Γράφει ο Βασίλης Τακτικός
Τρίτη, 3 Ιουνίου 2014
Οι δομές δια βίου μάθησης ως άξονες δράσης θα πρέπει να ανταποκριθούν σε ένα Η δια βίου μάθηση συνδέεται με την ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας από την άποψη ότι η πολυπλοκότητα του αντικειμένου απαιτεί διαρκή επιμόρφωση και συνειδητοποίηση των θεσμικών κανόνων μέσα στους οποίους λειτουργεί.
Καταρχάς, θα πρέπει να ορίσουμε ότι η «δια βίου μάθηση» είναι μία μακροχρόνια διαδικασία, που ξεκινάει από τη γέννηση του ανθρώπου και συνεχίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Υπό αυτή την έννοια, δια βίου μάθηση δεν είναι ούτε τα Ι.Ε.Κ. ούτε τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας. Δεν ταυτίζεται με την σχολική μάθηση, αλλά είναι μια ξεχωριστή διαδικασία, που συνδυάζεται περισσότερο με τη μάθηση μέσα από την εργασία ή και τον εθελοντισμό. Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι μια διαστροφή του όρου και της πρακτικής της διεργασίας σχετικά με τη δια βίου μάθηση.
Ο επίσημος ορισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δια βίου μάθηση αναφέρεται σε: «Κάθε μαθησιακή δραστηριότητα η οποία αναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής με σκοπό τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των εφοδίων, στο πλαίσιο μιας προσωπικής, κοινωνικής οπτικής και/ή μιας οπτικής που σχετίζεται με την απασχόληση» (European Commission, Com (2001).
Από φιλοσοφική άποψη, ο όρος “δια βίου μάθηση” αναφέρεται σε μια φιλοσοφική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση θεωρείται ως το πιο κατάλληλο και αστείρευτο μέσο για διαρκή προσωπική βελτίωση και επαγγελματική εξέλιξη. Ο όρος αυτός καλύπτει κυρίως τη βιωματική μάθηση στην εργασία, τον πολιτισμό, καθώς και τη συμμετοχή στα κοινά, στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών αλλά και την άσκηση στην τέχνη και τον εθελοντισμό.
Στη σύγχρονη πρακτική, ενώ η δια βίου μάθηση εκθειάζεται, στην ουσία ακυρώνεται από ένα γραφειοκρατικό σύστημα με «κούφια» πτυχία. Επιπροσθέτως, ενώ εξελίσσεται τα τελευταία 20 χρόνια στην Ελλάδα, δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, διότι εκτρέπεται από τον πραγματικό της στόχο που είναι η δια βίου μάθηση μέσα από την εργασία και όχι σε κάποιο σχολείο αποκομμένο από την παραγωγή. Η διαστροφή βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι η δια βίου μάθηση γίνεται στα δημόσια σχολεία, ενώ θα έπρεπε ρητά να απαγορεύεται να γίνεται σε αυτά. Η εκτροπή είναι προκλητική και σκόπιμη για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα από τη διάθεση των πόρων. Αυτή η γενιά προείσπραξε τα χρήματα της επόμενης γενιάς, κάτι που είναι μια πρωτοφανής ιστορική απάτη. Οι πόροι για τη δια βίου μάθηση, λοιπόν, «πετιούνται» στη μαύρη τρύπα ενός αδηφάγου δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος που, στους τομείς τουλάχιστον των οικονομικών και της διοίκησης, κατασκευάζει πτυχία χωρίς αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία.
Αντίθετα, η δια βίου μάθηση δύναται να εφαρμοστεί σε πολυπληθείς τομείς: π.χ. ως μάθηση στην επιχειρηματικότητα, στην συνεργατική οργάνωση, σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες όπου πραγματικά υπάρχει ανάγκη, στην παραγωγικότητα, στη δικτύωση, στην υγιεινή διατροφή, στα ζητήματα της πόλης και το περιβάλλον, στην κηποτεχνική, στη μαγειρική, στη διαδικασία e-learning, στη δημοσιογραφία πολιτών καθώς και σε πολλούς άλλους τομείς.
ολοκληρωμένο επικοινωνιακό σύστημα με ψηφιακό επιμορφωτικό περιεχόμενο χρηστικής ενημέρωσης και συμβουλευτικής, με διαθέσιμους επιμορφωτές και συμβούλους σε στοχευμένους τομείς.
Έχοντας βάση το αντίστοιχο εκπαιδευτικό υλικό, είναι σκόπιμο να πραγματοποιηθούν μαθήματα με σεμινάρια και workshops, τα οποία θα στηριχθούν σε εκπαιδευτικά πακέτα ανά ενότητα των θεματικών της Κοινωνικής Οικονομίας. Τα μαθήματα δεν μπορούν να γίνονται από άλλους εκπαιδευτικούς φορείς, αλλά από τις ίδιες τις κοινωνικές συμπράξεις και τα περιφερειακά παρατηρητήρια.
Τα εκπαιδευτικά πακέτα οφείλουν να ανταποκρίνονται στη δόμηση ρητής γνώσης για την κοινωνική οικονομία και την επιχειρηματικότητα και να δημιουργούν κυψέλες γνώσης στις περιφερειακές δομές στήριξης. Να προσφέρονται ως εκπαιδευτικό υλικό όχι μόνον για τους συμβούλους, αλλά να κοινοποιούνται μέσω του συστήματος της τηλεμάθησης, που μπορεί να λειτουργεί ως ανοικτό Λαϊκό πανεπιστήμιο για την κοινωνική οικονομία.
Η μείωση του κόστους των συναλλαγών, που είναι βασικός όρος της κοινωνικής οικονομίας, πρέπει να ανταποκρίνεται στη μείωση του εκπαιδευτικού κόστους με αντίστοιχη αύξηση της μάθησης, βάσει της κοινωνικοποίησης της γνώσης, στοχεύοντας παράλληλα στη διάδοση γνώσεων μέσω του συνεργατισμού και της δικτύωσης. Η δημιουργία εγχειριδίων για όλους τους τομείς ανάπτυξης κοινωνικής οικονομίας και για την εξωστρέφεια αυτής της μορφής επιχειρηματικότητας, καθώς και μοντέλα επιχειρηματικών σχεδίων, τα οποία θα είναι διαθέσιμα για κοινωνικούς επιχειρηματίες, με βάση τα οποία θα πραγματοποιούνται και ειδικά σεμινάρια, καθίσταται πλέον απολύτως χρήσιμη.
Συνέντευξη του κ. Βασίλη Τακτικού, διευθυντή της Οίκοpress, στον Αθανάσιο Κόκκοτο, Διαχειριστή περιβάλλοντος – Περιβαλλοντολόγο
Το καταναλωτικό κίνημα είναι το αντίδοτο και η ελπίδα για την αντιμετώπιση του παρασιτικού συνδικαλισμού, υποστηρίζει ο κ. Βασίλης Τακτικός. Ο κοινωνικός ακτιβισμός έναντι της γραφειοκρατίας και του υψηλού κόστους των τιμών.
Έχετε μιλήσει κ. Τακτικέ για τον συνδικαλισμό στην Ελλάδα, αναφέροντας ότι ο συνδικαλισμός είναι μέρος του προβλήματος και όχι η λύση του στην παρούσα οικονομική συγκυρία. Επίσης, έχετε μιλήσει εναλλακτικά για το ρόλο των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και του κοινωνικού ακτιβισμού ως το προοδευτικό μέρος των κινημάτων. Στην παρούσα συνέντευξη, θα ήθελα να μιλήσετε για το καταναλωτικό κίνημα, που είναι μέρος των κινημάτων των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και να μας περιγράψετε σε ποια κατάσταση βρίσκεται αυτό σήμερα στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα, ένα από τα κυρίαρχα προβλήματα της οικονομικής κρίσης, είναι ότι ενώ μειώνονται οι μισθοί, οι τιμές των προϊόντων παραμένουν ίδιες ή συνεχίζουν να αυξάνονται ανακόλουθα με τους μισθούς.
Ως γνωστόν, ένας από τους κύριους στόχους του καταναλωτικού κινήματος, είναι η μείωση των τιμών των προϊόντων, ώστε να εξασφαλιστεί κατ’αυτό τον τρόπο, η ελάχιστη ποιότητα ζωής των χαμηλόμισθων εργαζομένων.
Αυτό λοιπόν δεν συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, πράγμα το οποίο υποδηλώνει, την σχεδόν μηδενική αποτελεσματικότητα του υπάρχοντος Ελληνικού καταναλωτικού κινήματος.
Γνωρίζετε κ. Τακτικέ να μας πείτε ,ποιοι και που εντοπίζονται αυτοί οι λόγοι που το υπάρχον Ελληνικό καταναλωτικό κίνημα βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση;
Αυτοί οι λόγοι εντοπίζονται κυρίως, στην κουλτούρα που διέπει τις συλλογικές Ελληνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες κοιτούν να εξασφαλίσουν τα δικά τους συντεχνιακά συμφέροντα, αγνοώντας το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο.
Η κουλτούρα αυτή λοιπόν, έχει «εκπαιδεύσει» τα μέλη των οργανώσεων αυτών και κατ’επέκταση την ευρύτερη κοινωνία, να βλέπουν τις συλλογικές κοινωνικές δράσεις μέσα από την οπτική του ατομικιστικού τους οφέλους. Έτσι, δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση, η απαίτηση των συνδικαλιστικών φορέων για αυξήσεις μισθών των μελών τους, χωρίς να αναφέρονται στον αγώνα για την παράλληλη μείωση των τιμών των προϊόντων. Κάτι, το οποίο αν επιτυγχανόταν, θα βοηθούσε όχι μόνο τα μέλη των οργανώσεων αυτών, αλλά και των υπόλοιπων οικονομικά ευαίσθητων ομάδων του ευρύτερου κοινωνικού τομέα. Θεωρούν λοιπόν κατ’αυτό τον τρόπο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ότι δεν αποτελούν οι ίδιες κομμάτι της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να μην προάγουν συλλογικά κοινωνικά κινήματα τα οποία δεν έχουν άμεση σχέση με τα δικά τους συντεχνιακά συμφέροντα.
Δηλαδή κ. Τακτικέ, μέμφεστε θα λέγαμε ανοιχτά, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των Ελλήνων εργαζομένων, για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το Ελληνικό καταναλωτικό κίνημα;
Σαφέστατα! Ο συνδικαλισμός στην χώρα μας, είναι ο κύριος υπεύθυνος για την διάδοση της ατομικιστικής κουλτούρας στους Έλληνες. Η εμμονή των συνδικαλιστικών απαιτήσεων για την αύξηση των μισθών, χωρίς παράλληλη δράση για την μείωση των τιμών, μόνο σε αδιέξοδο μπορεί να οδηγήσει τους Έλληνες πολίτες και αυτό γιατί είναι δύσκολο πολύ να γίνει αύξηση των μισθών στην παρούσα οικονομική συγκυρία.
Βέβαια, ο λαός δεν θα πρέπει να απογοητευθεί από αυτό, αλλά να δράσει μέσω ενός οργανωμένου καταναλωτικού κινήματος για την μείωση των τιμών, που θα έχει κοινωνικά, το ίδιο ευεργετικό αποτέλεσμα με την αύξηση των μισθών.
Όπως προανέφερα προηγουμένως ,για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται η οργάνωση των πολιτών σε συλλογικό κοινωνικό επίπεδο έξω από τον κοντόφθαλμο και διεφθαρμένο συνδικαλιστικό χώρο. Από αυτή την άποψη, το καταναλωτικό κίνημα είναι κατά πολύ προοδευτικότερο από τον συνδικαλισμό σήμερα.
Ποια λοιπόν είναι τα οφέλη από την ανάπτυξη και την μεγέθυνση ενός τέτοιου καταναλωτικού κινήματος στην Ελληνική κοινωνία;
Κατ’αρχήν, το καταναλωτικό κίνημα, δημιουργεί υπεύθυνους και ενεργούς πολίτες-καταναλωτές ,με συλλογική κοινωνική δράση, βοηθώντας τους να συνειδητοποιήσουν τη δύναμη που έχουν, να επεμβαίνουν και να διαμορφώνουν την οικονομική αγορά προς όφελός τους.
Για παράδειγμα, αν η τιμή κάποιου προϊόντος συνεχώς αυξάνεται, λόγω ας πούμε της ύπαρξης κάποιων καρτέλ εταιρειών, οι πολίτες –καταναλωτές θα μπορούν να απαντήσουν μέσω μιας συλλογικής αποχής από την αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος. Αυτό θα προκαλέσει έτσι, σύγχυση στους παραγωγούς του καρτέλ οι οποίοι θα αναγκαστούν να μειώσουν και πάλι την τιμή του προϊόντος τους.
Θα λέγαμε λοιπόν συνοπτικά, πως παρόμοιες επεμβάσεις στην οικονομική αγορά από ένα ισχυρό και οργανωμένο καταναλωτικό κίνημα των πολιτών, θα εξασφάλιζε την συνεχής πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων στην αγορά, αποτρέποντας τον αποκλεισμό τους από αυτήν.
Επίσης, η ύπαρξη ενός ισχυρού καταναλωτικού κινήματος, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την προώθηση και ανάπτυξη κοινωνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας. Οι νεοφυείς κοινωνικές επιχειρήσεις στον Ελληνικό χώρο, έχουν ως σκοπό την απασχόληση ανέργων και την επανεπένδυση ενός μέρους των κερδών τους στην αγορά για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Επειδή λοιπόν αυτές οι επιχειρήσεις βρίσκονται ακόμη στα σπάργανα, είναι απαραίτητη η οργανωμένη ύπαρξη των πολιτών-καταναλωτών, οι οποίοι και θα ενισχύσουν αυτές τις επιχειρήσεις με την αγορά των προϊόντων τους.
Τέλος, ένα επιπλέον όφελος, εντοπίζεται στην πάταξη της ατομικιστικής κουλτούρας και την καλλιέργεια μιας συλλογικής κοινωνικής κουλτούρας η οποία θα οδηγήσει στην ευρύτερη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών και για άλλα κοινωνικά θέματα. Αυτή η κουλτούρα είναι ήδη διαδεδομένη στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες.
Αλήθεια, ποια είναι η διαφορά του καταναλωτικού κινήματος, στην υπόλοιπη Ευρώπη και κατ’επέκταση στις υπόλοιπες χώρες του εξωτερικού, σε σχέση με το Ελληνικό καταναλωτικό κίνημα;
Η μεγάλη διαφορά εντοπίζεται στα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, σχετικά με την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη, το συνδικαλιστικό κίνημα έχει αναπτυχθεί παράλληλα με τον κοινωνικό ακτιβισμό, μέρος του οποίου είναι και το καταναλωτικό κίνημα, που προάγεται από τις Ευρωπαϊκές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Ο εργαζόμενος στην Ευρώπη παλεύει, μέσω των συνδικαλιστικών οργανώσεων, για τα εργατικά του δικαιώματα, ενώ παράλληλα αναπτύσσει και εντυπωσιακή δράση, μέσα από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, για την προάσπιση των κοινωνικών του δικαιωμάτων.
Δυστυχώς στην χώρα μας δεν εντοπίζεται κάτι τέτοιο, εδώ ο εργαζόμενος παλεύει μέσω του συνδικαλιστικού του φορέα, δήθεν για τα εργατικά του δικαιώματα, αλλά στην πραγματικότητα, η ελίτ του συνδικαλιστικού του φορέα εκμεταλλεύεται την κινητοποίησή του αυτή, για την εξασφάλιση του δικού της συμφέροντος. Επίσης, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εχθρεύονται τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ενώ και πολλές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών μιμούνται τα στραβά του συνδικαλισμού. Όλο αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απαξίωση των μελών τους και των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων σε πολίτες τριτοκοσμικής χώρας.
Αρκεί να αναφέρουμε, τις συχνές απεργιακές κινητοποιήσεις που δεν δείχνουν κανένα σεβασμό στην ταλαιπωρία του απλού πολίτη. Τρανταχτό παράδειγμα, το περιστατικό στις εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης στις πρόσφατες απεργιακές κινητοποιήσεις των εργατών συγκομιδής απορριμμάτων.
Ως γνωστόν, λόγω της συσσώρευσης μεγάλου όγκου απορριμμάτων και εξαιτίας της έντονης δυσοσμίας, μία καθηγήτρια της σχολής, μαζί με κάποιους ευσυνείδητους πολίτες φοιτητές, προσφέρθηκαν εθελοντικά να μαζέψουν τα σκουπίδια από την αυλή της σχολής. Δυστυχώς όμως για κακή τους τύχη, κάποιοι φοιτητές γνωστού αριστερού κόμματος για να προασπίσουν και να προστατέψουν τα συμφέροντα της ελίτ του συνδικαλιστικού οργάνου των υπαλλήλων καθαριότητας, δεν δίστασαν να επιτεθούν στους εθελοντές-φοιτητές καταδικάζοντάς τους κατ’αυτό τον τρόπο να συνεχίσουν να εκτίθενται σε ανθυγιεινές γι’αυτούς συνθήκες, σαν να ήταν πολίτες μιας υπανάπτυκτης τριτοκοσμικής χώρας.
Αυτός ο συνδικαλισμός είναι που δημιούργησε ένα μεγάλο μέρος του χρέους, αυτός ο συνδικαλισμός είναι που πολεμά κάθε προσπάθεια προάσπισης του κοινωνικού συλλογικού συμφέροντος, όταν πιστεύει ότι πλήττεται το δικό του ατομικό συμφέρον.
Ας μου επιτρέψετε κ. Τακτικέ να αναφέρω, πως παρά την ζοφερή εικόνα που παρουσιάζεται για την Ελλάδα του διεφθαρμένου συνδικαλισμού και της οικονομικής κρίσης , έχουν γίνει κάποιες ενέργειες οι οποίες ίσως υποδηλώνουν την στροφή της Ελληνικής κοινωνίας προς την απαρχή της ανάπτυξης ενός καταναλωτικού κινήματος. Μια τέτοια ενέργεια για παράδειγμα, ήταν το γνωστό στο ευρύ κοινό «κίνημα της πατάτας» που είχε ως σκοπό να χτυπήσει τους μεσάζοντες των αγροτικών προϊόντων και των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων. Εσείς τι λέτε γι’αυτό, είναι μια ελπιδοφόρα και ουσιαστική ενέργεια το «κίνημα της πατάτας» για την ανάπτυξη του καταναλωτικού κινήματος στην Ελλάδα;
Αυτές είναι ωραίες και εντυπωσιακές κινήσεις, που λειτουργούν μεν ενθαρρυντικά, αλλά στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα απλό πυροτέχνημα. Υποδεικνύουν βέβαια, μια δυνατότητα στροφής της κοινωνίας, προς μια διάθεση κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά δεν μπορούν να έχουν μέλλον, αν δεν στηρίζονται σε ένα θεσμοθετημένο και οργανωμένο κοινωνικό δίκτυο. Το δίκτυο αυτό θα είναι προσανατολισμένο προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αλληλεγγύης, ενώ η συνεχής και σταθερή παρουσία του, θα εξασφαλίζει την μελλοντική βιωσιμότητα παρόμοιων ενεργειών.
Δηλαδή, απαιτείται η σύμπραξη των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών με τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), στα πλαίσια ενός πανελλαδικού δικτύου, έτσι ώστε να περάσουμε σε πάγιες και συνεχείς οργανωμένες συλλογικές μορφές διακίνησης προϊόντων χαμηλού κόστους.
Μόλις αναφέρατε την φράση ¨πανελλαδικό δίκτυο¨ και εδώ θα ήθελα να σταθώ για λίγο. Η οργάνωση των πολιτών σε τοπικό επίπεδο είναι μια σχετικά εύκολη υπόθεση, όμως τι γίνεται στην περίπτωση του ¨πανελλαδικού δικτύου¨, ποιο είναι εκείνο το επικοινωνιακό πλαίσιο που προάγει τον πανελλαδικό συντονισμό τέτοιων κοινωνικών ομάδων;
Η λύση φυσικά είναι το διαδίκτυο. Στην σημερινή Ελλάδα το διαδίκτυο έχει γνωρίσει μεγάλη διάδοση και βρίσκεται σχεδόν σε κάθε Ελληνικό σπίτι.
Το διαδίκτυο είναι λοιπόν, εκείνο το εργαλείο, μέσω του οποίου το οργανωμένο καταναλωτικό κίνημα και εν γένει οι οργανώσεις τις κοινωνίας των πολιτών θα διαδώσουν πανελλαδικά τα μηνύματα τους για κοινωνικό ακτιβισμό. Εδώ θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί, ότι η επικοινωνία αυτή σήμερα είναι λειψή και κατακερματισμένη, απόρροια της λειψής και κατακερματισμένης εικόνας που παρουσιάζει η οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών.
Η πρόκληση λοιπόν σήμερα εντοπίζεται κυρίως σε αυτό το θέμα, το πώς θα συμπληρώσουμε και θα ενοποιήσουμε την λειψή και κατακερματισμένη αυτή εικόνα, για να καταφέρουμε να διαδώσουμε τα ελπιδοφόρα μηνύματα του κοινωνικού ακτιβισμού, πανελλαδικά και στην παρούσα οικονομική συγκυρία, με σκοπό την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Εμείς από την μεριά μας, ως μιας οργάνωσης της κοινωνίας των πολιτών με την ονομασία ¨Ερύμανθος Α.Μ.Κ.Ε.¨ ,παλεύουμε με ζήλο προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’αυτό το σκοπό, λειτουργούμε δύο ηλεκτρονικές εφημερίδες την Oikopress και την Social Activism Αθηνών, μέσω των οποίων διαδίδουμε προτάσεις, ιδέες και καλές πρακτικές συλλογικής δράσης παρέχοντας κατ’αυτό τον τρόπο το υλικό ιδεών και πρακτικών που χρειάζεται να έχει στην διάθεσή της η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών για να υλοποιήσει το έργο της.
Από την άλλη μεριά μέσω της σύστασης του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου, προωθείται η δημιουργία κοινωνικών ανθρώπινων επικοινωνιακών δικτύων στον πραγματικό κόσμο και όχι στον ηλεκτρονικό, για την παρακίνηση και συντονισμό της δράσης μεγάλων κοινωνικών ομάδων σε πανελλήνια εμβέλεια κατά της κοινωνικής αδικίας.
Μιλήσατε λοιπόν κ. Τακτικέ, για ένα πανελλήνιο δίκτυο συντονισμού των Ελλήνων πολιτών για κοινωνική δράση. Όμως, ένα τέτοιο δίκτυο για να συντηρηθεί, δεν θα πρέπει να καταναλώνει κάποιους οικονομικούς πόρους, από πού τους αντλεί;
Η αλήθεια είναι πως για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν όλα όσα ειπώθηκαν, απαιτείτε η εύρεση και η κατανάλωση κάποιων οικονομικών πόρων. Οι πόροι αυτοί καταναλώνονται για την διατήρηση των επικοινωνιακών δικτύων των οργανώσεων, την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων τους, καθώς και για την πληρωμή των μόνιμων στελεχών που εργάζονται σε αυτές. Εύλογα λοιπόν γεννιέται το ερώτημα, από πού αντλούνται τέτοιοι πόροι σε μια τέτοια άσχημη οικονομική εποχή.
Η απάντηση είναι πως υπάρχουν ήδη, θεσμοθετημένοι οικονομικοί πόροι, που προέρχονται από το Ευρωπαϊκό κοινοτικό ταμείο και το οποίο στηρίζει την προσπάθεια των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, μέσω ειδικών προγραμμάτων. Δυστυχώς όμως, αυτοί οι πόροι δεν αξιοποιούνται σωστά όπως θα έπρεπε, λόγω της έλλειψης γνώσης σωστής διαχείρισης τους από τις περισσότερες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και από την έλλειψη απαίτησης από την μεριά της Ελληνικής κοινωνίας για την διαφάνεια των κρατικών συναλλαγών, οι οποίες λειτουργούν ως τροχοπέδη για την σωστή επένδυση των κοινοτικών πόρων.
Μια άλλη πηγή πόρων, είναι και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες χρηματοδοτούν κοινωνικές ακτιβιστικές δράσεις μέσω της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (Ε.Κ.Ε.). Τα κίνητρα που έχουν γι’αυτή την χρηματοδότηση, είναι τόσο φορολογικά (ελάφρυνση φόρων) όσο και επικοινωνιακά (διαφήμιση κ.λπ.). Έτσι, για παράδειγμα, μια εταιρεία που προάγει στην αγορά νέες τεχνολογίες μηδενικής ρύπανσης, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έχει κάθε λόγο να χρηματοδοτήσει τις δράσεις μια κοινωνικής περιβαλλοντικής οργάνωσης μη-κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Δυστυχώς όμως και εδώ, παρουσιάζονται μεγάλα εμπόδια στην χρηματοδότηση, διότι είναι ευρέως γνωστή η τακτική αυτών των εταιρειών για να έχουν την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Οι εταιρείες αυτές λοιπόν, δημιουργούν δικές τους θυγατρικές οργανώσεις μη-κερδοσκοπικού χαρακτήρα και τις χρηματοδοτούν. Έτσι, μέσω αυτής τους της ενέργειας επιτυγχάνουν από τη μία να ανακυκλώσουν τα δικά τους χρήματα, κερδίζοντας μέσω της φοροαπαλλαγής τους, ενώ από την άλλη επιτυγχάνουν να αυξήσουν το κύρος της εικόνας τους μέσα στην κοινωνία.
Για να λυθούν λοιπόν αυτά τα ζητήματα, απαιτείτε η συλλογική δράση των πολιτών για την απαίτηση διαφανών κρατικών οικονομικών συναλλαγών, καθώς και η ύπαρξη ενός ισχυρού καταναλωτικού κινήματος, το οποίο θα μποϋκοτάρει την αγορά προϊόντων εταιρειών που βγάζουν κέρδος μέσω της Ε.Κ.Ε. και στην ουσία δεν προσφέρουν τίποτα στην κοινωνία.
Νομίζω πως καλύψαμε πλήρως το θέμα του καταναλωτικού κινήματος και εν γένει του κοινωνικού ακτιβισμού στην Ελλάδα και έτσι κλείνοντας, θα ήθελα να μου πείτε αν έχετε να προσθέσετε κάτι παραπάνω στα όσα ήδη αναφέρατε.
Ναι! Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να προσθέσω κάτι παραπάνω σχετικά με το τι επιπλέον μπορεί να προσφέρει το καταναλωτικό κίνημα και το οποίο ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει.
Πρόσφατα, είχαμε την επίσκεψη του Γερμανού πρόξενου στην Ελλάδα κ. Φούχτελ, ο οποίος ανέφερε ότι στην Γερμανία για να λειτουργήσει ένας δήμος, χρειάζεται το 1/3 των εργαζόμενων δημοσίων υπαλλήλων που δουλεύουν σε ένα Ελληνικό δήμο. Η αναφορά αυτή στον δημόσιο τομέα, από τον κ. Φούχτελ, έγινε με σκοπό να τονιστεί η ύπαρξη ενός τεράστιου γραφειοκρατικού μηχανισμού που συντηρεί ένα μεγάλο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων.
Το κράτος, για να μπορέσει να συντηρήσει αυτό τον μεγάλο γραφειοκρατικό μηχανισμό, έχει μεγάλα έξοδα τα οποία καλύπτει κυρίως μέσω του Φ.Π.Α., το κόστος του οποίου, μεταβιβάζεται στα προϊόντα. Σήμερα, ο μέσος Έλληνας καταναλωτής υποχρεώνεται να πληρώσει σχεδόν 30% Φ.Π.Α. της τιμής του προϊόντος, δηλαδή το 1/3 περίπου του συνολικού του κόστους, κάτι το οποίο είναι παράλογο. Όμως, το πιο παράλογο απ’όλα, είναι ότι αυτό το ποσό των χρημάτων το οποίο υφαρπάζει το κράτος μέσω του Φ.Π.Α., αποδίδεται στην πληρωμή ενός τεράστιου αριθμού και ως επί των πλείστων ανάξιων και μη αποδοτικών δημοσίων υπαλλήλων. Γιατί λοιπόν ο έλληνας πολίτης-καταναλωτής να συνεχίζει να πληρώνει από την τσέπη του, για την διατήρηση ενός τέτοιου «βαμπιρικού» κρατικού μηχανισμού, από την στιγμή που ο μισθός του μειώνεται. Η απάντηση για άλλη μια φορά και δεν με πειράζει να το επαναλαμβάνω διαρκώς, είναι η ύπαρξη ενός ισχυρού καταναλωτικού κινήματος το οποίο θα πρέπει να συμπεριλάβει και αυτή την συνισταμένη στο σύνολο των δράσεων του και να απαιτήσει την μείωση του όγκου του κρατικού μηχανισμού, που αυξάνει μέσω του Φ.Π.Α. τις τιμές των προϊόντων, γονατίζοντας τις ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες για λογαριασμό των μη παραγωγικών δημοσίων υπαλλήλων.
Πάνω από 500 Σύνεδροι συμμετείχαν στο Συνέδριο και παρουσιάστηκαν 80 εισηγήσεις σε 13 ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
*Του Ευάγγ. Σπινθάκη και Κων. Σκριάπα
Όταν ξεκινήσαμε να οργανώνουμε το 1ο Συνέδριο Κοινωνικής Οικονομίας , είχαμε σκεφτεί ότι η πρωτοβουλία αυτή θα ενισχυόταν από την πολιτεία και τους λοιπούς φορείς και θα έβρισκε πόρους, ιδίως αν σκεφτεί κάποιος τα ποσά που έχουν διατεθεί τα τελευταία 5 χρόνια για την κοινωνική οικονομία.
Τελικώς δεν υπήρξε καμιά επίσημη υποστήριξη. Το συνέδριο πέτυχε χωρίς καμιά υποστήριξη από όσους υποτίθεται ότι προωθούν την κοινωνική οικονομία. Το συνέδριο πέτυχε γιατί στηρίχτηκε από πολλούς φορείς της κοινωνίας πολιτών και κοινωνικής οικονομίας από τα κάτω.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να οργανωθεί από τα κάτω ένα «Ανοικτό συνέδριο κοινωνίας πολιτών για την κοινωνική οικονομία» είναι γνωστό από καιρό. Αλλά, επειδή είναι επίσης γνωστό ότι τα συνήθη συνέδρια κοστίζουν πολλά χρήματα, 30 με 40 χιλιάδες ευρώ περίπου, ήταν αβέβαιο για πολλούς το αν μπορούσαμε να τα καταφέρουμε τελικά. Σκεφτήκαμε ωστόσο ότι αξίζει τον κόπο να το προσπαθήσουμε.
Βασική μας δύναμη στην αρχή, ήταν μια μικρή ομάδα από οργανώσεις κοινωνίας πολιτών και κοινωνικές επιχειρήσεις. Δεσμευτήκαμε ότι θα ξεκινήσουμε, πιστεύοντας ότι όλα θα βρεθούν στην διαδρομή. Αρχίσαμε να συναντιόμαστε από τον Ιανουάριο τακτικά κάθε Τετάρτη, για να λύσουμε οργανωτικά ζητήματα και να θέσουμε τους στόχους του συνεδρίου. Δεν ήταν εύκολη διαδικασία, υπήρξαν διαφωνίες, αλλά τελικώς οι αποφάσεις λαμβάνονταν ομόφωνα.
Αρχικώς απευθυνθήκαμε σε όλους όσοι δραστηριοποιούνται στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, για να κάνουμε ένα μαζικό συνέδριο όπου θα παρουσιάζονταν όλες οι απόψεις. Πράγματι, οι φορείς που πλαισίωναν την αρχική επιτροπή αυξάνονταν. Υπήρχαν βεβαίως και φορείς που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε ένα μαζικό ανοικτό συνέδριο γιατί προτεραιότητα έχει «να δούμε ποιοι συμμετέχουν». Αυτό δεν μας πτόησε, εμείς είμαστε υπέρ των ανοικτών συστημάτων όπου συμμετέχουν όλοι οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας, εκτός από τους γνωστούς μεταμφιεσμένους φορείς που ελέγχονται είτε από τον ιδιωτικό τομέα, είτε από το κράτος. Αντιληφθήκαμε βεβαίως αργότερα ότι κάποιοι φορείς οργάνωσαν γεγονότα, πάνω στην ημερομηνία που είχαμε εμείς ανακοινώσει.!!!
Διαπιστώσαμε επίσης ότι φορείς της κοινωνικής οικονομίας ΔΕΝ είναι οι συνήθεις φορείς που βαφτίστηκαν έτσι από το θεσμικό πλαίσιο για να συμμετάσχουν σε δήθεν προγράμματα κοινωνικής οικονομίας, αλλά οι άλλοι, οι πολλοί άγνωστοι εθελοντικοί φορείς της κοινωνίας πολιτών στις γειτονιές, στα χωριά που χρόνια τώρα προσφέρουν εθελοντικό έργο με πλούσια αποτελέσματα, χωρίς να έχουν οικονομική υποστήριξη, χωρίς να έχουν προβολή, αλλά συμβάλλουν με τον δικό τους αφανή τρόπο σε δράσεις για το περιβάλλον, τον πολιτισμό, τις τέχνες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την κοινωνική φροντίδα κλπ. Προσπαθήσαμε λοιπόν να στείλουμε το μήνυμά μας στους πολλούς μικρούς τοπικούς φορείς και συλλόγους. Ξεκινήσαμε μια εκστρατεία ενημέρωσης σε 12 πόλεις της χώρας, όπου οργανώσαμε ημερίδες και συναντήσεις με τοπικούς φορείς. Καταφέραμε να έχουμε κοντά μας, αρκετές εθνικοτοπικές ομοσπονδίες οι οποίες χρόνια τώρα κάνουν κοινωνική οικονομία και δεν το γνωρίζουν, ούτε βεβαίως τους το αναγνωρίζει κανείς επίσημος, από όσους σχεδιάζουν τα σχετικά προγράμματα. Αυτή είναι η άδηλη κοινωνική οικονομία!
Απευθυνθήκαμε σε επιχειρήσεις και ιδρύματα για χορηγίες. Λάβαμε αρνητικές απαντήσεις. Απευθυνθήκαμε σε Περιφέρειες και Δήμους. Καμιά απάντηση. Γνωρίζουμε ότι παρόμοια συνέδρια οργανώνονται πλουσιοπάροχα, αλλά για ένα συνέδριο από τα κάτω, δεν υπάρχει μία. Η πρώτη επιτυχία είναι η θετική ανταπόκριση του δήμου Αθηναίων και του δημάρχου κ. Καμίνη προσωπικώς που έθεσε το συνέδριο υπό την αιγίδα του.
Απευθυνθήκαμε σε μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδίως όσα προβάλλουν την κοινωνική οικονομία. Κατά τα άλλα, αντιμετωπίσαμε είτε την σιωπή, είτε την αδυναμία λόγω «έλλειψης χώρου». Αντιληφθήκαμε ότι η υπόθεσή μας δεν θα καλυφτεί από τα ΜΜΕ. Δεν μας ενόχλησε, είχαμε τα κοινωνικά δίκτυα, τα mail, τις ιστοσελίδες, τα Group-Mails , το FB, τα οποία όπως αποδείχτηκε ήταν αρκετά. Τελικώς ανταποκρίθηκε μόνο ο «Αθήνα 984». Θετική από την πρώτη στιγμή ήταν και η υποστήριξη του SKYWALKER με την ηλεκτρονική και την έντυπη έκδοσή της.
Μέχρι τότε δεν υπήρχε ούτε ένα (1) ευρώ για το συνέδριο. Έπρεπε να υπάρξει ένα ελάχιστο ποσό. Ούτως ή άλλως, συνδρομές για εγγραφές δεν θα ζητούσαμε. Προτείναμε σε φορείς των οργανωτών που είχαν την οικονομική δυνατότητα να βάλουν από 500 ευρώ. Πόσο κάνει ένα συνέδριο το οποίο οργανώνουν 20 ομοσπονδίες και δίκτυα οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών και κοινωνικών επιχειρήσεων, στο οποίο παρουσιάζονται 80 εισηγήσεις και στο οποίο συμμετέχουν 500 σύνεδροι; Απάντηση 3200 ευρώ!
Πράγματι βρέθηκαν 6 φορείς που έβαλαν από 500 ευρώ και άλλος ένας φορέας που κάλυψε την έκδοση του προγράμματος του συνεδρίου με 1000 ευρώ. Αυτά ήταν όλα. Βεβαίως δεν μπορέσαμε να καλύψουμε κόστη μεταφοράς και διαμονής των συνέδρων από τις περιφέρειες. Όσοι κατάφεραν και ήλθαν, και ήταν αρκετοί, το έκαναν με προσωπικά τους έξοδα.
Παράλληλα έπρεπε να βρεθεί ο χώρος διεξαγωγής του συνεδρίου. Τα ξενοδοχεία ζητούσαν υπέρογκα ποσά, οι άλλες διαθέσιμες αίθουσες ήταν κλεισμένες. Τότε συνέβη το εξής. Το Τμήμα κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών ,δέχτηκε την πρότασή μας να είναι συνδιοργανωτής του συνεδρίου και μάλιστα παραχώρησε και δωρεάν χώρο.
Απευθυνθήκαμε σε υπουργούς και στελέχη του κρατικού μηχανισμού και των ΟΤΑ να παρευρεθούν στο συνέδριο. Άλλοι ήλθαν και συμμετείχαν ενεργά, άλλοι απλώς παρευρέθηκαν και χαιρέτησαν, άλλοι απάντησαν ευγενικά ότι έχουν «ειλημμένες υποχρεώσεις» εκείνες τις μέρες, άλλοι υπουργοί δεν μπήκαν στον κόπο καν να απαντήσουν, αλλά προλαβαίνουν να πάνε σε κάθε ημερίδα που οργανώνεται σε κάθε πόλη!!!
Ωστόσο παρά όλα τα παραπάνω, τίποτε δεν θα είχε επιτευχθεί χωρίς τις φιλότιμες προσπάθειες μιας ομάδας 30 ανθρώπων που αφιέρωσαν όχι μόνο ατελείωτες μέρες και ώρες, αλλά αφιέρωσαν και πολύ στοχασμό και σκέψη για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Στην ουσία αυτό που κίνησε το συνέδριο ήταν ο συνεργατισμός των οργανωτών του. Εδώ ο σκοπός ταυτίστηκε με το μέσο και αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία του συνεδρίου. Δημιουργήθηκαν συνέργειες, οργανώθηκαν συμπράξεις και συνεργασίες μεταξύ διαφορετικών ομάδων ανθρώπων που συναντήθηκαν για ένα τριήμερο. Το πώς το συνέδριο αυτό θα συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας στην χώρα μας, είναι ένα καράβι που, ευτυχώς, έχει φύγει πια από το λιμάνι και ταξιδεύει.
Οι οργανωτές του συνεδρίου πάντως δεν σταματούν εδώ. Εργάζονται για την δημιουργία κοινωνικού εταίρου της κοινωνικής οικονομίας και προσπαθούν να ενώσουν πολλές δυνάμεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Συγκροτούν μια ομάδα μεντόρων της κοινωνικής οικονομίας αναδεικνύοντας το ανθρώπινο δυναμικό που πλαισίωσε το συνέδριο. Οργανώνουν Summer School για την κοινωνική οικονομία στα Καλάβρυτα 27-31 Ιουλίου 2016. Θα είναι παρόντες σε όσα αφορούν την κοινωνική οικονομία στην χώρα.
Επόμενος μεγάλος στόχος το 2ο «Ανοικτό συνέδριο κοινωνίας πολιτών για την κοινωνική οικονομία» του 2017. Τα καλύτερα έρχονται.
«Σήμερα που σαπίζει ο κόσμος κι η ατιμία κι ο συμβιβασμός εξευτελίζουν και τις πιο γενναίες ψυχές, μια μονάχα ταχτική είναι πραχτική και συμφέρει. Να’ σαι ανένδοτος» Νίκος ΚαζαντζάκηςΠληροφορίες για το Συνέδριο : www.synedriokalo.gr
Ο εθελοντισμός στην Ελλάδα συναντάται κυρίως σε άδηλη μορφή μέσα από παραδοσιακούς θεσμούς αλληλεγγύης όπως τοπικοί σύλλογοι, ενορίες της εκκλησίας και άλλα φιλανθρωπικά σωματεία και ιδρύματα. Όλες αυτές οι δραστηριότητες δεν καταγράφονται σε επίσημες στατιστικές.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν βεβαίως και άλλες σύγχρονες μορφές που χρηματοδοτήθηκαν κυρίως από το ΕΚΤ. Αυτή η δηλωμένη δραστηριότητα που αναπτύσσεται μέσω ΜΚΟ επισκιάζει ένα μεγάλο μέρος της αυθεντικής κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και συνάμα στρεβλώνει τις πολιτικές που προωθούν οι κυβερνήσεις.
Ο συνεργατισμός όμως ως διαδικασία προϋποθέτει την αναγνώριση της ισοτιμίας και των άλλων άτυπων μορφών κοινωνικής οικονομίας οι οποίες μάλιστα έχουν μακρά παράδοση και βαθιές ρίζες στην χώρα και συγκροτούν ως ένα βαθμό το κοινωνικό κεφάλαιο.
Έτσι εκτός από την άδηλη οικονομία που αναδύεται μέσα από την κρίση, ο ρόλος της κοινωνίας πολιτών, οι θεσμοί αλληλεγγύης και ο συνεργατισμός είναι το ύστατο οχυρό, ο εναλλακτικός τρόπος επιβίωσης των πλέον αδυνάτων τμημάτων της κοινωνίας. Ας σημειώσουμε ότι ο κόσμος των συλλόγων συμπεριλαμβάνει ανθρωπιστικές οργανώσεις, κοινωνικές δομές αλληλεγγύης, πολιτιστικούς και οικολογικές οργανώσεις, κοινωνικούς ακτιβιστές και ενεργούς πολίτες. Η δράση τους είναι πολύ σημαντική γιατί γιατρεύει τις πληγές που προκαλεί ο άκρατος ανταγωνισμός, αλλά και δημιουργεί ολοένα θέσεις εργασίας σε πεδία όπου η αγορά δεν έχει ενδιαφέρον να επενδύσει και το κράτος αποσύρεται λόγω στενότητας πόρων.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΑΝΟΙΚΤΟΤΗΤΑ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ.
Το θαύμα της άμεσης δημοκρατίας στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. της άυλης πνευματικής διαδικασίας είναι ένα ιστορικό παράδειγμα αποτυπωμένο στη πολιτιστική κληρονομιά, τα μάρμαρα και τους βράχους της Ακρόπολης των Αθηνών ως παράδειγμα στην συλλογικής δημιουργίας. Η συμμετοχική δημοκρατία σήμερα είναι η έκφραση της ανοικτότητας, του διαλόγου, της διαφάνειας, του κοινωνικού ελέγχου που ενισχύει την συλλογική δημιουργία. Ο συνεργατισμός είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τα παραπάνω, αλλά και δύναμη εκκίνησης της κοινωνικής οικονομίας. Παράλληλα ο συνεργατισμός ξεκινά από την οργανωμένη κοινωνία πολιτών και αξιοποιεί τις ως τώρα θετικές της εμπειρίας επιδιώκοντας να τις συνδέσει με το νέο αναπτυσσόμενο ρεύμα που προέκυψε κυρίως με την ψήφιση του ν. 4019/11 στα χρόνια της κρίσης.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Το έλλειμμα της κοινωνικής οικονομίας που καταγράφεται στην χώρα, πρέπει να εννοηθεί ότι οφείλεται στην μη αναγνώριση των ποικίλων μορφών εθελοντισμού, ως φορέα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο. Αυτή ήταν η συνέπεια του κατακερματισμού του «κόσμου των συλλόγων» που ιδιοτελώς υπέθαλψε ποικιλοτρόπως το πελατειακό κράτος. Η ανάγκη για πανελλήνια πλατφόρμα κοινωνικής οικονομίας, για εθνική πλατφόρμα, για πανελλήνιο σύνδεσμο ή συνομοσπονδία έχει πλέον ωριμάσει. Επείγει η ενοποίηση των οργανώσεων και των φορέων της κοινωνίας πολιτών και των κοινωνικών επιχειρήσεων κάθε μορφής για την θεσμική ολοκλήρωση των πολιτικών για την κοινωνική οικονομία. Μόνο το κοινωνικό συνειδητοποιημένο υποκείμενο – κοινωνικός εταίρος και συγκροτημένο θεσμικά μπορεί να επιβάλλει σοβαρή πολιτική για τον τρίτο τομέα της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα. Βρισκόμαστε στην εποχή του συνεργατισμού όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και των συλλογικοτήτων παλαιών και νέων.
Η κοινωνική οικονομία παρά την κυβερνητική της αναγνώριση και την προώθησή της από την Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια παραμένει μια άγνωστη έννοια για το 98% του Ελληνικού πληθυσμού. Ακόμη και πολλοί συνεταιριστές και εμπλεκόμενοι με το χώρο αγνοούν τη γενικότερη σημασία της για το σύνολο της οικονομία. Παραμένει άγνωστη καθώς το όλο ζήτημα είναι υποβαθμισμένο και απουσιάζει η αναγκαία ενημέρωση από μαζικά μέσα επικοινωνίας.
Πολλοί έτσι συγχέουν αυτή την έννοια της κοινωνικής οικονομίας με την φροντίδα του κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για κοινωνική μέριμνα και αλληλεγγύη προς ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, αλλά αυτό δεν είναι κοινωνική οικονομία που περιέχει το συστατικό της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και του συνεργατισμού. Είναι κοινωνική πρόνοια του κράτους που δυστυχώς πουθενά πλέον δεν επαρκεί και ιδιαίτερα σε οικονομίες που βρίσκονται σε κρίση.
Η κοινωνική οικονομία διακρίνεται κατά βάση από το υποκείμενο της επιχειρηματικότητας, το οποίο εμπλέκεται και συμμετέχει κάθε φορά υπό την μορφή συλλογικότητας μέσα από μια κοινωνική ομάδα. Διαφορετικά η αλληλεγγύη και μόνο με την έννοια ότι οι εύποροι προσφέρουν στους φτωχούς δεν συνιστά κοινωνική οικονομία αλλά όπως παραδοσιακά γνωρίζουμε φιλανθρωπία.
Από την άλλη μεριά ούτε μια συνεταιριστική ομάδα ανέργων συνιστά από το καταστατικό της φορέα κοινωνικής οικονομίας, εάν η δράση της δεν έχει μετρήσιμο κοινωνικό αντίκτυπο. Εάν δεν καλύπτει με αποτελεσματικότερο τρόπο κοινωνικές ανάγκες από το κράτος.
Το γεγονός ότι κάποιοι άνεργοι μπορούν να βρουν εργασία με αυτό τον τρόπο κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά είναι σημαντικό αλλά, δεν συνιστά κατά ανάγκη κοινωνική επιχειρηματικότητα, γιατί η κοινωνική οικονομία στοχεύει σε κάτι πιο ουσιαστικό: στον περιορισμό της διαμεσολάβησης και στη μείωση του κόστους συναλλαγών.
Στοχεύει στο αμοιβαίο όφελος παραγωγού και καταναλωτή και με αυτή την έννοια ο καταναλωτής είναι και συμμέτοχος στην επιχείρηση με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς. Κι αυτό προϋποθέτει κοινωνικό υποκείμενο, κοινότητες και κοινωνικό κεφάλαιο που επενδύεται σ΄ένα σχετικό εγχείρημα.
Κατά αυτό τον τρόπο μπορούν να οργανωθούν υπηρεσίες υγείας, παιδείας, ασφαλιστικά ταμεία, τουρισμός και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις.
Έχουμε πολλά παραδείγματα, με κοινωνικά ιατρεία, κοινωνικά φροντιστήρια, και πολιτιστικούς φορείς για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτής πρακτικής, αλλά βρισκόμαστε εντελώς στην αρχή και απέχουμε πολύ ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες που έχουν προκύψει από την διόγκωση της φτώχειας και της ανεργίας.
Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι η κατ΄επάγγελμα διαχείριση κονδυλίων του ΕΣΠΑ από ΜΚΟ και ΚΕΚ δεν αποτελούν φορείς κοινωνικής οικονομίας όπως τους «βαπτίζει» κατά περίπτωση η κρατική γραφειοκρατία.
Ο νέος νόμος 4430/16 για πρώτη φορά βάζει σε μια τάξη τα πράγματα στο τι είναι και τι δεν είναι κοινωνική οικονομία, διαχωρίζοντας τις κοινωνικές επιχειρήσεις από το δημόσιο και την αγορά.
Το κυριότερο όμως είναι ότι προβλέπει τη θεσμοθέτηση σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο ώστε να είναι εφικτή και η ενιαία έκφραση του χώρου.
Έχουμε πλέον το θεσμικό εργαλείο που έλλειπε από την χώρα μας, για την ενότητα του υποκειμένου της κοινωνικής οικονομίας, αλλά οφείλουμε να κατανοήσουμε και την ιστορική ανάγκη της μετατόπισης της οικονομίας των σχέσεων και των μορφών εργασίας.
Για αυτό πρέπει να αναδείξουμε τις ανάγκες που προκύπτουν από τις ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές.