιαγιά, στον πατέρα και την μάνα, σε όλους αυτούς που ο ανθρώπινος χρόνος τους κατατάσσει σε αυτό που ονομάζουμε Τρίτη Ηλικία.
Στα πρόσωπα και στα χρόνια όλων αυτών, οφείλουμε πολλά. Και αποτελεί υποχρέωση και καθήκον, όχι μόνο η ένδειξη σεβασμού αλλά και η σαφής διατύπωση της ευγνωμοσύνης για τα ηθικά εφόδια που μας κληροδότησαν, τις αξίες που μας εμφύσησαν για μια καλύτερη κοινωνία, διασυνδεδεμένη με την ελληνική οικογένεια, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας. Αποτελεί επίσης υποχρέωση και καθήκον, να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες τους, τις αγωνίες τους και τα προβλήματά τους, αλλά και να αναγνωρίζουμε το δικαίωμα συμμετοχής στην χαρά και την δημιουργία μέσα στην σύγχρονη κοινωνία.
Είναι γεγονός ότι ο ρυθμός γήρανσης του πληθυσμού είναι πολύ ταχύτερος από ό, τι στο παρελθόν. Σύμφωνα με τα στοιχεία, τις επόμενες τρεις δεκαετίες, ο αριθμός των ηλικιωμένων παγκοσμίως αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί και να ξεπεράσει το 1,5 δισεκατομμύριο άτομα το 2050, ενώ το 80% αυτών θα ζουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Παράλληλα, όλες οι χώρες αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις για να διασφαλίσουν ότι τόσο τα συστήματα υγείας όσο και τα κοινωνικά τους συστήματα είναι έτοιμα να ανταποκριθούν στο έπακρο σε αυτή τη δημογραφική μετατόπιση. Είναι λοιπόν χρέος όλων, φορέων και πολιτείας, η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.
Η Περιφέρεια Αττικής έχει ως προτεραιότητα τη δρομολόγηση σειράς δράσεων, προγραμμάτων και πρωτοβουλιών, με έμφαση στην πρόληψη στον τομέα της υγείας, αλλά και στην βελτίωση του επιπέδου διαβίωσής τους προκειμένου να ενισχύσουμε σημαντικά το δίχτυ ασφαλείας γύρω τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο χρηματοδοτούμε μέσω του άξονα προτεραιότητας 9 του ΠΕΠ Αττικής 2014-2020, οκτώ δομές ΚΗΦΗ (Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων) στους δήμους Λαυρεωτικής, Αγ. Βαρβάρας, Δάφνης Υμηττού, Φιλαδέλφειας Χαλκηδόνας, Κορυδαλλού, Ζωγράφου, Αχαρνών, Κρωπίας με ποσό 5,5εκ. ευρώ
Στο νέο Πρόγραμμα Αττική 2021-2027, προβλέπεται αφενός η συνέχιση και ενίσχυση αυτών των δομών ΚΗΦΗ και αφετέρου δράσεις υποστήριξης ενεργού και υγιούς γήρανσης ύψους 1,5 εκ. ευρώ, δράσεις καταπολέμησης του ψηφιακού αναλφαβητισμού σε ηλικιωμένους ύψους 1 εκ. ευρώ, πρόγραμμα προσωπικού βοηθού και κοινωνικού φροντιστή για ηλικιωμένους ύψους 1,5 εκ. ευρώ
Θα παραμείνουμε στο πλευρό τους.
Γραφείο Τύπου
Του Βασίλη Τακτικού
Ο βιοπορισμός και η τοπική απασχόληση
Η αναζωογόνηση των Συνεταιρισμών
Η κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία
Η στήριξη της τοπικής αυτάρκειας
Ο διατροφικός τομέας είναι ένας από τους τρεις βασικούς τομείς, από τους οποίους εξαρτάται ο βιοπορισμός των οικονομικά αδυνάτων, στα πιο αναγκαία αγαθά που χρειάζονται στη διαβίωση. Για πολλούς επίσης οι μικρές αγροτικές καλλιέργειες και κτηνοτροφία είναι ένα συμπληρωματικό εισόδημα, ενίσχυσης των χαμηλόμισθων καθώς προσφέρει και επιπλέον θέσεις εργασίας για τους social needs.
Για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας ο κατώτατος μισθός μόλις φτάνει για τις βασικές ανάγκες και καλύπτει μόνο την επιβίωση, όπως είναι η ενέργεια, η διατροφή και η κατοικία ενώ δεν καλύπτει τις ανάγκες για την παιδεία και υγεία. Έτσι η συμμετοχή αυτών των πολιτών σε αγροτικούς ή καταναλωτικούς συνεταιρισμούς μπορεί να εξασφαλίσει συμπληρωματικό εισόδημα ή και να μειώσει το κόστος διαβίωσης. Επιπλέον μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες για ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης, εκεί που χρειάζεται μια οικονομία κλίμακας για να αξιοποιηθούν οι μικροκαλλιεργητές. Κι αυτό κάνει αναγκαία την προώθηση της κοινωνικής οικονομίας στον αγροτικό τομέα με τη μορφή των παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών.
Γενικότερα, στην Ευρώπη παρατηρείται ότι υπάρχει η τάση αναγέννησης των συνεταιρισμών. Και όπως τονίσαμε και σε προηγούμενα κεφάλαια οι ανενεργοί πόροι τόσο στη Τοπική Αυτοδιοίκηση, όσο και στους μικροϊδιοκτήτες γης. Αυτές οι συνθήκες είναι πρόκληση για την αξιοποίηση ανενεργών πόρων μέσω των συνεταιρισμών.
Η επισιτιστική κρίση και η ακρίβεια στα αγροτικά προϊόντα που απειλεί εκτός των άλλων και την Ευρώπη, είναι ένας επιπλέον λόγος για να εξετάσουμε την τοπική αγροδιατροφική αυτάρκεια όπως και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του αυξημένου ενεργειακού κόστους και της ενεργειακής κρίσης που επηρεάζει την αγροτική παραγωγή.
Η αναζωογόνηση των Συνεταιρισμών και η βιωσιμότητα των μικρών παραγωγών
Στην Ευρώπη αναγέννηση των συνεταιρισμών την τελευταία δεκαετία είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός για τις οικονομικές τάσεις. Σε 160.000 ανέρχεται ο αριθμός των συνεταιριστικών επιχειρήσεων που
λειτουργούν στην Ευρώπη, έχοντας 123 εκατομμύρια μέλη και
προσφέροντας εργασία σε 5,4 εκατ. άτομα. Μάλιστα, σε χώρες όπως η
Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία ή η Ισπανία, εμφανίζεται να έχουν
σχετικά υψηλότερες επιδόσεις, ενώ αναδεικνύονται σταθερότερες σε
περιόδους κρίσης.
Τούτα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σε γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής
Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Συνεταιρισμοί και
αναδιάρθρωση», στην οποία χαρακτηριστικά επισημαίνεται πως «τα
στοιχεία δείχνουν ότι σε περιόδους κρίσης οι συνεταιρισμοί είναι
πιο ανθεκτικοί και σταθεροί απ’ ότι άλλες μορφές επιχειρήσεων και
είναι σε θέση να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες».
Σε οργανωτικό θεσμικό επίπεδο υπάρχουν πάνω 3. 800 μεγάλες δευτεροβάθμιες ενώσεις παραγωγών που έχουν αναγνωριστεί από τις εθνικές αρχές σε 25 διαφορετικά κράτη µέλη. Η Γερµανία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία είναι τα τέσσερα κράτη µέλη µε τις περισσότερες Ομάδες Παραγωγών ή Ενώσεις οµάδων Παραγωγών, Η Κομισιόν, αναγνωρίζει τις θετικές επιδράσεις των Οργανώσεων Παραγωγών στον πρωτογενή τομέα.
Περισσότερο από το 50% των αναγνωρισμένων οργανώσεων παραγωγών λειτουργούν στον τοµέα των φρούτων και λαχανικών (1.851). Πάνω από 100 αναγνωρισμένες οργανώσεις, δραστηριοποιούνται σε επτά άλλους τοµείς, το γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα (334), το ελαιόλαδο και επιτραπέζιες ελιές (254), τον οίνο (222), το βόειο κρέας (210), τα δημητριακά (177) και το χοιρινό κρέας (101).
Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι συνεταιρισμοί γνωρίζουν άνθηση σε όλους
τους τομείς και είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 2009 ο κύκλος εργασιών
τους αυξήθηκε κατά 10%, όταν η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκε
κατά 4,9%. Το 2010 ο συνεταιριστικός τομέας συνέχισε να
αναπτύσσεται κατά 4,4% σε σύγκριση με ρυθμό ανάπτυξης επί του
συνόλου της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου της τάξης του
1,9%.
Στην Ιταλία η απασχόληση σε συνεταιρισμούς αυξήθηκε 3% το 2010, ενώ
η συνολική απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα σημείωσε μείωση της τάξης
του 1%. Η κρίση στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας έχει ως
αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των κοινωνικών
συνεταιρισμών με γοργό ρυθμό. Οι συνεταιρισμοί έχουν μεγαλύτερο
προσδόκιμο επιβίωσης. Το ένα τρίτο των συνεταιρισμών που συστάθηκαν
μεταξύ 1970 και του 1989 εξακολουθούν να λειτουργούν έναντι ενός
τετάρτου στην περίπτωση των άλλων επιχειρήσεων.
Στην περίπτωση της Ισπανίας, η οποία έχει πληγεί σοβαρά από την
κρίση, η μείωση της απασχόλησης το 2008 και το 2009 ήταν της τάξης
του 4,5% στον τομέα των συνεταιρισμών έναντι 8% στις συμβατικές
επιχειρήσεις.
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εκτιμά πως οι
συνεταιρισμοί θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε όλες τις πολιτικές
της ΕΕ που συμβάλουν στην έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς
ανάπτυξη, σημειώνοντας παράλληλα πως απαιτείται η διασφάλιση
ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ συνεταιρισμών κι άλλων μορφών
επιχειρήσεων. Επίσης, τονίζει πως τα προγράμματα και τα ταμεία που
προβλέπονται για την επικείμενη δημοσιονομική περίοδο 2014-2020,
πρέπει να αποβούν χρήσιμα εργαλεία για τη στήριξη των
συνεταιρισμών.
Η Ελλάδα έχει περιορισμένη έκταση συνεταιριστικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας. Μόλις το 0,4% στο σύνολο της οικονομίας είναι η συμμετοχή των αγροτικών Συνεταιρισμών. Υπάρχουν όμως αρκετά ποιοτικά καλά παραδείγματα που μας δείχνουν ότι, εκεί που εφαρμόζεται σωστά η Συνεταιριστική επιχειρηματικότητα επιδρά καταλυτικά στην τοπική κοινωνία και την τοπική απασχόληση.
Σε τι χρωστάνε οι συνεταιρισμοί την οικονομική τους βιωσιμότητα;
Οι συνεταιρισμοί οφείλουν την ανθεκτικότητά τους στο γεγονός ότι δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη του συνεταιρισμού, όχι στα κέρδη των μετόχων. Γι’ αυτό και το 40% των κερδών επανεπενδύεται στην κοινή συνεταιριστική “τράπεζα”. Το αντίστοιχο ποσοστό στις συμβατικές επιχειρήσεις είναι μόλις 5%. Η πλειονότητα των συνεταιρισμών είναι αυτοχρηματοδοτούμενοι και δεν βασίζονται στο κράτος. Οι συνεταιρισμοί εμφανίζονται εκεί που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εγκαταλείπουν λόγω χαμηλής κερδοφορίας ενώ αντίθετα οι συνεταιρισμοί επιχειρούν ακόμη και με πολύ χαμηλό κέρδος.
Με δεδομένες τις συνθήκες χαμηλής κερδοφορίας στον αγροδιατροφικό τομέα, ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας στο πλαίσιο της συνεργατικής οργάνωσης, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους.
Παραδοσιακά, άλλωστε γνωρίζουμε ότι οι συνεταιρισμοί ήταν ένας τρόπος επιβίωσης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που ενώνουν χρηματικά διαθέσιμα για να αγοράζουν πρώτες ύλες και προϊόντα με εκπτώσεις, μειώνοντας τα λειτουργικά τους έξοδα και διατηρώντας κοινά τμήματα με οικονομίες κλίμακας. Στην εξέλιξή τους όμως πολλοί από αυτούς έγιναν κανονικές μετοχικές κερδοσκοπικές εταιρίες και αποκόπηκαν από τον αρχικό τους προορισμό. Βεβαίως κάθε μορφή επιχειρηματικότητας είναι αποδεκτή και μπορεί να συμβάλλει στην βιώσιμη ευημερία της κοινωνίας , αλλά δεν έχει το ίδιο κοινωνικό αντίκτυπο ούτε την ίδια κοινωνική ωφέλεια ώστε να τύχει χορηγιών από το κράτος και την κοινότητα.
Δυο είναι οι βασικοί λόγοι αυτής της ανόδου του συνεργατισμού ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008.
Πρώτον, η σταδιακή συρρίκνωση και απόσυρση του κράτους πρόνοιας που αυξάνει τις ανάγκες κοινωνικής αλληλεγγύης.
Και δεύτερον η διογκούμενη τεχνολογική ανεργία.
Όταν το κράτος άρχισε να αποσύρεται, η ιδιωτική φιλανθρωπία προσπάθησε να καλύψει το κενό χρηματοδοτώντας μη κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες, αλλά τα διαθέσιμα κεφάλαια για τις κοινότητες ήταν ελάχιστα σε σύγκριση τα κρατικά έσοδα. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε ένα αυξημένο κοινωνικό φορτίο αλλά με μειωμένα έσοδα για την αντιμετώπιση κρίσιμων αναγκών της κοινότητας, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί άρχισαν να αναζητούν νέα επιχειρηματικά μοντέλα που θα μπορούσαν να ταιριάζουν με την πρωταρχική τους αποστολή και να παράσχουν συμπληρωματική πηγή εσόδων για την λειτουργία και την επέκταση των υπηρεσιών τους.
Η προοπτική ενός παραδειγματικού μοντέλου που μπορεί να μειώσει το οριακό κόστος κοντά στο μηδέν, κάνει την ιδιωτική επιχείρηση λιγότερο αποτελεσματική, επειδή η επιβίωσή της εξαρτάται από την μεγιστοποίηση του κέρδους. Οι συνεταιρισμοί είναι λοιπόν το μοναδικό επιχειρηματικό μοντέλο που θα μπορέσει να λειτουργήσει σε ένα τομέα που η ανταγωνιστικότητα των μεγάλων μονοκαλλιεργειών έχει μειώσει δραματικά τα έσοδα των μικροκαλλιεργητών.
Το κλειδί λοιπόν των μικρών εκμεταλλεύσεων βρίσκεται στις επενδύσεις στις κοινωνικές επιχειρήσεις που δεν αποσκοπούν στο κέρδος, αλλά προσφέρουν εργασία, και συμπληρωματικό εισόδημα στην τοπική κοινωνία και από την άλλη μεριά μειωμένο κόστος κοινωνικών υπηρεσιών.
Μ΄αυτή την προσέγγιση διαβλέπουμε ότι θα έχουμε μια αυξανόμενη ζήτηση για κοινωνικούς, ενεργειακούς και καταναλωτικούς συνεταιρισμούς με στόχο την μείωση του κόστους των συναλλαγών και συμπληρωματικά εισοδήματα για τα νοικοκυριά.
Η κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία
Η οργανωτική καινοτομία στον αγροδιατροφικό τομέα είναι κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία. Η κοινοπραξία παραγωγών και καταναλωτών.
Αυτό σημαίνει άμεση συνεργασία μεταξύ μιας οργανωμένης ομάδας Καταναλωτών με έναν ή με περισσότερους παραγωγούς προϊόντων διατροφής, όπου τα οφέλη και οι ζημιές των Γεωργικών δραστηριοτήτων μοιράζονται από κοινού σε παραγωγούς και καταναλωτές χωρίς τη Εμπορική διαμεσολάβηση. Είναι ένα πιο προχωρημένο στάδιο συνεργασίας από τους συνεταιρισμούς παραγωγών.
Η οργανωτική επικοινωνία σήμερα μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών διευκολύνεται από το διαδίκτυο.
Η «Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία» γεννήθηκε στην Ευρώπη και την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1960 και εξαπλώθηκε στην Αμερική και τον Καναδά στα μέσα της δεκαετίας του 90 σήμερα εξαπλάνεται σε όλη την Ευρώπη.
Η “κοινωνικά υποστηριζόμενη Γεωργία” ως προς τη διαδικασία και το σχεδιασμό μοιάζει με τη συμβολαιακή Γεωργία αλλά, διαφέρει ως προς τον κοινωνικό στόχο. Στη συμβολαιακή Γεωργία συμπράττουν παραγωγοί με μεγάλους διακινητές αγροτικών προϊόντων, ενώ στην Κοινωνικά υποστηριζόμενη Γεωργία συμπράττουν οι μικροί παραγωγοί με τους καταναλωτές.
Σήμερα, αυτές οι κοινότητες Παραγωγών και Καταναλωτών στον αγροδιατροφικό τομέα, μαζί με τις ενεργειακές κοινότητες αποτελούν τους καταλύτες για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας.
Πώς λειτουργεί όμως πρακτικά αυτή η συνεργατική σχέση παραγωγών Καταναλωτών;
Επί της ουσίας οι καταναλωτές γίνονται εταίροι- μέτοχοι της παραγωγικής διαδικασίας για να εξασφαλίσουν από συγκεκριμένα αγροκτήματα τα προϊόντα που καταναλώνουν.
Οι καταναλωτές, που συνήθως διαμένουν σε πόλεις , καταβάλλουν ένα σταθερό χρηματικό ποσό για να καλύψουν τα ετήσια έξοδα των αγροτών. Ως αντάλλαγμα , λαμβάνουν ένα μερίδιο από τη συγκομιδή. Συνήθως , το μερίδιο συνίσταται σε ένα κιβώτιο με φρούτα και λαχανικά που παραδίδονται στην πόρτα του σπιτιού τους (ή σε κάποιο προκαθορισμένο σημείο παραλαβής) αμέσως μετά τη συγκομιδή τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια σταθερή ροή φρέσκων τοπικών προϊόντων προς τους καταναλωτές.
Στα περισσότερα από αυτά τα αγροκτήματα χρησιμοποιούνται οικολογικές πρακτικές και οργανικές μέθοδοι καλλιέργειας. Καθώς η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία είναι ένα κοινοπρακτικό εγχείρημα , που βασίζεται στον επιμερισμό του ρίσκου ανάμεσα στους καταναλωτές και τους αγρότες, οι καταναλωτές επωφελούνται όταν η σοδειά είναι καλή και υφίστανται συνέπειες μιας κακής σοδειάς. Αν η σοδειά πληγεί από μια κακοκαιρία ή συμβεί κάποιο άλλο ατύχημα, οι καταναλωτές απορροφούν τις ζημίες μειώνοντας τα διατροφικά είδη που παραδίδουν σε εβδομαδιαία βάση. Αυτού του είδους ο επιμερισμός του ρίσκου και της ανταμοιβής ενώνει τους καταναλωτές και τους αγρότες σε ένα κοινό εγχείρημα.
Το Διαδίκτυο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επαφή ανάμεσα στους αγρότες και τους καταναλωτές, καθώς επιτρέπει την κατανεμημένη και συνεργατική οργάνωση της διατροφικής αλυσίδας. Έτσι μέσα σε μερικά χρόνια , η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία, επεκτάθηκε διεθνώς από μια δράκα πιλοτικών κοινοπραξιών σε σχεδόν τρεις χιλιάδες επιχειρήσεις που προμηθεύουν δεκάδες χιλιάδες καταναλωτές.
Το μοντέλο «Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας» θέλγει ιδιαίτερα τη νεότερη γενιά , η οποία είναι εξοικειωμένη με την ιδέα της συνεργασίας σε ψηφιακούς κοινωνικούς χώρους επεκτείνεται και στον αγροδιατροφικό τομέα. Επιπλέον, η όλο και μεγαλύτερη απήχηση της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας αντικατοπτρίζει τόσο την αυξανόμενη καταναλωτική συνείδηση , όσο και το ενδιαφέρον για την αναγκαιότητα να μειωθεί το οικολογικό αποτύπωμα. Συμβάλλοντας στην εξάλειψη των πετροχημικών λιπασμάτων και εντομοκτόνων, των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα , αλλά και του κόστους συσκευασίας , διαφήμισης και προώθησης που συνδέονται με την υφιστάμενη αλυσίδα παραγωγής και διανομής τροφίμων , οι καταναλωτές που συμμετέχουν στο μοντέλο της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας απολαμβάνουν έναν πιο βιώσιμο τρόπο ζωής.
Όλο και περισσότεροι αγρότες που συμμετέχουν στο μοντέλο της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας, έχουν αρχίσει να μετατρέπουν τις αγροικίες τους σε μικρούς ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς, χρησιμοποιώντας ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια, γεωθερμική ενέργεια και βιομάζα, με συνέπεια τη μείωση του ενεργειακού κόστους. Από την εξοικονόμηση αυτή επωφελούνται και οι καταναλωτές , καθώς μειώνεται το χρηματικό ποσό που καταβάλλουν ως συνδρομή.
Σε όλες αυτές τις νέες συνεργατικές επιχειρηματικές πρακτικές που καλύπτουν όλο το φάσμα της οικονομίας, η οριζόντια διάρθρωση υπερτερεί της κάθετης δομής των παραδοσιακών κολοσσιαίων επιχειρήσεων που οργανώνουν ιεραρχικά οικονομική δραστηριότητα.
.Ως συνέπεια η διακίνηση των προϊόντων από πόρτα σε πόρτα δημιουργεί ανάγκες για την απασχόληση ανθρώπινου δυναμικού και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερα τεχνικά προσόντα.
Η στήριξη της τοπικής αυτάρκειας
Το πρόβλημα της τοπικής αυτάρκειας στη διατροφή τίθεται επιτακτικά μετά την ενεργειακή και επισιτιστική ακρίβεια στην Ευρώπη. Την ίδια περίοδο που η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας γίνεται ακριβή σε βασικά είδη όπως η ενέργεια και η διατροφή. Την ίδια περίοδο που το μοντέλο της μονοκαλλιέργειας των μεγάλων Γεωργικών εκμεταλλεύσεων γίνεται προβληματικό από το υψηλό κόστος της ενέργειας και των μεταφορών. Οι επιπτώσεις αυτές αντανακλούν και στον αγροτικό τομέα με περιορισμό στην απασχόληση.
Γνωρίζουμε ότι, η παγκοσμιοποίηση προώθησε τις μεγάλες μονοκαλλιέργειες εις βάρος της άλλοτε τοπικής αγροδιατροφικής αυτάρκειας.
Κυριάρχησε στις αγορές με την έννοια της ανταγωνιστικότητας βρίσκοντας φθηνότερο εργατικό κόστος και ενεργειακό κόστος. Αυτό είχε ως συνέπεια την δημογραφική εγκατάλειψη του αγροτικού χώρου αφού η εκβιομηχάνιση της γεωργίας ήθελε λιγότερα χέρια.
Ωστόσο το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης της Γεωργίας παρουσιάζει σήμερα ρωγμές εξαιτίας της ανεργίας που προκαλεί. Αλλά και για τις επιδράσεις στο πολιτισμικό ζήτημα της εσωτερικής μετανάστευσης από το χωριό στην πόλη ( της αστικοποίησης) προκαλώντας τη δημογραφική ερήμωση της υπαίθρου και κατά συνέπεια τη μείωση της απασχόλησης στον αγροτικό χώρο που υπάρχουν πολλοί κατακερματισμένοι πόροι.
Μετά από έναν αιώνα γεωργίας βασισμένης στα πετροχημικά , που είχε ως συνέπεια να γίνουν είδος υπό εξαφάνιση τα οικογενειακά αγροκτήματα και να γεννηθούν οι κολοσσιαίες αγροτοβιομηχανίες, όπως η Cargill και η ADM, μια νέα γενιά αγροτών ανατρέπει τις ισορροπίες , πουλώντας τα προϊόντα τους απευθείας στους καταναλωτές.
Από τη στιγμή μάλιστα που η παγκοσμιοποίηση για μία σειρά από λόγους ακριβαίνει καθώς αυξάνεται το «φθηνό εργατικό κόστος» στις αναπτυσσόμενες χώρες, εκ των πραγμάτων τίθεται το ζήτημα της τοπικής αυτάρκειας ως εναλλακτική στάση για την βιωσιμότητας στην τοπική οικονομία.
Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της αγοράς αλλά με τη μείωση του κόστους παραγωγής και σε τοπικό επίπεδο.
Έτσι παρατηρούμε ότι στον τομέα της αγροδιατροφής υπάρχει ζήτηση απασχόλησης για εργατικά χέρια αλλά δεν υπάρχει η αντίστοιχη προσφορά γιατί οι άνεργοι βρίσκονται στα αστικά κέντρα και είναι δύσκολο να μετεγκατασταθούν στα χωριά χωρίς κοινωνικές υποδομές.
Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα μέσα από την ενδυνάμωση της συνεργατικής κουλτούρας;
Ο οικονομικός στόχος για την τοπική αυτάρκεια απαιτεί αλλαγή του παραδειγματικό μοντέλου και θεσμικές και οργανωτικές υποδομές για την ανάπτυξη του συνεργατισμού και της κοινωνικής οικονομίας που Είναι απαραίτητος Όρος για την τοπική αυτάρκεια.
Το ζήτημα των υλικών και κοινωνικών υποδομών είναι θεμελιώδους σημασίας και χρειάζεται παρεμβατισμός από το κράτος και Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Χρειάζονται προγράμματα κοινωνικής κατοικίας για τη μετεγκατάσταση των νέων γεωργών. Παραχώρηση σχολάζουσων γαιών για κοινωνικά αγροκτήματα με δενδροκαλλιέργειες και δασών σε συνεταιρισμούς. Υποδομές για φυσικά πάρκα και υποδομές αγροτουρισμού.
Ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων για δραστική μείωση του κόστους της ενέργειας.
Ταμιευτήρων νερού για την ενίσχυση της κτηνοτροφίας και Γεωργίας με φθηνές ζωοτροφές με στόχο τη βιωσιμότητα των αγροτικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων αλλά και την ενίσχυση τοπικής απασχόλησης.
Χρειάζεται τέλος, παρεμβατισμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη τοπική κοινωνική οικονομία και πρόγραμμα, με ετήσιο προϋπολογισμό για την ενίσχυση των υποδομών της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.Υποσημείωση: «Σήμερα, πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι μέλη συνεταιρισμών – δηλαδή ένας στους επτά κατοίκους της Γης. Πάνω από εκατό εκατομμύρια άτομα απασχολούνται από συνεταιρισμούς, ή 20% περισσότεροι από τους εργαζόμενους σε πολυεθνικές εταιρίες. Οι τριακόσιοι μεγαλύτεροι συνεταιρισμοί έχουν ίσο αριθμό μελών με τη δέκατη χώρα σε πληθυσμό στον κόσμο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία ένας στους τέσσερεις είναι μέλος συνεταιρισμού. Στον Καναδά, τέσσερεις στους δέκα κατοίκους είναι μέλη συνεταιρισμών. Στην Ινδία και στην Κίνα τετρακόσια εκατομμύρια άτομα ανήκουν σε συνεταιρισμούς. Στην Ιαπωνία, μία στις τρεις οικογένειες είναι μέλος συνεταιρισμού και στη Γαλλία τριάντα δύο εκατομμύρια άτομα συμμετέχουν σε συνεταιρισμούς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν 29.000 συνεταιρισμοί, με εκατόν είκοσι εκατομμύρια μέλη, και διαθέτουν 73.000 επαγγελματικούς χώρους σε όλη τη χώρα». Τζ. Ρίφκιν–
Οι παραδοσιακές οικονομίες βρίσκονται συνήθως σε αγροτικές περιοχές αναπτυσσόμενων χωρών του δεύτερου και του τρίτου κόσμου, συχνά στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή.
Οι παραδοσιακές οικονομίες επικεντρώνονται γύρω από μια οικογένεια ή μια φυλή. Όπως στις ρουτίνες της καθημερινής ζωής, οι οικονομικές αποφάσεις βασίζονται σε παραδόσεις που αποκτήθηκαν μέσα από τις εμπειρίες των μεγαλύτερων.
Πολλές παραδοσιακές οικονομίες υπάρχουν ως νομαδικές κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που μεταναστεύουν εποχιακά σε τεράστιες περιοχές ακολουθώντας τα ζώα αγέλης από τα οποία εξαρτώνται για την επιβίωση. Συχνά αναγκασμένοι να ανταγωνιστούν παρόμοιες ομάδες για περιορισμένους φυσικούς πόρους, σπάνια συναλλάσσονται μαζί τους, καθώς όλοι χρειάζονται και παράγουν τα ίδια πράγματα.
Όταν οι παραδοσιακές οικονομίες ασχολούνται με το εμπόριο, βασίζονται σε ανταλλαγές και όχι σε νόμισμα. Το εμπόριο πραγματοποιείται μόνο μεταξύ ομάδων που δεν ανταγωνίζονται. Για παράδειγμα, μια κυνηγετική φυλή μπορεί να ανταλλάξει μέρος του κρέατος της με λαχανικά που καλλιεργούνται από μια φυλή αγροτών.
Ο όρος «πληρότητα» χρησιμοποιείται από τους οικονομολόγους για να περιγράψει μια παραδοσιακή οικονομία ως μια οικονομία στην οποία καταναλώνονται όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες. Παράγοντας μόνο ό,τι χρειάζονται για να επιβιώσουν, οι παραδοσιακές οικονομίες σπάνια παράγουν πλεόνασμα αγαθών, εξαλείφοντας έτσι περαιτέρω την ανάγκη για εμπόριο ή δημιουργία χρήματος.
Τέλος, οι παραδοσιακές οικονομίες αρχίζουν να εξελίσσονται πέρα από το στάδιο του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη όταν εγκαθίστανται σε μια τοποθεσία και ασχολούνται με τη γεωργία. Η γεωργία τους επιτρέπει να αναπτύξουν ένα πλεόνασμα καλλιεργειών που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για το εμπόριο. Αυτό συχνά ενθαρρύνει τις ομάδες να δημιουργήσουν μια μορφή χρημάτων για να διευκολύνουν το εμπόριο σε μεγάλες αποστάσεις.
Κατά τον ορισμό μιας παραδοσιακής οικονομίας, είναι χρήσιμο να τη συγκρίνουμε με πιο κοινές μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες όπως ο καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός .
Καπιταλισμός
Ο καπιταλισμός είναι μια μορφή οικονομίας ελεύθερης αγοράς στην οποία η παραγωγή και η διανομή αγαθών και υπηρεσιών καθορίζονται από τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης . Με βάση ένα ισχυρό κίνητρο για την απόκτηση κέρδους, τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε ιδιωτικές εταιρείες ή ιδιώτες. Η επιτυχία των καπιταλιστικών οικονομιών εξαρτάται από την ισχυρή αίσθηση της επιχειρηματικότητας και την αφθονία κεφαλαίου, φυσικών πόρων και εργασίας – παράγοντες που σπάνια συναντώνται στις παραδοσιακές οικονομίες.
Σολιαλισμός
Ο σοσιαλισμός είναι ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο όλα τα μέλη της κοινωνίας κατέχουν εξίσου τα μέσα παραγωγής—εργασία, κεφαλαιουχικά αγαθά και φυσικούς πόρους—. Συνήθως, αυτή η ιδιοκτησία παραχωρείται και ελέγχεται είτε από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση είτε από συνεταιρισμό πολιτών ή δημόσια εταιρεία στην οποία όλοι κατέχουν μετοχές. Η κυβέρνηση προσπαθεί να διασφαλίσει ότι τα οφέλη της οικονομίας κατανέμονται ισότιμα για να αποτραπεί η εισοδηματική ανισότητα . Έτσι, ο σοσιαλισμός βασίζεται στην οικονομική φιλοσοφία «στον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του».
Κομμουνισμός
Ο κομμουνισμός είναι ένας τύπος οικονομίας στην οποία η κυβέρνηση κατέχει τα μέσα παραγωγής. Ο κομμουνισμός είναι γνωστός ως οικονομία «εντολής» γιατί ενώ η κυβέρνηση δεν κατέχει νομικά το εργατικό δυναμικό, οι κεντρικοί οικονομικοί σχεδιαστές που επιλέγονται από την κυβέρνηση λένε στους ανθρώπους πού να εργαστούν. Όπως αναπτύχθηκε από τον Γερμανό φιλόσοφο Καρλ Μαρξ , η κομμουνιστική οικονομία βασίζεται στη φιλοσοφία «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Ανάλογα με τον τρόπο λειτουργίας τους, οι παραδοσιακές οικονομίες μπορούν να έχουν χαρακτηριστικά καπιταλισμού, σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Μια αγροτική οικονομία που επιτρέπει στα άτομα να κατέχουν τις φάρμες τους χρησιμοποιεί ένα στοιχείο καπιταλισμού. Μια νομαδική φυλή κυνηγών που επιτρέπει στους πιο παραγωγικούς κυνηγούς της να κρατούν το περισσότερο κρέας ασκεί το σοσιαλισμό. Μια παρόμοια ομάδα που δίνει πρώτα κρέας σε παιδιά και ηλικιωμένους ασκεί τον κομμουνισμό.