Γιώργος Κολέμπας*
Η κοινωνία γερνάει στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Ο αριθμός των ανθρώπων άνω των 65 ετών θα αυξηθεί κατά εκατομμύρια τις επόμενες δεκαετίες. Στο παρελθόν, οι ηλικιωμένοι ζούσαν στην ευρύτερη οικογένεια μέχρι να πεθάνουν. Σήμερα, συχνά μένουν μόνες/οι τους μετά τη μετακόμιση των παιδιών και τον θάνατο της/ του συντρόφου
1. Η αυξανόμενη μοναξιά αποτελεί αιτία κατάθλιψης της τρίτης ηλικίας. Η διαβίωση σε μια κοινότητα ηλικιωμένων μπορεί να το εξουδετερώσει αυτό.
Επίσης οι συντάξεις παντού μειώνονται και στην Ελλάδα έχουν μειωθεί εξαιρετικά με τις πολιτικές των μνημονίων των τελευταίων χρόνων. Η μεγάλη μερίδα των χαμηλοσυνταξιούχων λοιπόν δεν θα μπορούν να συνεχίζουν την ιδιοκατοίκηση, ακόμα και αν έχουν ιδιόκτητα σπίτια. Στην Ελλάδα βέβαια θα υπάρξει ένας δυσμενής συνδυασμός: οι νέοι άνεργοι, οι γονείς-γέροι με συντάξεις πείνας. Ποια μπορεί να είναι η λύση για τους ηλικιωμένους, οι οποίοι εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους, όπως πιθανά μπορούν οι νεότεροι είτε αναζητώντας αλλού δουλειά είτε μεταναστεύοντας; Ιδίως για τους ηλικιωμένους που ζουν μόνοι ή δεν έχουν καθόλου παιδιά;
Μια κατάλληλη λύση θα ήταν οι κοινότητες συμβίωσης ηλικιωμένων (επίσης: κοινότητες συγκατοίκησης ηλικιωμένων ή Διευρυμένες οικογένειες ηλικιωμένων), όπου οι ηλικιωμένοι μοιράζονται ένα μεγάλο διαμέρισμα ή ένα μεγάλο σπίτι-μονοκατοικία ή ένα συγκρότημα κατοικιών για να ζήσουν εκεί μαζί. Στην Ευρώπη -και ιδίως στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια- έχουν δημιουργηθεί ένα εκτεταμένο πεδίο τέτοιων δομών συγκατοίκησης και συν-διαβίωσης.
Ζώντας μαζί αντί ο καθένας/μια μόνη
Η διαβίωση σε μια τέτοια κοινότητα ηλικιωμένων έχει τα χαρακτηριστικά κοινοτικής ζωής που επωφελείται από ένα ισχυρό κοινωνικό δίκτυο εντός της ομάδας διαβίωσης. Οι κοινόχρηστοι χώροι κυρίως προσκαλούν για αυτό, αλλά συχνά και οι κοινές δραστηριότητες, είτε συζητήσεις για κοινού ενδιαφέροντος θέματα είναι αυτές, είτε για κοινές εργασίες στον κήπο, είτε για οργάνωση γιορτών και εκδρομών. Ωστόσο, θα μπορούν τα μέλη να αποσύρονται, αν το επιθυμούν. Αυτό τους επιτρέπει το δικό τους δωμάτιο ή διαμέρισμα που θα διαθέτουν, με ταυτόχρονη πρόσβαση στους ομαδικούς χώρους, όταν το χρειάζονται.
Σε μια κοινότητα συμβίωσης ηλικιωμένων ζουν μαζί ηλικιωμένοι που είτε έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί είτε πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν. Το κίνητρο είναι ότι δεν θέλουν να ζήσουν μόνοι τους στα γηρατειά και επιθυμούν να συνεχίσουν να είναι κοινωνικοί και επικοινωνιακοί ή και έχουν χαμηλές συντάξεις για να διατηρούν δικό τους σπίτι και δεν επιθυμούν να μπουν σε γηροκομείο. Οι ένοικοι μοιράζονται είτε ένα μεγάλο διαμέρισμα ή μια μονοκατοικία με ξεχωριστά δωμάτια ή ένα μπλοκ με ξεχωριστές μικροκατοικίες και πρόσθετους κοινόχρηστους χώρους, όπως μια μεγάλη κουζίνα, τραπεζαρία, σαλόνι ή μεγάλο μπάνιο, ή μια αυλή και κήπο. Συνήθως, οι ηλικιωμένοι συγκατοικούν όταν είναι ακόμα ευκίνητοι. Εάν ένας ένοικος χρειαστεί φροντίδα, συνήθως την αναλαμβάνει μια επαγγελματική υπηρεσία κατ’ οίκον φροντίδας.
Υπάρχει βέβαια μια διάκριση μεταξύ υποστηριζόμενων από έξω-π.χ από ένα σύλλογο ή μια κοινωνική υπηρεσία ή ασφαλιστικό ταμείο-και ανεξάρτητα διαχειριζόμενων κοινόχρηστων κατοικιών από τα ίδια τα μέλη της κοινότητας:
α) Η λεγόμενη ενεργητική κοινότητα διαβίωσης απευθύνεται (αν και όχι αποκλειστικά σε δραστήριους ακόμα) ηλικιωμένους πολίτες, όπου σαν κάτοικοι ζουν μαζί ανεξάρτητα και οργανώνουν τη ζωή τους χωρίς εξωτερική βοήθεια.
β) Η παθητική –θα μπορούσε να ονομασθεί-κοινότητα συγκατοίκησης2 που είναι μια (λιγότερο ή περισσότερο επαγγελματικά) εξωτερικά υποστηριζόμενη κοινότητα διαβίωσης για ηλικιωμένους πολίτες μεταξύ των οποίων υπάρχουν και κάποιοι που χρειάζονται φροντίδα. Μοιάζει με μια Εστία στην οποία παρέχεται, εκτός των άλλων, και ιδιαίτερη φροντίδα υγείας, εξασφαλισμένη από πόρους της ίδιας της κοινότητας ή από υγειονομική κρατική υπηρεσία και ασφαλιστικά ταμεία περίθαλψης (αφού οι πολίτες υπήρξαν ασφαλισμένοι σε υγειονομικά ταμεία).
Στην ενεργητική κοινότητα υπάρχουν ηλικίες 50 ετών και άνω. Οι περισσότεροι κάτοικοί της εξακολουθούν να είναι πολύ δραστήριοι και κάνουν πολλά μαζί. Μια τέτοια κοινότητα μπορεί να είναι και ένας συνδυασμός νέων οικογενειών και ηλικιωμένων πολιτών. Μπορεί τότε να ονομασθεί και «οικιστική κοινότητα πολλαπλών γενεών» ή μια εστία πολλαπλών γενεών. Πολλές γενιές ζουν μαζί με στόχο τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη και αλληλοστήριξη3.
Μια διαγενεακή κοινότητα κατοικιών ή διαμερισμάτων, συχνά αποκαλούμενη επίσης πολυγενεακή συγκατοίκηση, πολυγενεακή διαβίωση, επιλέγεται ως μακροχρόνια ρύθμιση της διαβίωσης και της εθελοντικής συγκατοίκησης πολλών ανεξάρτητων και διαφορετικής ηλικίας ατόμων σε ένα πολύ μεγάλο διαμέρισμα ή σπίτι.
Το κοινό σημείο όλων αυτών των δομών είναι ότι βασίζονται στην επιθυμία να αναβιώσει η συντροφικότητα και η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ νέων και ηλικιωμένων. Ο όρος που χρησιμοποιείται με αυτόν τον τρόπο αντιτίθεται σκόπιμα σε μορφές σύγκρουσης γενεών. Οι ένοικοι συχνά αναλαμβάνουν οι ίδιοι καθήκοντα και έτσι συμβάλλουν σημαντικά στην ομάδα. Συχνά, το σημείο αναφοράς σε αυτό το πλαίσιο είναι η συμβίωση σε μεγάλες οικογένειες, τις «διευρυμένες» όπως τις έχουμε ονομάσει, όπου η καθημερινή ζωή διαχειρίζεται από πολλές γενιές μαζί. Μια καθημερινή ζωή που εκ των πραγμάτων θα έχει το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα.
Υπάρχουν επίσης μεικτές μορφές στις οποίες, για παράδειγμα, ένα συγκρότημα κατοικιών που διαχειρίζεται ένας συνεταιρισμός, στεγάζει επίσης υπηρεσίες για οικογένειες (όπως ένα κέντρο ημερήσιας φροντίδας)4
Νομικές προϋποθέσεις
Όσοι αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να δημιουργήσουν από την αρχή μια τέτοια κοινότητα, θα χρειασθεί να ετοιμάσουν ένα λεπτομερές σχέδιο λειτουργίας της που θα αφορά:, τους κανόνες συμβίωσης, τα οικονομικά της, τα αντίστοιχα με το είδος της νομικά ζητήματα.
Στην περίπτωση εξωτερικά υποστηριζόμενης κοινότητας διαβίωσης, θα πρέπει να προσδιορίζονται με σύμβαση τα καθήκοντα των εργαζομένων(π.χ. μάγειρου, κηπουρού ή νοσοκόμου) ή της υπηρεσίας υγειονομικής φροντίδας, πέραν όσων προσφέρονται εθελοντικά. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον/ην εργαζόμενο/η με νοσηλευτική δραστηριότητα, ή αναλαμβάνει τη φροντίδα σε διάφορους τομείς όπως τα διοικητικά και οικιακά καθήκοντα. Για το σκοπό αυτό, τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει να οριστούν από κοινού από τους κατοίκους της συμβίωσης. Χρειάζεται επίσης σύμβαση με τις κοινωνικές υπηρεσίες, έτσι ώστε η Κοινότητα να δικαιούται επίδομα ομαδικής στέγασης.
Μπορεί και ένας/μια συγγενής κάποιου μέλους της κοινότητας να μετακομίσει στη κοινότητα διαβίωσης ηλικιωμένων που υποστηρίζεται από έναν φορέα και να παρέχει υπηρεσίες φροντίδας. Η σύμβαση μίσθωσης που συνάπτει με τον πάροχο του κτιρίου θα πρέπει να υπόκειται στις ίδιες απαιτήσεις. Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζεται και η πλήρης ενδονοσοκομειακή περίθαλψη των μελών, όταν θα είναι αναγκαίο.
Εάν υπάρχει ανάγκη για περίθαλψη, μπορεί να ανατεθεί σε μια υπηρεσία εξωτερικής περίθαλψης η φροντίδα των ενοίκων της κοινότητας με απευθείας συνεννόηση με το ή τα αρμόδια ταμεία ασφάλισης-περίθαλψης.
Επιπλέον, οι συγκάτοικοι της Κοινότητας θα πρέπει να ορίσουν από κοινού και κάποιον-εργαζόμενο ή μέλος της-που θα τους εκπροσωπεί προς τρίτους. Ο εκπρόσωπος αυτός μπορεί επίσης να υποστηρίζει την Κοινότητα με γενικές δραστηριότητες φροντίδας, διοίκησης και καθαριότητας και ο ρόλος του είναι ανεξάρτητος από την ατομική νοσηλευτική φροντίδα των ηλικιωμένων πολιτών.
Ίδρυση μιας νέας Κοινότητας Συμβίωσης ηλικιωμένων
Στη χώρα, όπου από όσα ξέρουμε, δεν έχουν δημιουργηθεί τέτοιες δομές συγκατοίκησης ηλικιωμένων μέχρι τώρα και θα πρέπει να διεκδικηθούν με κάθε τρόπο. Θα είναι απαραίτητο τα επόμενα δύσκολα χρόνια να αναληφθούν πρωτοβουλίες για τη σύστασή τους, από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Ήδη συνταξιούχοι μαζί με συγγενείς τους πιθανά, αφού συμπράξουν και με τυχόν ενδιαφερόμενους μελλοντικούς τέτοιους, μπορούν να ξεκινήσουν την διερεύνηση δυνατοτήτων σύστασης μια κοινότητας συμβίωσης, σε κάθε τόπο, είτε σε μια μεγάλη πόλη είτε σε μικρότερη επαρχιακή.
Αν ο αριθμός των ιδρυτικών μελών είναι αρκετός για τη δημιουργία κοινωφελούς συλλόγου, τον ιδρύουν πρώτα σαν φορέα της κοινότητας. Αν δεν είναι τότε δημιουργούν την ομάδα πρωτοβουλίας που θα την βάλει στα σκαριά, ελπίζοντας κι περιμένοντας στη συνέχεια να δημιουργηθούν οι δυνατότητες για ίδρυση φορέα.
Σε κάθε περίπτωση ετοιμάζουν στις συναντήσεις τους ένα αρχικό σχέδιο για τη σύστασή της, που όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω περιλαμβάνει μια οικονομοτεχνική μελέτη, έναν εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, μια νομική μορφή, το μοντέλο της, καθώς και το πιο βασικό την τοποθεσία της. Για την τελευταία θα παίξουν σημαντικό ρόλο οι καλές προϋποθέσεις, δηλαδή οι καλές συγκοινωνιακές συνδέσεις, οι κοντινές εμπορικές εγκαταστάσεις, το πράσινο του περιβάλλοντος για να είναι υγιεινό και να αισθάνονται άνετα τα μέλη της τρίτης ηλικίας.
Στην Ελλάδα έχει ήδη δημιουργηθεί μια τέτοια πρωτοβουλία στο φ/β με την επωνυμία:
Συγκατοίκηση ηλικιωμένων-Φτιάχνω το μέλλον μου!
(https://www.facebook.com/groups/473265414289447/permalink/473293200953335)
Το κάλεσμα για συμμετοχή είναι το παρακάτω:
«Νομίζετε ότι για εμάς που έχουμε μπει για τα καλά στην τρίτη ηλικία οι χαρές της παρέας και της συντροφικότητας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί;
Νομίζετε ότι παρ’ όλη την κοινωνική ή οικογενειακή δραστηριότητα η μοναξιά και η κατάθλιψη μπορούν να είναι η μόνη συντροφιά μας, όταν κλείνουμε την πόρτα του σπιτιού πίσω μας;
Πιστεύετε ότι είμαστε απενεργοποιημένοι και ανίκανοι για δημιουργική αλληλεπίδραση με τους άλλους;
Νομίζετε ότι, μέσα σε μία ταραγμένη ησυχία και ανία, το μόνο που έχουμε να περιμένουμε είναι η “μόνη βεβαιότητα που έχουμε σ’ αυτή τη ζωή”;
Έχετε την εντύπωση ότι εμείς, τα μεγάλα παιδιά, δεν έχουμε μέλλον;
Εμείς, με πατημένα για τα καλά τα δεύτερα -ήντα, που αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε αυτή τη σελίδα, αυτό το κάλεσμα, πιστεύουμε ακράδαντα ότι ναι και βέβαια έχουμε μέλλον, μέχρι την στιγμή που, με το καλό, θα κλείσουμε τα μάτια μας φυσικά. Πιστεύουμε ότι ο χρόνος που έχουμε στην διάθεσή μας μπορεί να γίνει συναρπαστικός, δημιουργικός, γεμάτος εκπλήξεις και νέα ενδιαφέροντα. Μπορεί να είναι γεμάτος με φίλους και αγάπη, μπορεί να έχει ουσιαστική ποιότητα με έναν τρόπο που μόνον η ηλικία αυτή μπορεί. Μέσα από την γνώση της ζωής, το μεγάλο μας προσόν που κατακτήσαμε με πόνο και κόπο, μπορούμε να χαιρόμαστε κάθε στιγμή και να εκτιμούμε απεριόριστα κάθε είδος ομορφιάς.
Αυτή η σελίδα φιλοδοξεί να κάνει κάλεσμα και να γίνει σημείο συνάντησης με στόχο την συγκατοίκηση ηλικιωμένων ανθρώπων. Ανθρώπων που προτιμούν να είναι ολοκληρωμένα, υγιή όντα, που αγαπούν να κάνουν παρέα με άλλους, που επιδιώκουν την συναναστροφή με καινούρια πρόσωπα, που έχουν τη σοφία της συναίνεσης και της αποδοχής της διαφορετικότητας των άλλων. Η σελίδα αυτή απευθύνεται κυρίως προς όσους αισθάνονται επιτακτική ανάγκη για την συντροφικότητα που θεραπεύει τον εφιάλτη της μοναξιάς. Είναι ένα κάλεσμα με στόχο να έρθουμε σε επαφή, να γνωριστούμε ψηφιακά αλλά κι από κοντά και να εντοπίσουμε τους πιθανούς συγκατοίκους μας.
Παρακαλούμε τους νεαρούς, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας που λαμβάνουν γνώση αυτής της σελίδας να την κάνουν γνωστή στους μεγαλύτερους συγγενείς τους, βλέπετε πολλά μεγάλα παιδιά είναι αναλφάβητα ως προς την ψηφιακή ζωή. Και παιδιά, η βοήθεια σας δεν σταματάει εδώ. Θέλουμε να μας έχετε στον νου σας και αν σας αρέσει η ιδέα, να έρθετε να μείνετε μαζί μας, όποτε και όσο θέλετε. Σας χρειαζόμαστε και μας χρειάζεστε.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Ας φροντίσουμε το μέλλον μας»
*Συγγραφέας
1. Στη Γερμανία για παράδειγμα όπου υπάρχουν τα στοιχεία, ήδη το 2006, το 37% των γυναικών ηλικίας 55 ετών και άνω και το 17% των ανδρών ζούσαν μόνες τους. Από την ηλικία των 75 ετών, το ποσοστό αυτό ήταν 62% των γυναικών και 24% των ανδρών. http://www.bpb.de/wissen/5MJEAP,0,0,Alleinlebende_nach_Familienstand.ht
1/10/2022
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
«Ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας για τους Ηλικιωμένους δεν είναι μια απρόσωπη γιορτή. Είναι η προσωπική τιμή που αποδίδουμε ο καθένας μας σε πρόσωπα οικεία μας, στον παππού και την γιαγιά, στον πατέρα και την μάνα, σε όλους αυτούς που ο ανθρώπινος χρόνος τους κατατάσσει σε αυτό που ονομάζουμε Τρίτη Ηλικία.
Στα πρόσωπα και στα χρόνια όλων αυτών, οφείλουμε πολλά. Και αποτελεί υποχρέωση και καθήκον, όχι μόνο η ένδειξη σεβασμού αλλά και η σαφής διατύπωση της ευγνωμοσύνης για τα ηθικά εφόδια που μας κληροδότησαν, τις αξίες που μας εμφύσησαν για μια καλύτερη κοινωνία, διασυνδεδεμένη με την ελληνική οικογένεια, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας. Αποτελεί επίσης υποχρέωση και καθήκον, να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες τους, τις αγωνίες τους και τα προβλήματά τους, αλλά και να αναγνωρίζουμε το δικαίωμα συμμετοχής στην χαρά και την δημιουργία μέσα στην σύγχρονη κοινωνία.
Είναι γεγονός ότι ο ρυθμός γήρανσης του πληθυσμού είναι πολύ ταχύτερος από ό, τι στο παρελθόν. Σύμφωνα με τα στοιχεία, τις επόμενες τρεις δεκαετίες, ο αριθμός των ηλικιωμένων παγκοσμίως αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί και να ξεπεράσει το 1,5 δισεκατομμύριο άτομα το 2050, ενώ το 80% αυτών θα ζουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Παράλληλα, όλες οι χώρες αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις για να διασφαλίσουν ότι τόσο τα συστήματα υγείας όσο και τα κοινωνικά τους συστήματα είναι έτοιμα να ανταποκριθούν στο έπακρο σε αυτή τη δημογραφική μετατόπιση. Είναι λοιπόν χρέος όλων, φορέων και πολιτείας, η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.
Η Περιφέρεια Αττικής έχει ως προτεραιότητα τη δρομολόγηση σειράς δράσεων, προγραμμάτων και πρωτοβουλιών, με έμφαση στην πρόληψη στον τομέα της υγείας, αλλά και στην βελτίωση του επιπέδου διαβίωσής τους προκειμένου να ενισχύσουμε σημαντικά το δίχτυ ασφαλείας γύρω τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο χρηματοδοτούμε μέσω του άξονα προτεραιότητας 9 του ΠΕΠ Αττικής 2014-2020, οκτώ δομές ΚΗΦΗ (Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων) στους δήμους Λαυρεωτικής, Αγ. Βαρβάρας, Δάφνης Υμηττού, Φιλαδέλφειας Χαλκηδόνας, Κορυδαλλού, Ζωγράφου, Αχαρνών, Κρωπίας με ποσό 5,5εκ. ευρώ
Στο νέο Πρόγραμμα Αττική 2021-2027, προβλέπεται αφενός η συνέχιση και ενίσχυση αυτών των δομών ΚΗΦΗ και αφετέρου δράσεις υποστήριξης ενεργού και υγιούς γήρανσης ύψους 1,5 εκ. ευρώ, δράσεις καταπολέμησης του ψηφιακού αναλφαβητισμού σε ηλικιωμένους ύψους 1 εκ. ευρώ, πρόγραμμα προσωπικού βοηθού και κοινωνικού φροντιστή για ηλικιωμένους ύψους 1,5 εκ. ευρώ
Θα παραμείνουμε στο πλευρό τους.
Γραφείο Τύπου
Του Βασίλη Τακτικού
Ο βιοπορισμός και η τοπική απασχόληση
Η αναζωογόνηση των Συνεταιρισμών
Η κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία
Η στήριξη της τοπικής αυτάρκειας
Ο διατροφικός τομέας είναι ένας από τους τρεις βασικούς τομείς, από τους οποίους εξαρτάται ο βιοπορισμός των οικονομικά αδυνάτων, στα πιο αναγκαία αγαθά που χρειάζονται στη διαβίωση. Για πολλούς επίσης οι μικρές αγροτικές καλλιέργειες και κτηνοτροφία είναι ένα συμπληρωματικό εισόδημα, ενίσχυσης των χαμηλόμισθων καθώς προσφέρει και επιπλέον θέσεις εργασίας για τους social needs.
Για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας ο κατώτατος μισθός μόλις φτάνει για τις βασικές ανάγκες και καλύπτει μόνο την επιβίωση, όπως είναι η ενέργεια, η διατροφή και η κατοικία ενώ δεν καλύπτει τις ανάγκες για την παιδεία και υγεία. Έτσι η συμμετοχή αυτών των πολιτών σε αγροτικούς ή καταναλωτικούς συνεταιρισμούς μπορεί να εξασφαλίσει συμπληρωματικό εισόδημα ή και να μειώσει το κόστος διαβίωσης. Επιπλέον μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες για ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης, εκεί που χρειάζεται μια οικονομία κλίμακας για να αξιοποιηθούν οι μικροκαλλιεργητές. Κι αυτό κάνει αναγκαία την προώθηση της κοινωνικής οικονομίας στον αγροτικό τομέα με τη μορφή των παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών.
Γενικότερα, στην Ευρώπη παρατηρείται ότι υπάρχει η τάση αναγέννησης των συνεταιρισμών. Και όπως τονίσαμε και σε προηγούμενα κεφάλαια οι ανενεργοί πόροι τόσο στη Τοπική Αυτοδιοίκηση, όσο και στους μικροϊδιοκτήτες γης. Αυτές οι συνθήκες είναι πρόκληση για την αξιοποίηση ανενεργών πόρων μέσω των συνεταιρισμών.
Η επισιτιστική κρίση και η ακρίβεια στα αγροτικά προϊόντα που απειλεί εκτός των άλλων και την Ευρώπη, είναι ένας επιπλέον λόγος για να εξετάσουμε την τοπική αγροδιατροφική αυτάρκεια όπως και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του αυξημένου ενεργειακού κόστους και της ενεργειακής κρίσης που επηρεάζει την αγροτική παραγωγή.
Η αναζωογόνηση των Συνεταιρισμών και η βιωσιμότητα των μικρών παραγωγών
Στην Ευρώπη αναγέννηση των συνεταιρισμών την τελευταία δεκαετία είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός για τις οικονομικές τάσεις. Σε 160.000 ανέρχεται ο αριθμός των συνεταιριστικών επιχειρήσεων που
λειτουργούν στην Ευρώπη, έχοντας 123 εκατομμύρια μέλη και
προσφέροντας εργασία σε 5,4 εκατ. άτομα. Μάλιστα, σε χώρες όπως η
Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία ή η Ισπανία, εμφανίζεται να έχουν
σχετικά υψηλότερες επιδόσεις, ενώ αναδεικνύονται σταθερότερες σε
περιόδους κρίσης.
Τούτα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σε γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής
Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Συνεταιρισμοί και
αναδιάρθρωση», στην οποία χαρακτηριστικά επισημαίνεται πως «τα
στοιχεία δείχνουν ότι σε περιόδους κρίσης οι συνεταιρισμοί είναι
πιο ανθεκτικοί και σταθεροί απ’ ότι άλλες μορφές επιχειρήσεων και
είναι σε θέση να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες».
Σε οργανωτικό θεσμικό επίπεδο υπάρχουν πάνω 3. 800 μεγάλες δευτεροβάθμιες ενώσεις παραγωγών που έχουν αναγνωριστεί από τις εθνικές αρχές σε 25 διαφορετικά κράτη µέλη. Η Γερµανία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία είναι τα τέσσερα κράτη µέλη µε τις περισσότερες Ομάδες Παραγωγών ή Ενώσεις οµάδων Παραγωγών, Η Κομισιόν, αναγνωρίζει τις θετικές επιδράσεις των Οργανώσεων Παραγωγών στον πρωτογενή τομέα.
Περισσότερο από το 50% των αναγνωρισμένων οργανώσεων παραγωγών λειτουργούν στον τοµέα των φρούτων και λαχανικών (1.851). Πάνω από 100 αναγνωρισμένες οργανώσεις, δραστηριοποιούνται σε επτά άλλους τοµείς, το γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα (334), το ελαιόλαδο και επιτραπέζιες ελιές (254), τον οίνο (222), το βόειο κρέας (210), τα δημητριακά (177) και το χοιρινό κρέας (101).
Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι συνεταιρισμοί γνωρίζουν άνθηση σε όλους
τους τομείς και είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 2009 ο κύκλος εργασιών
τους αυξήθηκε κατά 10%, όταν η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκε
κατά 4,9%. Το 2010 ο συνεταιριστικός τομέας συνέχισε να
αναπτύσσεται κατά 4,4% σε σύγκριση με ρυθμό ανάπτυξης επί του
συνόλου της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου της τάξης του
1,9%.
Στην Ιταλία η απασχόληση σε συνεταιρισμούς αυξήθηκε 3% το 2010, ενώ
η συνολική απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα σημείωσε μείωση της τάξης
του 1%. Η κρίση στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας έχει ως
αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των κοινωνικών
συνεταιρισμών με γοργό ρυθμό. Οι συνεταιρισμοί έχουν μεγαλύτερο
προσδόκιμο επιβίωσης. Το ένα τρίτο των συνεταιρισμών που συστάθηκαν
μεταξύ 1970 και του 1989 εξακολουθούν να λειτουργούν έναντι ενός
τετάρτου στην περίπτωση των άλλων επιχειρήσεων.
Στην περίπτωση της Ισπανίας, η οποία έχει πληγεί σοβαρά από την
κρίση, η μείωση της απασχόλησης το 2008 και το 2009 ήταν της τάξης
του 4,5% στον τομέα των συνεταιρισμών έναντι 8% στις συμβατικές
επιχειρήσεις.
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εκτιμά πως οι
συνεταιρισμοί θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε όλες τις πολιτικές
της ΕΕ που συμβάλουν στην έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς
ανάπτυξη, σημειώνοντας παράλληλα πως απαιτείται η διασφάλιση
ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ συνεταιρισμών κι άλλων μορφών
επιχειρήσεων. Επίσης, τονίζει πως τα προγράμματα και τα ταμεία που
προβλέπονται για την επικείμενη δημοσιονομική περίοδο 2014-2020,
πρέπει να αποβούν χρήσιμα εργαλεία για τη στήριξη των
συνεταιρισμών.
Η Ελλάδα έχει περιορισμένη έκταση συνεταιριστικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας. Μόλις το 0,4% στο σύνολο της οικονομίας είναι η συμμετοχή των αγροτικών Συνεταιρισμών. Υπάρχουν όμως αρκετά ποιοτικά καλά παραδείγματα που μας δείχνουν ότι, εκεί που εφαρμόζεται σωστά η Συνεταιριστική επιχειρηματικότητα επιδρά καταλυτικά στην τοπική κοινωνία και την τοπική απασχόληση.
Σε τι χρωστάνε οι συνεταιρισμοί την οικονομική τους βιωσιμότητα;
Οι συνεταιρισμοί οφείλουν την ανθεκτικότητά τους στο γεγονός ότι δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη του συνεταιρισμού, όχι στα κέρδη των μετόχων. Γι’ αυτό και το 40% των κερδών επανεπενδύεται στην κοινή συνεταιριστική “τράπεζα”. Το αντίστοιχο ποσοστό στις συμβατικές επιχειρήσεις είναι μόλις 5%. Η πλειονότητα των συνεταιρισμών είναι αυτοχρηματοδοτούμενοι και δεν βασίζονται στο κράτος. Οι συνεταιρισμοί εμφανίζονται εκεί που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εγκαταλείπουν λόγω χαμηλής κερδοφορίας ενώ αντίθετα οι συνεταιρισμοί επιχειρούν ακόμη και με πολύ χαμηλό κέρδος.
Με δεδομένες τις συνθήκες χαμηλής κερδοφορίας στον αγροδιατροφικό τομέα, ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας στο πλαίσιο της συνεργατικής οργάνωσης, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους.
Παραδοσιακά, άλλωστε γνωρίζουμε ότι οι συνεταιρισμοί ήταν ένας τρόπος επιβίωσης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που ενώνουν χρηματικά διαθέσιμα για να αγοράζουν πρώτες ύλες και προϊόντα με εκπτώσεις, μειώνοντας τα λειτουργικά τους έξοδα και διατηρώντας κοινά τμήματα με οικονομίες κλίμακας. Στην εξέλιξή τους όμως πολλοί από αυτούς έγιναν κανονικές μετοχικές κερδοσκοπικές εταιρίες και αποκόπηκαν από τον αρχικό τους προορισμό. Βεβαίως κάθε μορφή επιχειρηματικότητας είναι αποδεκτή και μπορεί να συμβάλλει στην βιώσιμη ευημερία της κοινωνίας , αλλά δεν έχει το ίδιο κοινωνικό αντίκτυπο ούτε την ίδια κοινωνική ωφέλεια ώστε να τύχει χορηγιών από το κράτος και την κοινότητα.
Δυο είναι οι βασικοί λόγοι αυτής της ανόδου του συνεργατισμού ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008.
Πρώτον, η σταδιακή συρρίκνωση και απόσυρση του κράτους πρόνοιας που αυξάνει τις ανάγκες κοινωνικής αλληλεγγύης.
Και δεύτερον η διογκούμενη τεχνολογική ανεργία.
Όταν το κράτος άρχισε να αποσύρεται, η ιδιωτική φιλανθρωπία προσπάθησε να καλύψει το κενό χρηματοδοτώντας μη κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες, αλλά τα διαθέσιμα κεφάλαια για τις κοινότητες ήταν ελάχιστα σε σύγκριση τα κρατικά έσοδα. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε ένα αυξημένο κοινωνικό φορτίο αλλά με μειωμένα έσοδα για την αντιμετώπιση κρίσιμων αναγκών της κοινότητας, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί άρχισαν να αναζητούν νέα επιχειρηματικά μοντέλα που θα μπορούσαν να ταιριάζουν με την πρωταρχική τους αποστολή και να παράσχουν συμπληρωματική πηγή εσόδων για την λειτουργία και την επέκταση των υπηρεσιών τους.
Η προοπτική ενός παραδειγματικού μοντέλου που μπορεί να μειώσει το οριακό κόστος κοντά στο μηδέν, κάνει την ιδιωτική επιχείρηση λιγότερο αποτελεσματική, επειδή η επιβίωσή της εξαρτάται από την μεγιστοποίηση του κέρδους. Οι συνεταιρισμοί είναι λοιπόν το μοναδικό επιχειρηματικό μοντέλο που θα μπορέσει να λειτουργήσει σε ένα τομέα που η ανταγωνιστικότητα των μεγάλων μονοκαλλιεργειών έχει μειώσει δραματικά τα έσοδα των μικροκαλλιεργητών.
Το κλειδί λοιπόν των μικρών εκμεταλλεύσεων βρίσκεται στις επενδύσεις στις κοινωνικές επιχειρήσεις που δεν αποσκοπούν στο κέρδος, αλλά προσφέρουν εργασία, και συμπληρωματικό εισόδημα στην τοπική κοινωνία και από την άλλη μεριά μειωμένο κόστος κοινωνικών υπηρεσιών.
Μ΄αυτή την προσέγγιση διαβλέπουμε ότι θα έχουμε μια αυξανόμενη ζήτηση για κοινωνικούς, ενεργειακούς και καταναλωτικούς συνεταιρισμούς με στόχο την μείωση του κόστους των συναλλαγών και συμπληρωματικά εισοδήματα για τα νοικοκυριά.
Η κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία
Η οργανωτική καινοτομία στον αγροδιατροφικό τομέα είναι κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία. Η κοινοπραξία παραγωγών και καταναλωτών.
Αυτό σημαίνει άμεση συνεργασία μεταξύ μιας οργανωμένης ομάδας Καταναλωτών με έναν ή με περισσότερους παραγωγούς προϊόντων διατροφής, όπου τα οφέλη και οι ζημιές των Γεωργικών δραστηριοτήτων μοιράζονται από κοινού σε παραγωγούς και καταναλωτές χωρίς τη Εμπορική διαμεσολάβηση. Είναι ένα πιο προχωρημένο στάδιο συνεργασίας από τους συνεταιρισμούς παραγωγών.
Η οργανωτική επικοινωνία σήμερα μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών διευκολύνεται από το διαδίκτυο.
Η «Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία» γεννήθηκε στην Ευρώπη και την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1960 και εξαπλώθηκε στην Αμερική και τον Καναδά στα μέσα της δεκαετίας του 90 σήμερα εξαπλάνεται σε όλη την Ευρώπη.
Η “κοινωνικά υποστηριζόμενη Γεωργία” ως προς τη διαδικασία και το σχεδιασμό μοιάζει με τη συμβολαιακή Γεωργία αλλά, διαφέρει ως προς τον κοινωνικό στόχο. Στη συμβολαιακή Γεωργία συμπράττουν παραγωγοί με μεγάλους διακινητές αγροτικών προϊόντων, ενώ στην Κοινωνικά υποστηριζόμενη Γεωργία συμπράττουν οι μικροί παραγωγοί με τους καταναλωτές.
Σήμερα, αυτές οι κοινότητες Παραγωγών και Καταναλωτών στον αγροδιατροφικό τομέα, μαζί με τις ενεργειακές κοινότητες αποτελούν τους καταλύτες για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας.
Πώς λειτουργεί όμως πρακτικά αυτή η συνεργατική σχέση παραγωγών Καταναλωτών;
Επί της ουσίας οι καταναλωτές γίνονται εταίροι- μέτοχοι της παραγωγικής διαδικασίας για να εξασφαλίσουν από συγκεκριμένα αγροκτήματα τα προϊόντα που καταναλώνουν.
Οι καταναλωτές, που συνήθως διαμένουν σε πόλεις , καταβάλλουν ένα σταθερό χρηματικό ποσό για να καλύψουν τα ετήσια έξοδα των αγροτών. Ως αντάλλαγμα , λαμβάνουν ένα μερίδιο από τη συγκομιδή. Συνήθως , το μερίδιο συνίσταται σε ένα κιβώτιο με φρούτα και λαχανικά που παραδίδονται στην πόρτα του σπιτιού τους (ή σε κάποιο προκαθορισμένο σημείο παραλαβής) αμέσως μετά τη συγκομιδή τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια σταθερή ροή φρέσκων τοπικών προϊόντων προς τους καταναλωτές.
Στα περισσότερα από αυτά τα αγροκτήματα χρησιμοποιούνται οικολογικές πρακτικές και οργανικές μέθοδοι καλλιέργειας. Καθώς η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία είναι ένα κοινοπρακτικό εγχείρημα , που βασίζεται στον επιμερισμό του ρίσκου ανάμεσα στους καταναλωτές και τους αγρότες, οι καταναλωτές επωφελούνται όταν η σοδειά είναι καλή και υφίστανται συνέπειες μιας κακής σοδειάς. Αν η σοδειά πληγεί από μια κακοκαιρία ή συμβεί κάποιο άλλο ατύχημα, οι καταναλωτές απορροφούν τις ζημίες μειώνοντας τα διατροφικά είδη που παραδίδουν σε εβδομαδιαία βάση. Αυτού του είδους ο επιμερισμός του ρίσκου και της ανταμοιβής ενώνει τους καταναλωτές και τους αγρότες σε ένα κοινό εγχείρημα.
Το Διαδίκτυο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επαφή ανάμεσα στους αγρότες και τους καταναλωτές, καθώς επιτρέπει την κατανεμημένη και συνεργατική οργάνωση της διατροφικής αλυσίδας. Έτσι μέσα σε μερικά χρόνια , η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία, επεκτάθηκε διεθνώς από μια δράκα πιλοτικών κοινοπραξιών σε σχεδόν τρεις χιλιάδες επιχειρήσεις που προμηθεύουν δεκάδες χιλιάδες καταναλωτές.
Το μοντέλο «Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας» θέλγει ιδιαίτερα τη νεότερη γενιά , η οποία είναι εξοικειωμένη με την ιδέα της συνεργασίας σε ψηφιακούς κοινωνικούς χώρους επεκτείνεται και στον αγροδιατροφικό τομέα. Επιπλέον, η όλο και μεγαλύτερη απήχηση της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας αντικατοπτρίζει τόσο την αυξανόμενη καταναλωτική συνείδηση , όσο και το ενδιαφέρον για την αναγκαιότητα να μειωθεί το οικολογικό αποτύπωμα. Συμβάλλοντας στην εξάλειψη των πετροχημικών λιπασμάτων και εντομοκτόνων, των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα , αλλά και του κόστους συσκευασίας , διαφήμισης και προώθησης που συνδέονται με την υφιστάμενη αλυσίδα παραγωγής και διανομής τροφίμων , οι καταναλωτές που συμμετέχουν στο μοντέλο της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας απολαμβάνουν έναν πιο βιώσιμο τρόπο ζωής.
Όλο και περισσότεροι αγρότες που συμμετέχουν στο μοντέλο της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας, έχουν αρχίσει να μετατρέπουν τις αγροικίες τους σε μικρούς ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς, χρησιμοποιώντας ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια, γεωθερμική ενέργεια και βιομάζα, με συνέπεια τη μείωση του ενεργειακού κόστους. Από την εξοικονόμηση αυτή επωφελούνται και οι καταναλωτές , καθώς μειώνεται το χρηματικό ποσό που καταβάλλουν ως συνδρομή.
Σε όλες αυτές τις νέες συνεργατικές επιχειρηματικές πρακτικές που καλύπτουν όλο το φάσμα της οικονομίας, η οριζόντια διάρθρωση υπερτερεί της κάθετης δομής των παραδοσιακών κολοσσιαίων επιχειρήσεων που οργανώνουν ιεραρχικά οικονομική δραστηριότητα.
.Ως συνέπεια η διακίνηση των προϊόντων από πόρτα σε πόρτα δημιουργεί ανάγκες για την απασχόληση ανθρώπινου δυναμικού και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερα τεχνικά προσόντα.
Η στήριξη της τοπικής αυτάρκειας
Το πρόβλημα της τοπικής αυτάρκειας στη διατροφή τίθεται επιτακτικά μετά την ενεργειακή και επισιτιστική ακρίβεια στην Ευρώπη. Την ίδια περίοδο που η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας γίνεται ακριβή σε βασικά είδη όπως η ενέργεια και η διατροφή. Την ίδια περίοδο που το μοντέλο της μονοκαλλιέργειας των μεγάλων Γεωργικών εκμεταλλεύσεων γίνεται προβληματικό από το υψηλό κόστος της ενέργειας και των μεταφορών. Οι επιπτώσεις αυτές αντανακλούν και στον αγροτικό τομέα με περιορισμό στην απασχόληση.
Γνωρίζουμε ότι, η παγκοσμιοποίηση προώθησε τις μεγάλες μονοκαλλιέργειες εις βάρος της άλλοτε τοπικής αγροδιατροφικής αυτάρκειας.
Κυριάρχησε στις αγορές με την έννοια της ανταγωνιστικότητας βρίσκοντας φθηνότερο εργατικό κόστος και ενεργειακό κόστος. Αυτό είχε ως συνέπεια την δημογραφική εγκατάλειψη του αγροτικού χώρου αφού η εκβιομηχάνιση της γεωργίας ήθελε λιγότερα χέρια.
Ωστόσο το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης της Γεωργίας παρουσιάζει σήμερα ρωγμές εξαιτίας της ανεργίας που προκαλεί. Αλλά και για τις επιδράσεις στο πολιτισμικό ζήτημα της εσωτερικής μετανάστευσης από το χωριό στην πόλη ( της αστικοποίησης) προκαλώντας τη δημογραφική ερήμωση της υπαίθρου και κατά συνέπεια τη μείωση της απασχόλησης στον αγροτικό χώρο που υπάρχουν πολλοί κατακερματισμένοι πόροι.
Μετά από έναν αιώνα γεωργίας βασισμένης στα πετροχημικά , που είχε ως συνέπεια να γίνουν είδος υπό εξαφάνιση τα οικογενειακά αγροκτήματα και να γεννηθούν οι κολοσσιαίες αγροτοβιομηχανίες, όπως η Cargill και η ADM, μια νέα γενιά αγροτών ανατρέπει τις ισορροπίες , πουλώντας τα προϊόντα τους απευθείας στους καταναλωτές.
Από τη στιγμή μάλιστα που η παγκοσμιοποίηση για μία σειρά από λόγους ακριβαίνει καθώς αυξάνεται το «φθηνό εργατικό κόστος» στις αναπτυσσόμενες χώρες, εκ των πραγμάτων τίθεται το ζήτημα της τοπικής αυτάρκειας ως εναλλακτική στάση για την βιωσιμότητας στην τοπική οικονομία.
Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της αγοράς αλλά με τη μείωση του κόστους παραγωγής και σε τοπικό επίπεδο.
Έτσι παρατηρούμε ότι στον τομέα της αγροδιατροφής υπάρχει ζήτηση απασχόλησης για εργατικά χέρια αλλά δεν υπάρχει η αντίστοιχη προσφορά γιατί οι άνεργοι βρίσκονται στα αστικά κέντρα και είναι δύσκολο να μετεγκατασταθούν στα χωριά χωρίς κοινωνικές υποδομές.
Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα μέσα από την ενδυνάμωση της συνεργατικής κουλτούρας;
Ο οικονομικός στόχος για την τοπική αυτάρκεια απαιτεί αλλαγή του παραδειγματικό μοντέλου και θεσμικές και οργανωτικές υποδομές για την ανάπτυξη του συνεργατισμού και της κοινωνικής οικονομίας που Είναι απαραίτητος Όρος για την τοπική αυτάρκεια.
Το ζήτημα των υλικών και κοινωνικών υποδομών είναι θεμελιώδους σημασίας και χρειάζεται παρεμβατισμός από το κράτος και Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Χρειάζονται προγράμματα κοινωνικής κατοικίας για τη μετεγκατάσταση των νέων γεωργών. Παραχώρηση σχολάζουσων γαιών για κοινωνικά αγροκτήματα με δενδροκαλλιέργειες και δασών σε συνεταιρισμούς. Υποδομές για φυσικά πάρκα και υποδομές αγροτουρισμού.
Ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων για δραστική μείωση του κόστους της ενέργειας.
Ταμιευτήρων νερού για την ενίσχυση της κτηνοτροφίας και Γεωργίας με φθηνές ζωοτροφές με στόχο τη βιωσιμότητα των αγροτικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων αλλά και την ενίσχυση τοπικής απασχόλησης.
Χρειάζεται τέλος, παρεμβατισμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη τοπική κοινωνική οικονομία και πρόγραμμα, με ετήσιο προϋπολογισμό για την ενίσχυση των υποδομών της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.Υποσημείωση: «Σήμερα, πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι μέλη συνεταιρισμών – δηλαδή ένας στους επτά κατοίκους της Γης. Πάνω από εκατό εκατομμύρια άτομα απασχολούνται από συνεταιρισμούς, ή 20% περισσότεροι από τους εργαζόμενους σε πολυεθνικές εταιρίες. Οι τριακόσιοι μεγαλύτεροι συνεταιρισμοί έχουν ίσο αριθμό μελών με τη δέκατη χώρα σε πληθυσμό στον κόσμο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία ένας στους τέσσερεις είναι μέλος συνεταιρισμού. Στον Καναδά, τέσσερεις στους δέκα κατοίκους είναι μέλη συνεταιρισμών. Στην Ινδία και στην Κίνα τετρακόσια εκατομμύρια άτομα ανήκουν σε συνεταιρισμούς. Στην Ιαπωνία, μία στις τρεις οικογένειες είναι μέλος συνεταιρισμού και στη Γαλλία τριάντα δύο εκατομμύρια άτομα συμμετέχουν σε συνεταιρισμούς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν 29.000 συνεταιρισμοί, με εκατόν είκοσι εκατομμύρια μέλη, και διαθέτουν 73.000 επαγγελματικούς χώρους σε όλη τη χώρα». Τζ. Ρίφκιν–
Οι παραδοσιακές οικονομίες βρίσκονται συνήθως σε αγροτικές περιοχές αναπτυσσόμενων χωρών του δεύτερου και του τρίτου κόσμου, συχνά στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή.
Οι παραδοσιακές οικονομίες επικεντρώνονται γύρω από μια οικογένεια ή μια φυλή. Όπως στις ρουτίνες της καθημερινής ζωής, οι οικονομικές αποφάσεις βασίζονται σε παραδόσεις που αποκτήθηκαν μέσα από τις εμπειρίες των μεγαλύτερων.
Πολλές παραδοσιακές οικονομίες υπάρχουν ως νομαδικές κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που μεταναστεύουν εποχιακά σε τεράστιες περιοχές ακολουθώντας τα ζώα αγέλης από τα οποία εξαρτώνται για την επιβίωση. Συχνά αναγκασμένοι να ανταγωνιστούν παρόμοιες ομάδες για περιορισμένους φυσικούς πόρους, σπάνια συναλλάσσονται μαζί τους, καθώς όλοι χρειάζονται και παράγουν τα ίδια πράγματα.
Όταν οι παραδοσιακές οικονομίες ασχολούνται με το εμπόριο, βασίζονται σε ανταλλαγές και όχι σε νόμισμα. Το εμπόριο πραγματοποιείται μόνο μεταξύ ομάδων που δεν ανταγωνίζονται. Για παράδειγμα, μια κυνηγετική φυλή μπορεί να ανταλλάξει μέρος του κρέατος της με λαχανικά που καλλιεργούνται από μια φυλή αγροτών.
Ο όρος «πληρότητα» χρησιμοποιείται από τους οικονομολόγους για να περιγράψει μια παραδοσιακή οικονομία ως μια οικονομία στην οποία καταναλώνονται όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες. Παράγοντας μόνο ό,τι χρειάζονται για να επιβιώσουν, οι παραδοσιακές οικονομίες σπάνια παράγουν πλεόνασμα αγαθών, εξαλείφοντας έτσι περαιτέρω την ανάγκη για εμπόριο ή δημιουργία χρήματος.
Τέλος, οι παραδοσιακές οικονομίες αρχίζουν να εξελίσσονται πέρα από το στάδιο του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη όταν εγκαθίστανται σε μια τοποθεσία και ασχολούνται με τη γεωργία. Η γεωργία τους επιτρέπει να αναπτύξουν ένα πλεόνασμα καλλιεργειών που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για το εμπόριο. Αυτό συχνά ενθαρρύνει τις ομάδες να δημιουργήσουν μια μορφή χρημάτων για να διευκολύνουν το εμπόριο σε μεγάλες αποστάσεις.
Κατά τον ορισμό μιας παραδοσιακής οικονομίας, είναι χρήσιμο να τη συγκρίνουμε με πιο κοινές μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες όπως ο καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός .
Καπιταλισμός
Ο καπιταλισμός είναι μια μορφή οικονομίας ελεύθερης αγοράς στην οποία η παραγωγή και η διανομή αγαθών και υπηρεσιών καθορίζονται από τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης . Με βάση ένα ισχυρό κίνητρο για την απόκτηση κέρδους, τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε ιδιωτικές εταιρείες ή ιδιώτες. Η επιτυχία των καπιταλιστικών οικονομιών εξαρτάται από την ισχυρή αίσθηση της επιχειρηματικότητας και την αφθονία κεφαλαίου, φυσικών πόρων και εργασίας – παράγοντες που σπάνια συναντώνται στις παραδοσιακές οικονομίες.
Σολιαλισμός
Ο σοσιαλισμός είναι ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο όλα τα μέλη της κοινωνίας κατέχουν εξίσου τα μέσα παραγωγής—εργασία, κεφαλαιουχικά αγαθά και φυσικούς πόρους—. Συνήθως, αυτή η ιδιοκτησία παραχωρείται και ελέγχεται είτε από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση είτε από συνεταιρισμό πολιτών ή δημόσια εταιρεία στην οποία όλοι κατέχουν μετοχές. Η κυβέρνηση προσπαθεί να διασφαλίσει ότι τα οφέλη της οικονομίας κατανέμονται ισότιμα για να αποτραπεί η εισοδηματική ανισότητα . Έτσι, ο σοσιαλισμός βασίζεται στην οικονομική φιλοσοφία «στον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του».
Κομμουνισμός
Ο κομμουνισμός είναι ένας τύπος οικονομίας στην οποία η κυβέρνηση κατέχει τα μέσα παραγωγής. Ο κομμουνισμός είναι γνωστός ως οικονομία «εντολής» γιατί ενώ η κυβέρνηση δεν κατέχει νομικά το εργατικό δυναμικό, οι κεντρικοί οικονομικοί σχεδιαστές που επιλέγονται από την κυβέρνηση λένε στους ανθρώπους πού να εργαστούν. Όπως αναπτύχθηκε από τον Γερμανό φιλόσοφο Καρλ Μαρξ , η κομμουνιστική οικονομία βασίζεται στη φιλοσοφία «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Ανάλογα με τον τρόπο λειτουργίας τους, οι παραδοσιακές οικονομίες μπορούν να έχουν χαρακτηριστικά καπιταλισμού, σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Μια αγροτική οικονομία που επιτρέπει στα άτομα να κατέχουν τις φάρμες τους χρησιμοποιεί ένα στοιχείο καπιταλισμού. Μια νομαδική φυλή κυνηγών που επιτρέπει στους πιο παραγωγικούς κυνηγούς της να κρατούν το περισσότερο κρέας ασκεί το σοσιαλισμό. Μια παρόμοια ομάδα που δίνει πρώτα κρέας σε παιδιά και ηλικιωμένους ασκεί τον κομμουνισμό.
«Κοινωνική οικονομία ή κοινωνική βαρβαρότητα»
Είμαστε μπροστά σε ένα τρίτο κύμα πολιτισμού για ολόκληρη την ανθρωπότητα με κινητήρια δύναμη την 3η και 4η βιομηχανική επανάσταση..
Πρόκειται για το κύμα κοσμογονίας που μαζί με τα τεχνολογικά μέσα παραγωγής αλλάζει η κοινωνική οργάνωση της εργασίας και η παγκόσμια οικονομία.
Μέχρι τώρα στην ιστορία έχουμε γνωρίσει τα αποτελέσματα δύο μεγάλων τεχνολογικών και θεσμικών επαναστάσεων. Την Γεωργική επανάσταση πριν 5-6 χιλιάδες χρόνια και την βιομηχανική επανάσταση που ξεκίνησε πριν 3 αιώνες περίπου.
Τώρα, στις αρχές του 21ου αιώνα με δεδομένη την ψηφιακή τεχνολογική επανάσταση αναδύεται μια τρίτη οικονομική επανάσταση, μείζονος σημασίας, η οποία χαρακτηρίζει την εποχή μας.
Οι μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές επιδρούν αναπόφευκτα στις οικονομικές δυνατότητες του κράτους και τις αγοράς. Με αυτά τα δεδομένα κινδυνεύει το ¼ του πληθυσμού με οικονομικό και κοινωνικό αποκλεισμό ή στην καλύτερη περίπτωση να επιβιώνει με τα περιορισμένα επιδόματα του κράτους.
Μπροστά σε αυτό το φαινόμενο που θα εντείνεται η εναλλακτική πρόταση είναι η κοινωνική οικονομία. Η επιχειρηματικότητα του συνεργατισμού. Ως συνέχεια και προοπτική της εργασίας για όλους. Να σημειώσουμε ότι στο διάβα της ιστορίας υπήρξε πάντα μια μορφή άδηλης κοινωνική οικονομία, με την μορφή της οικιακής οικονομίας και της παραγωκατανάλωσης χωρίς μεσάζοντες που λειτουργούσε επικουρικά πλάι στην επίσημη οικονομία του κράτους και της αγοράς. Η άδηλη κοινωνική οικονομία υπήρξε ως φαινόμενο, παράλληλα, με τη φιλανθρωπία που λειτούργησε υπό την επίδραση της θρησκείας, για την αντιμετώπιση της φτώχειας και των καταστροφών, αλλά αυτό δεν άλλαζε σε τίποτε το κυρίαρχο σύστημα και τις παραγωγικές σχέσεις. Την απόσταση και το μέγεθος των κοινωνικών ανισοτήτων. Ακόμη και όταν το 19 ο και το 20ο αιώνα το εργατικό κίνημα προώθησε την ιδέα και την πρακτική των συνεταιρισμών ως εναλλακτική ο τομέας αυτός έμεινε στο περιθώριο του οικονομικού συστήματος. Η συγκέντρωση κεφαλαίου των μεγάλων εταιρειών και το εύρος της μισθωτής απασχόλησης έδινε ισχυρή δυναμική στην οικονομία της αγοράς.
Η προσφορά μάλιστα της μισθωτής εργασίας σε μεγάλη κλίμακα εξαιτίας της βιομηχανικής επανάστασης λειτούργησε ως αντικίνητρο και ανέκοψε τον συνεργατισμό.
Ας δούμε όμως τι πραγματικά συμβαίνει στην οικονομία.
Σε όλη την περίοδο της βιομηχανικής εποχής η κερδοφορία των επιχειρήσεων (που είναι το κίνητρο της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας) ήταν συνυφασμένη με τη χρησιμοποίηση της μισθωτής εργασίας. Σήμερα με τις νέες τεχνολογίες κυρίως την ψηφιακή, την ρομποτική η κερδοφορία είναι συνδυασμένη με την όσο πιο πολύ συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας.
Αλλά και με τα κέρδη από την πνευματική ιδιοκτησία. Ένα μικρότερο κλάσμα του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, είναι αρκετό για την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Με δεδομένη την μείωση των αναγκών σε εργατικά χέρια από τα τεχνολογικά επιτεύγματα όχι μόνο δεν βελτιώνονται οι αποδοχές των εργαζομένων, πέρα από μια μικρή στελεχών υψηλής ειδίκευσης, αλλά αντίθετα αυξάνεται η κερδοφορία των επιχειρήσεων προηγμένης τεχνολογίας. Αυτό βέβαια πολλές φορές γίνεται εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Το μεγάλο κεφάλαιο συνεχίζει προτιμά να επενδύει σε καζίνα και όχι σε νοσοκομεία.
Ωστόσο έχουμε μια ιστορική ρήξη σχετικά με το μέλλον της μισθωτής εργασίας, κι αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με όλη περίοδο των βιομηχανικών επαναστάσεων που ήταν η κυρίαρχη σχέση εργασίας.
Μ΄αυτό τον τρόπο έχουμε μια ρήξη στο «ιστορικό συμβιβασμό» κεφαλαίου και εργασίας που εξασφάλιζε στο σύστημα ταυτόχρονα εργαζόμενους και καταναλωτές για την εύρυθμη λειτουργία του.
Ειδικότερα, υπάρχει μια ανατροπή στις σχέσεις κεφαλαίου εργασίας, που υπήρξαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την κορύφωση τη 2ης βιομηχανικής επανάστασης.
Πρόκειται για υφέρπουσα ρήξη με το παλαιό κοινωνικό συμβόλαιο. Το παλαιό κοινωνικό συμβόλαιο που εξασφάλιζε κοινωνική ειρήνη με εγγυητή το κράτος είχε όπως είπαμε ως συστατικό στοιχείο τον ιστορικό συμβιβασμό κεφαλαίου και εργασίας. Γνωρίζουμε ότι οι εργαζόμενοι μέσω του συνδικαλισμού πολλές φορές αμφισβητούσαν την τιμή των μισθών αλλά όχι τις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις.. Ο ιδεολογικός αντίπαλος που ήταν τότε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» κράτησε την ίδια ακριβώς σχέση με τη μισθωτή εργασία. Την γιγάντωσε αφού ο μέγας κεφαλαιούχος έγινε το κράτος.
Όπως καταγράφηκε ιστορικά για την πλειονότητα των εργαζομένων των επιχειρήσεων η σχέση αυτή αποδείχθηκε ήταν βολική. Από την ώρα όμως που άρχισε να περιορίζεται, αναπόφευκτα επέρχεται μια ρήξη στην ισορροπία. Η συρρίκνωση, επομένως, της μισθωτής εργασίας χωρίς εναλλακτικές πρακτικές, φέρνει και από αυτή την πλευρά ως συνέπεια περιορισμένα έσοδα στο κράτος και μείωση της κατανάλωσης. Αυτό σημαίνει στενότητα στα έσοδα του κράτους, χρέη και παρατεταμένη οικονομική κρίση. Η εναλλακτική αντιμετώπιση ήταν πάντα η φορολογική αύξηση συνεισφοράς των πλούσιών και τώρα προστίθεται η επέκταση της δραστηριότητας της κοινωνικής οικονομίας.
Οι προηγμένες δημοκρατικά Κυβερνήσεις και η Ε.Ε που αντιλαμβάνονται τις νέες συνθήκες να αντιμετωπίζουν αυτή την ανισορροπία υιοθετούν πρακτικές που αναφέρονται στην κοινωνική οικονομία και η πράσινη οικονομία. Τροποποιούν σταδιακά το Κοινωνικό συμβόλαιο και ενσωματώνουν θεσμικά παραγωγικές πρωτοβουλίες που έρχονται την κοινωνία Πολιτών. Αυτό βέβαια δεν γίνεται ερήμην της δράσης και της πίεσης από την πλευρά της κοινωνίας πολιτών.
Με αυτή την οπτική εισάγονται οικονομικά και επιχειρηματικότητα πολιτικές που ενθαρρύνουν την κοινωνική οικονομία. Ασφαλώς δεν είναι ακόμη επαρκείς οι προσαρμογές για να καλύψουν τις ανάγκες και την πρόνοια ολόκληρης της κοινωνίας. Ωστόσο το ψηφιακό κράτος μπορεί να γίνει σύμμαχος καθώς αλλάζει τα δεδομένα της κρατικής γραφειοκρατίας, και μειώνει το κόστος για το πολίτη. Μειώνοντας το κόστος για τους δημόσιους υπαλλήλους μπορεί ν΄αυξηθεί η οικονομία της κοινωνικής μέριμνας.
Επομένως, το πιο σοβαρό πρόβλημα που έχουν ν΄αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις μετά το τέλος της πανδημίας, καθώς θα τελειώσει το πακέτο των επιδομάτων, θα είναι η συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας και έκρηξη της ανεργίας. Και θα πρέπει να ικανοποιήσουν την ανάγκη για προέκταση της οικονομίας πρόνοιας και φροντίδας. Από την άλλη πλευρά πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις από χρόνια δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα στο χώρο του λιανικού εμπορίου, τώρα η πανδημία έρχεται να δώσει την χαριστική βολή στη βιωσιμότητά τους. Μια διέξοδος είναι οι κοινωνικές επιχειρήσεις στις οποίες υποκείμενο της επιχειρηματικότητας είναι ίδιοι οι φορείς και οι πολίτες που χρειάζονται κοινωνική φροντίδα.
Αυτό το επιχειρηματικό υποκείμενο μπορεί να υποκαταστήσει τους μικρομεσαίους εργοδότες που χάνονται από την αγορά, που μαζί τους χάνεται και ένα σημαντικό μέρος της μισθωτής εργασίας . Ας σημειώσουμε ότι από την άλλη μεριά η άνοδος του ηλεκτρονικού εμπορίου και της τηλεργασίας δεν φαίνεται να μπορεί ν΄αναπληρώσει άμεσα τις απώλειες για μια σειρά από λόγους.
Κατ΄αρχή το ηλεκτρονικό εμπόριο και η ψηφιοποίση της εργασίας καταργεί ‘ένα μεγάλο μέρος της διαμεσολάβησης τόσο μέσα στην αγορά όσο και μέσα στη κρατική και τραπεζική γραφειοκρατία. Για την ίδια μάζα του έργου χρειάζονται λιγότεροι πωλητές και γραφειοκράτες και συνεπώς λιγότερη μισθωτή εργασία. Η διαμεσολάβηση (οι μεσάζοντες) ήταν ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας απασχόλησης και τώρα εμφανίζεται ως περιττό.
Η πρόσφατη απόφαση των G7 να περιορίσουν τους φορολογικούς παραδείσους προκειμένου ν΄ανταποκριθούν στις αυξημένες κρατικές δείχνει τις νέες τάσεις και είναι ένα πρώτο θετικό βήμα για την πολιτική παγκοσμιοποίηση ως αντίβαρο στην υφιστάμενη οικονομική παγκοσμιοποίηση, χωρίς αντίστοιχα φορολογικά έσοδα.
.
Το συνεργατικό πνεύμα και η ανταγωνιστικότητα
Σε χώρες που ο τρίτος τομέας της οικονομίας (συνεταιριστικών και κοινωνικών επιχειρήσεων) έχει θεσμική στήριξη υπάρχει σημαντική άνοδος της κοινωνικής οικονομίας και δημιουργία νέας απασχόλησης.
Οι χώρες αυτές αποδείχθηκαν και λιγότερο ευάλωτες στη γενικότερη οικονομική κρίση. Οι συνεταιριστικές τράπεζες τα αλληλοασφαλιστικά ταμεία και οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί έδωσαν το στίγμα της ανθεκτικότητας. Οι ενεργειακές κοινότητες είναι επίσης μια νέα πρακτική που δείχνει δυναμικά το μέλλον της κοινωνικής οικονομίας. Η αγροδιατροφή με τη κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία και οι κοινωνικές επιχειρήσεις στο τομέα υγείας και κοινωνικής μέριμνας δείχνουν την ποιοτική διαφορά. Στο τέλος- τέλος η κοινωνική οικονομία αναπληρώνει τα εισοδήματα που χάνονται από την συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας. Δεν αναπληρώνει με την αύξηση των μισθών αλλά με την μείωση των τιμών στον συνεταιριζόμενο καταναλωτή για μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτή είναι μια ποιοτική διαφορά που έρχεται να καθορίζει το μέλλον
Παρά αυτές τις παγκόσμιες εξελίξεις σε σχέση με τον καπιταλισμό και τη μισθωτή εργασία το συνεργατικό πνεύμα είναι δραματικά μειοψηφικό στην Ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μόλις το 9,5 % δηλώνει τη συνεργατικότητα ως επιλογή. Αντίθετα το 90% πιστεύει στην ανταγωνιστικότητα. Το 70% πιστεύει στην ελεύθερη αγορά. Το 65% επιλέγει τη μισθωτή εργασία για βιοπορισμό και το μεγαλύτερο κομμάτι από αυτό τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση εργασίας.
Πλήρης παραλογισμός δηλαδή. Η Ελληνική κοινωνία κατά συντριπτική πλειοψηφία πιστεύει στην ελεύθερη αγορά και την ανταγωνιστικότητα, αλλά ταυτόχρονα αυτό που επιθυμεί είναι να γίνει δημόσιος υπάλληλος.
Υπάρχει, βέβαια η αιτιολογία του φαινομένου. Έτσι εκπαιδεύουν τον λαό τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ειδικά η τηλεόραση, με τον ίδιο τρόπο τον εκπαιδεύουν τα πανεπιστήμια τα οποία εκπαιδεύουν στα χρηματοοικονομικά (Οικονομία καζίνο) και τη μισθωτή εργασία αλλά είναι ανύπαρκτη η εκπαίδευση στην πραγματική οικονομία και στη συνεργατική (συνεταιριστική ) οικονομία.
Και βέβαια τα κόμματα με τις αλλοπρόσαλλές πολιτικές τους που άλλα λένε για να πάρουν την εξουσία και άλλα κάνουν όταν την ασκούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας δεκαετίας αντιμνημονιακή ρητορική της αντιπολίτευσης, τότε του Σαμαρά και του Τσίπρα, που όταν πήραν διαδοχικά την εξουσία έγιναν μνημονικότεροι του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου.
Μέσα σ΄αυτή την πολιτική παραζάλη ο λαός υποκινούμενος από την τότε κυβέρνηση στο δημοψήφισμα, ψήφισε κατά 62% όχι στα μνημόνια, για να υπογράψει λίγες μέρες αργότερα η Κυβέρνηση Σύριζα τους πιο σκληρούς όρους μνημονίου για να παραμείνουμε στην Ευρώπη και τη συνέχιση της χρηματοδότησης.
Όλο αυτό το σκηνικό παρανοϊκής διαδικασίας, δικαιολογήθηκε, ως σκληρή διαπραγμάτευση που έφερε τελικά τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Το ωραίο μετά από όλα αυτά είναι ότι πάθημα έγινε μάθημα και ο Ελληνικός λαός εκεί που αμφισβητούσε πιστεύει τώρα κατά 67% στην προοπτική και στην ασφάλεια της Ενωμένης Ευρώπης. Τουλάχιστον έτσι θα μας έλθει και το νέο πακέτο στήριξης και αποκατάστασης από την υγειονομική κρίση.
Δεν ξεχνάμε όμως ότι μέσα σ΄αυτή την πορεία λαός για μια ακόμη φορά έγινε έρμαιο της ιδεολογικής ηγεμονίας και προπαγάνδας της καθεστωτικής αντίληψης ότι, η πρόοδος του οφείλεται αποκλειστικά στην ανταγωνιστικότητα και όχι στα συνεργατικά μοντέλα και τη συμμετοχική δημοκρατία.
Αυτό συμβαίνει ακόμη και τώρα στην Ελλάδα, την εποχή που καταρρέει το πρότυπο της νεοφιλελεύθερης αντίληψης και όλοι ακόμη και οι κεντροδεξιοί προστρέχουν στην κρατική πρόνοια και παρεμβατισμό για να αντιμετωπιστεί όχι μόνο η υγειονομική κρίση αλλά και δραματική συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας και των μικρών επιχειρήσεων.
Αυτό όμως είναι και το πρόβλημα της επόμενης μέρας. Η «θρησκεία» της ανταγωνιστικότητας μετά το τέλος της 2ης βιομηχανικής επανάστασης και στο μεταίχμιο της ψηφιακής εποχής δεν μπορεί να εξασφαλίσει εργασία και εισόδημα για όλους. Ο συνεργατισμός στην οικονομία παρά την χαμηλή δημοτικότητα είναι μια λύση που μπορεί να γίνει νέα συνθήκη για να αντιμετωπιστεί ο οικονομικός και κοινωνικός αποκλεισμός για τη βιωσιμότητα του συνολικού συστήματος ανάλογης σημασίας όπως είναι και η οικολογία..
Υπό αυτές τις συνθήκες, που φανερώνονται μπροστά μας [1]θα γίνουν πιο έντονα αισθητές μετά το τέλος της πανδημίας, πηγάζει η ανάγκη για την ανάπτυξη της μη κερδοσκοπικής επιχειρηματικότητας που ταυτίζεται με την κοινωνική οικονομία.
Θα ρωτήσει κανείς και γιατί οι μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και οι συνεταιρισμοί θα είναι βιώσιμες εκεί που δεν μπορούν να είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Μα ακριβώς γιατί δεν είναι κερδοσκοπικές αντέχουν στον ανταγωνισμό και γιατί μπορούν να προσφέρουν προϊόντα με λιγότερο κόστος για τα μέλη τους. Γιατί καταργούν σε μεγάλο βαθμό το κόστος της διαμεσολάβησης. Επειδή πολλές από τις ιδιωτικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό και κλείνουν. Επειδή αντίθετα οι μη κερδοσκοπικές στηρίζονται από συλλογικές οργανώσεις της κοινωνίας και συνθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο. Επειδή οι ίδιοι χρήστες –καταναλωτές είναι και μέλη των κοινωνικών επιχειρήσεων και έχουν διπλό όφελος για να τις υπερασπίσουν. Αυτό συμβαίνει π.χ στις ενεργειακές κοινότητες, στον αγροδιατροφικό τομέα και στην περίθαλψη ειδικών ομάδων που χρειάζονται φροντίδα κ.τ.π.
Με άλλα λόγια επειδή εμφανίζεται ξανά στην οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας το φαινόμενο της παραγωκατανάλωσης όπως στη προβιομηχανική εποχή. Τότε που το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είχε προορισμό την αυτοκατανάλωση μέσω της οικιακής οικονομίας.
Στην επανεμφάνιση της παραγωκατανάλωσης στην σημερινή εποχή μειώνεται η ζήτηση της μισθωτής εργασίας. Τη θέση της οικιακής οικονομίας παίρνει αναγκαστικά η κοινωνική οικονομία. Σε μια πιο εξελιγμένη οργανωτική μορφή. Τότε η παραγωκατανάλωση γινόταν αυθόρμητα τώρα μπορεί να γίνει μόνο με πολιτικό σχεδιασμό. Δεν έχουμε την αυταπάτη ότι οι εργαζόμενοι από την πλευρά τους θα εγκαταλείψουν την επιλογή της μισθωτής εργασίας που τους προσφέρει κάποια σιγουριά και λιγότερες ευθύνες, αλλά κάτω από την αδήριτη ανάγκη του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Οι αρχαίοι μας σοφοί έλεγαν ότι το πιο δυνατό είναι η ανάγκη που κυβερνάει τον κόσμο. ¨Ωστόσο όταν μιλάμε εδώ για ανάγκη, δεν υποστηρίζουμε τους σιδερένιους νόμους της ιστορίας και τις νομοτέλειες. Μιλούμε για αυτά που έχουμε ορατά μπροστά μας τις τεχνολογικές εξελίξεις που επιδρούν στην εργασία αλλά και για πολιτική φιλοσοφία διαχείρισης των πραγμάτων. Η νέες τεχνολογίες της σ΄ότι αφορά την εργασία είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να δώσει φτερά στην οικονομία μπορεί αντίθετα με τη κακή της χρήση να επιταχύνει καταστροφές όπως έγινε στους μεγάλους πολέμους. Μπορεί να γίνει ευχή στα χέρια των πολλών για ειρηνικά έργα και κατάρα στα χέρια των ολίγων για κυριαρχία.
Είναι ζήτημα εξ άλλου συμμετοχής στην οικονομική δημοκρατία. Μπορεί σήμερα να προσφέρει την δυνατότητα για αφθονία υλικών και πνευματικών όπως η τεχνολογία ενέργειας από την αφθονία του Ήλιου και μπορεί να φέρει μαζική αποξένωση από τις πηγές ζωής, στο νερό την ενέργεια και την εργασία. Γι΄αυτό σήμερα μπαίνει το δίλλημα Κοινωνική οικονομία ή κοινωνική βαρβαρότητα. Ένα δίλλημα που αποτελεί τον άξονα μιας σύγχρονης προβληματικής στη πολιτική φιλοσοφία.
(Η αναγκαία συνθήκη της συνεργατικής
κοινωνικής οικονομίας)
Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται για πρώτη φορά και είναι χαρακτηριστικό της μετάβασης από τη 2η στην Τρίτη βιομηχανική επανάσταση. Οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν τα δεδομένα.
Συμπερασματικά ήταν αντικειμενικοί οι λόγοι της ανάπτυξης της μισθωτής εργασία την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και αντικειμενικοί οι λόγοι της σημερινής συρρίκνωσης με όχημα τις νέες τεχνολογίες πληροφορικής, ψηφιοποιήσεις δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης και ρομποτικής που εκτοπίζουν τα εργατικά χέρια.
Για τους πολλούς νέους η μισθωτή εργασία σήμερα δεν είναι επαχθής, αλλά δυσεύρετη και υπό αυτές τις συνθήκες συζητάει εναλλακτικά κάποιο επάγγελμα ως αυτοαπασχολούμενος. Εάν το σύστημα της αγοράς μπορούσε να προσφέρει σ΄αυτές τις συνθήκες, νέες θέσεις εργασίας το σύστημα αυτό δεν θ΄ άλλαζε ποτέ για ιδεολογικούς λόγους και μόνο.
Μολαταύτα, οι κυρίαρχες ιδεολογίες της κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς συγκλίνουν στη διατήρηση της κυρίαρχης σχέσης το καθεστώς της μισθωτής εργασίας. Και η εξήγηση είναι ότι οι οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων θέλει να μείνει σ΄αυτό το καθεστώς που θεωρεί πιο ασφαλές. Τα κόμματα έτσι δεν προπορεύονται αλλά ακολουθούν. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ένα μέρος των εργοδοτών και ένα μέρος των εργαζομένων προδίδεται από αυτή την εμμονή. Οι μικρές επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο και ένα μέρος των εργαζομένων μένουν άνεργοι. Η συνδικαλιστική πίεση πετυχαίνει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και έχει ως συνέπεια να κλείσουν πιο γρήγορα αυτές οι επιχειρήσεις. Το μοντέλο να αναλάβουν οι εργαζόμενοι τις επιχειρήσεις που κλείνουν δεν είχε επιτυχία όπου επιχειρήθηκε. Η συνεταιριστική επιχειρηματικότητα διαπιστώθηκε από τον χρόνο χρειάζεται νέους θεσμούς και από την άλλη μεριά απαιτεί υψηλό επίπεδο συνεργατικής συνείδησης και υπέρβαση του ατομισμού που συνηθίσαμε στο επ’ιπεδο της μισθωτής εργασίας. Κατόπιν πρέπει να εξετάσουμε το πολιτικό περιβάλλον. ΟΙ αυτοαπασχολούμενοι και οι συνεργαζόμενοι στους συνεταιρισμούς έχουν μικρή επιρροή στα κόμματα στην Ελλάδα.
Τα διανοήματα και θεωρίες της νεωτερικότητας δεν μπορούν να εξηγήσουν την πολυπλοκότητα του φαινομένου όπως παρουσιάζεται σήμερα. Οι θεωρίες της αξίας τόσο του Ανταμ Σμίθ όσο και του Μάρξ επικεντρώνονται στην αξία της εργασίας ως προϋπόθεση για το κέρδος και στον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων που μειώνει τις τιμές για τον καταναλωτή. Δεν λαμβάνουν υπόψη την μεγάλη μετατόπιση της αγοράς εργασίας από τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα στις υπηρεσίες. Την έκταση του κράτους και την υψηλή φορολογία για να συντηρηθεί το σύστημα σε ισορροπία.
Δεν λαμβάνεται υπόψη πως το κράτος εκείνη την περίοδο ως εργοδότης είχε πολύ μικρό μερίδιο στην προσφορά εργασίας. Δεν υπολογίζουν επίσης πνευματική ιδιοκτησία που σήμερα κυριαρχεί στην εκμετάλλευση. Σε εκείνη την εποχή τα εισοδήματα από την έγγεια ιδιοκτησία είχαν πτωτική τάση. Αργότερα όμως με τη συγκεντροποίηση των πληθυσμών στα αστικά κέντρα, όταν η γη έγινε οικόπεδα απέκτησε το 20% τις αξίας των ακινήτων. Πολλοί πλούτισαν από αυτή τη διαδικασία. Τα ακίνητα προσφέρουν εισοδήματα στους ιδιοκτήτες τους και από την άλλη γίνονται έγιναν εγγυήσεις για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, κι αυτό το ζήσαμε μέχρι να σκάσει η οικονομική φούσκα του 2008.
Επομένως, είναι μονοδιάστατη η αντίληψη ότι μόνο με την μισθωτή εργασία παράγεται αξία και υπεραξία, αγνοώντας την έκταση και το κόστος του κράτους, τα χρηματοοικονομικά και τους τόκους του κεφαλαίου που δεσμεύουν και τα ίδια κράτη.
Μέσα σ΄αυτό το φαύλο κύκλο τα κράτη υπερφορολογούν όχι μόνο τους εργαζόμενους αλλά και τις μικρομεσαίες οι οποίες αδυνατούν αντέξουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων επιχειρήσεων που μπορούν να εκμεταλλευτούν τις νέες αυτοματοποιημένες τεχνολογίες αλλά και τις δυνατότητες να εκμεταλλεύονται κεφάλαια από μετοχές στο χρηματιστήριο. Το κυριότερο από όλα την πνευματική ιδιοκτησία και τις μονοπωλιακές παντέντες. Διαφορετικά λοιπόν περιθώρια εκμετάλευσης της μισθωτής εργασίας υπάρχουν στη βάση από την κορυφή της πυραμίδας. Η μισθωτή εργασία έχει διαβαθμίσεις και δεν είναι ενιαία όπως στην άνθηση της βιομηχανικής επανάστασης που εκφραζόταν από τα συνδικάτα. Στις μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και στο κράτος υπάρχουν αρκετοί υψηλόμισθοι μισθωτοί αλλά και μισθοί πίνας με μερική απασχόληση. Οι συνθήκες που διαμορφώνονται με την ανεργία και τη μερική απασχόληση δεν ευνοούν πλέον το μαζικό καταναλωτισμό κι αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μικρές επιχειρήσεις που είναι αναγκασμένες να λειτουργούν με μικρά κέρδη
Το κόλπο Grosso την τεχνητή διόγκωση του καταναλωτισμού με τα δάνεια από τις τράπεζες το οποίο προσωρινά για δύο δεκαετίες είχε τονώσει το λιανικό εμπόριο και τη διόγκωση της μισθωτής εργασίας αποκαλύφθηκε το 2008 με τις γνωστές συνέπειες. Την υπερχρέωση στα νοικοκυριά από τις τράπεζες και στη συνέχεια τη διόγκωση κρατικού χρέους που ήλθε να καλύψει σε πολλές περιπτώσεις τις τράπεζες από την χρεωκοπία. Αυτό το κόστος το πληρώνουν ήδη οι επόμενες γενιές.
Το μοντέλο λοιπόν και καθεστώς της μισθωτής εργασίας ευνοήθηκε και κυριάρχησε στη 2η βιομηχανική επανάσταση τη γραμμική μαζική παραγωγή και την αστικοποίηση του πληθυσμού.
Κυριάρχησε επίσης για την διασφάλιση που προσφέρει έναντι των ελεύθερων επαγγελμάτων και της αυτοαπασχόλησης. ¨όχι μόνο οι αγρότες αλλά και κάθε λογής βιοτέχνες και επαγγελματίες εγκατέλειψαν τις πρότερες ασχολίες τους για την ασφάλεια του μισθού. Οι μηχανές είχαν εκτοπίσει τους χειρώνακτες με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και αυτή η τεχνολογική υπεροχή έδινε την δυνατότητα για πιο ικανοποιητικούς μισθούς σε σχέση με την χειρωνακτική εργασία.
Είναι ενδεικτικό σήμερα ότι πολλά αγροτικ.ά επαγγέλματα διατηρούνται χάρις τις επιδοτήσεις της Ε>Ε στο πλαίσιο τη ΚΑΠ.
Για κοινή δράση και συντονισμό στο χώρο της κοινωνικής οικονομίας
Η «ιστορία» της κοινωνικής οικονομίας ξεκινάει από μια κακή «μετάφραση» του όρου στη μεταφορά της πριν 30 χρόνια περίπου από τις προηγμένες Ευρωπαϊκές χώρες στην Ελλάδα όταν τέθηκε το ζήτημα της απορρόφησης σχετικών πόρων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προς τους φορείς κοινωνικής οικονομίας.
Τότε, δεν αναζητήθηκαν οι παραδοσιακοί φορείς της Κοινωνικής οικονομίας που υπήρχαν στο χώρο που είχαν να επιδείξουν έργο ( μαζικοί καταναλωτικοί και κοινωνικοί συνεταιρισμοί, και μη κερδοσκοπικές εταιρίες που συνθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο) αλλά, ευνοήθηκαν ΑΜΚΕ που στήθηκαν επί τούτου, από άτομα με προσβάσεις στη Κυβερνητική εξουσία με κύριο σκοπό να απορροφήσουν αποκλειστικά τις επιδοτήσεις του ΕΚΤ.
Ένα μεγάλο κομμάτι επίσης των πόρων πήγε στις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις που θεωρούνται επίσης οργανώσεις της κοινωνίας Πολιτών για κατάρτιση των εργαζομένων
Ένα πολύ μικρότερο μέρος των κοινοτικών πόρων κατέληξε στους αυθεντικούς δικαιούχους των συλλογικών φορέων.
Προφανώς αυτή είναι και η βασική αιτιολογία που ο χώρος της κοινωνικής οικονομίας είναι θεσμικά κατακερματισμένος και πολιτικο-οικονομικά υποβαθμισμένος από το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Όχι μόνο υπολείπεται του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, που κινείται στο 8-10% του συνόλου της κοινωνίας αλλά, επί της ουσίας δεν υπάρχει ως «κοινωνικός εταίρος» ώστε αντιπροσωπεύει αυτό το 1,8 που καταγράφεται ως συμμετοχής της κοινωνικής οικονομίας στο εθνικό εισόδημα.
Χαρακτηριστικό αυτού του κατακερματισμού είναι ότι, οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας μοιράζονται σε πολλά υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες και είναι καταγεγραμμένοι σε αντίστοιχα μητρώα που διέπονται από διαφορετικές νομοθεσίες.
Μητρώα και διαφορετικοί νόμοι υπάρχουν: στο υπουργείο Εργασίας , Υγείας, Πολιτισμού , Γεωργίας, Παιδείας, περιβάλλοντος, Οικονομικών, Εσωτερικών, Μεταναστευτικής πολιτικής, και τις περιφέρειες.
Μόνο για τους συνεταιρισμούς υπάρχουν τέσσερεις διαφορετικοί και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενοι νόμοι.
Ας σημειώσουμε ότι, Κοινωνικές επιχειρήσεις θεωρούνται οι συνεταιρισμοί κάθε μορφής, οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες κοινωνικού σκοπού, οι σύλλογοι κοινωνικής μέριμνας, οικολογίας και πολιτισμού και τα ιδρύματα κοινωφελούς σκοπού. Τα υπουργεία που αναφέραμε διαχειρίζονται και αντίστοιχους πόρους κυρίως προερχόμενους από την Ε.Ε. που προορίζονται συγκεκριμένα για την κοινωνική οικονομία.
Τα τελευταία χρόνια όμως, ένα μικρό μέρος των πόρων πηγαίνει για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, το μεγαλύτερο μέρος εκτρέπεται για ανάγκες του δημοσίου και της τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ειδικά το Υπουργείο Εργασίας που επισήμως αντιπροσωπεύει και υποτίθεται συντονίζει την κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα για την Ε.Ε. και διαχειρίζεται τους περισσότερους πόρους για τις Κον. Οικον. ελάχιστους πόρους διαθέτει στους φορείς κοινωνικής οικονομίας. Ακόμη χειρότερα στερεί τις κοινωνικές επιχειρήσεις από το προνόμιο των επιδοτούμενων εργασίας, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με τους Δήμους και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Αν λάβουμε υπόψη ότι το Ελληνικό ΑΕΠ είναι περίπου 185 δις εκατομμύρια το χρόνο και το κομμάτι συμμετοχής του τρίτου τομέα μόλις 1,8% δηλαδή 3,5 δις το χρόνο, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την μηδαμινή συμμετοχή των εποπτευομένων κοινωνικών επιχειρήσεων από το Υπουργείο εργασίας. Τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα για τους συνεταιρισμούς στον αγροτικό τομέα που αντιπροσωπεύουν το 0,4 στο εθνικό εισόδημα και στις κοινωνικές επιχειρήσεις μέριμνας και υγείας που αντιπροσωπεύουν ένα αντίστοιχο ποσοστό. Στα υπόλοιπα μητρώα των υπουργείων δεν έχουμε μετρήσιμα στοιχεία για την κοινωνική οικονομία.
Φυσικά, όλα αυτά τα αρνητικά συμβαίνουν γιατί δεν υπάρχει ισχυρή αντίδραση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους σε θεσμικό επίπεδό των κοινωνικών επιχειρήσεων. Και δεν υπάρχει αντίδραση γιατί ο χώρος είναι κατακερματισμένος σε πολλά μικρά δίκτυα και μεμονωμένες οργανώσεις.
Υπάρχουν ομοσπονδίες ΚΟΙΝΣΕΠ και ΚΟΙΣΠΕ, ομοσπονδίες συλλόγων περιφερειακού χαρακτήρα, δίκτυα συνεταιρισμών, ομοσπονδίες αναπήρων και μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, που δεν έχουν καμιά θεσμική επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ τους.
Ο διαχωρισμός των μητρώων πιστοποίησης διαχωρίζει στην πράξη και κατακερματίζει θεσμικά το συλλογικό υποκείμενο και τις δυνάμεις της κοινωνικής οικονομίας με αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη στο κυβερνητικό σχεδιασμό.
Αυτό το θεσμικό έλλειμμα πρωτίστως οι ίδιοι οι φορείς και τα δίκτυα κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα και να ενώσουν τις δυνάμεις τους.
Γι΄ αυτό καλούμε όλα τα τυπικά και άτυπα δίκτυα φορέων κοινωνικής οικονομίας για θεσμική συνεργασία και κατάθεσης κοινών υπομνημάτων στην Ελληνική Κυβέρνηση και στην Ευρωπαϊκή επιτροπή για την κοινωνική οικονομία.
Η Ενότητα της κοινωνίας Πολιτών
ως προϋπόθεση για την κοινωνική οικονομία
Η συνδιάσκεψη αυτές τις μέρες 2-4 Απριλίου του μεγάλου δικτύου της «ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ» απέδειξε στην πράξη ότι η κινητοποίηση των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών είναι εφικτή, παρά άλλες ανταγωνιστικές πρωτοβουλίες των ελίτ που ορίστηκαν στο ίδιο χρονικό διάστημα μετά την δική μας πρωτοβουλία. Η διαφορά αυτή είναι σημαντική για την κινητοποίηση γιατί, εμείς δεν καλέσαμε τους φορείς με την υπόσχεση να μοιράσουμε κάποιο πακέτο ιδρυμάτων, που έχουμε προνομιακή μεταχείριση αλλά για την ενότητα και ισχυροποίηση του όλου της κοινωνίας Πολιτών.Για την Ενότητα της κοινωνίας Πολιτών
που είναι προϋπόθεση για να υπάρξει κοινωνική οικονομία. Γιατί χωρίς την κοινωνία μπροστά οργανωμένη σε κοινότητες και κοινοτοπικούς συνεταιρισμούς έχει αποδειχθεί ότι σοβαρή κοινωνική οικονομία δεν γίνεται. Άλλο πράγμα είναι η φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη των εχόντων προς τους φτωχούς και άλλο ζήτημα η οικονομική δραστηριότητα και παραγωγή που έχει υποκείμενο την τοπική κοινωνία και την οργανωμένη θεσμικά καθολικότητα της κοινωνίας πολιτών.
Η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη είναι παλαιά υπόθεση όσο και ο κόσμος, όμως ποτέ δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα της φτώχειας. Η αυθεντική κοινωνική οικονομία δεν μοιράζει ελεημοσύνη, ένα μικρό μέρος προϊόντων που χαρίζουν ιδιωτικοί φορείς και το κράτος αλλά παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που φροντίζουν και παράγουν οι ίδιες κοινωνικές συλλογικότητες. Προσθέτει πόρους στη συνολική παραγωγή και τους μοιράζει κοινωνικά δίκαια και με συμμετοχική δημοκρατία.
Η αυθεντική κοινωνία πολιτών είναι οι ίδιες οι συλλογικότητες με βάση την κοινότητα. Μόνο η οργανωμένη καθολικότητα της κοινωνίας Πολιτών μπορεί ν΄αναδείξει σε σοβαρό μέγεθος την κοινωνική οικονομία πλάι στις καθολικότητες του κράτους και της αγοράς. Το θεσμικό περιβάλλον είναι αναγκαίος όρος για να υπάρξουν ικανοί πόροι προς κοινωνική οικονομία. Η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής οικονομίας με προσχηματικές μορφές είναι ψευδεπίγραφο των κοινωνικών επιχειρήσεων.
Η σύγχρονη οικολογική αντίληψη μας εισήγαγε στη σημασία του όλου για το περιβάλλον, την βιόσφαιρα και το κλίμα. Ότι το όλον επιδρά καταλυτικά προς το μερικό. Το θεσμικό όλον το διαχειρίζεται η πολιτική. Πολλές φορές οι κοινωνικοί ακτιβιστές προσηλωμένοι σε ένα μοναδικό αντικείμενο δράσης δεν αντιλαμβάνονται την σημασία της πολιτικής που επιδρά στο θεσμικό όλον και σε τελική ανάλυση στη δική τους αποτελεσματικότητα. Για παράδειγμα η αειφορία εξαρτάται από το πόσο σύντομα θα πάμε στην αειφορία ενέργειας από τον Ήλιο. Την αειφόρο διαχείριση της Γεωργίας και ούτω καθ΄εξής. Αυτό σημαίνει Κοιοικολογίαγια όλους και κοινωνική οικονομία για όλους. Γι΄αυτό και η οργανωτική κουλτούρα της καθολικότητας της κοινωνίας πολιτών είναι το κλειδί για την κοινωνική οικονομία και το υποκείμενο της